Αν κάποια μέρα σταματήσουν δίπλα σου και σου μιλήσουν κουρασμένα, ανόρεχτα και όλα όσα θαύμαζες σ' αυτούς έχουν χάσει τη λάμψη τους, τρομάζεις.
Όχι, εσύ πρέπει να μείνεις όρθιος, να πολεμάς, όταν εγώ γυρνάω σπίτι. Να μετέχεις, όταν εγώ ιδιωτεύω, να συγκρούεσαι, κι εγώ να έρχομαι με ανωτερότητα και συγκατάβαση να κάνω τον ειρηνοποιό. Κι ό,τι δημιουργείς και μου προτείνεις, να μένει πάντα εκεί έξω ανοιχτό να περιμένει πότε θα μου κάνει κέφι να το απολαύσω. Θέλω να είσαι εκεί έξω, για να συντηρείς τις ενοχές μου που δεν σε ακολουθώ. Να μου δείχνεις έστω κάτι να φτάσω, όταν καταφέρω να υψωθώ λιγάκι από τη βολή μου. Δεν είσαι σαν κι εμένα, δεν δικαιούσαι το φόβο, την απογοήτευση, τη συρρίκνωση.
"- Κατάφεραν να μας απομονώσουν, να μας διαλύσουν... κανείς πια δεν έχει όρεξη για τίποτα... εγώ σκάβω το χωράφι μου..."
"- Α, ωραία, το καλύτερο... συνέχισε..."
Πόσο θα απορούσες αν σου φώναζα: "Πού πας; Ποιο χωράφι;Και τι θα κάνω εγώ τώρα χωρίς το ιδανικό μου;"
Συνέχισα τη βόλτα μου, η μέρα ήταν ηλιόλουστη και στους δρόμους της μικρής μας πόλης το πλήθος βάδιζε αμέριμνο.
4 comments:
Γιατί όσα γράφεις θα ήθελα να τα έχω γράψει εγώ; Απόλυτη ταύτιση θαρρώ. Να είσαι καλά, φιλαράκι.
Ευτυχώς όμως εσύ είσαι ακόμα εκεί έξω. Μη χαθείς...:)
ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ,Ο ΕΠΙΛΟΓΟς ΤΟΥ ΛΕΕΙ ΠΟΛΛΑ. ΜΕΓΑΛΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΑΛΕΝΤΟ.
Ευχαριστώ πολύ!
Post a Comment