Όταν πρωτομπήκε στο ίντερνετ, εκεί στα μισά της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, σκέφτηκε ότι είχε μια ωραία ευκαιρία να βελτιώσει τα φτωχά αγγλικά της, που τα έμαθε σχεδόν μόνη, αφού όταν ήταν μαθήτρια δεν υπήρχαν φροντιστήρια στον τόπο της και το σχολείο έδινε μόνο τα στοιχειώδη. Έμπαινε λοιπόν σε ξενόγλωσσους διαδικτυακούς τόπους, διάβαζε ό,τι την ενδιέφερε, αλλά η γλώσσα δεν θέλει μόνο διάβασμα. Στην αρχή σχολίαζε στα forum, απαντούσε σε σχόλια, προσπαθούσε να εμπλακεί σε συζητήσεις, που όμως κατέληγαν σε παράλληλους μονόλογους. Τότε είδε μια διαφήμιση για ένα σάιτ αλληλογραφίας. Είχε διεθνή εμβέλεια, πολλές γλώσσες, μεγάλη γκάμα θεμάτων. Διάλεγες τη γλώσσα, τα θέματα, έδινες μερικά βασικά στοιχεία σου και ήσουν μέλος. Δήλωσε αγγλικά, λογοτεχνία, φιλοσοφία, ιστορία και είχε τέτοια ανταπόκριση, που δεν προλάβαινε να απαντάει σε γράμματα. Πολύ γρήγορα περιορίστηκε σε δυο τρεις αλληλογράφους που έδειχναν να συνδυάζουν τρία βασικά πλεονεκτήματα: απλότητα, συντομία και ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο ένας από αυτούς ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας, ζούσε στις ΗΠΑ και από την αρχή δήλωσε λάτρης του Πλάτωνα και φάνηκε να τον γνωρίζει περισσότερο από την ίδια που τον δίδασκε στο Λύκειο. Χρειάστηκε να ανοίξει πανεπιστημιακά συγγράμματα, αξεσκόνιστα για δεκαετίες, πλατωνικούς διαλόγους και λεξικά αγγλικών για προχωρημένους, για να ανταποκριθεί στο επίπεδό του. Ούτε φοιτήτρια δεν είχε ρίξει τόσο διάβασμα και μάλλον αυτό πλήρωνε τώρα. Ντρεπόταν να μην κακοχαρακτηριστεί ως ελληνίδα φιλόλογος και έβαζε τα δυνατά της να τον εντυπωσιάσει. Κάθε φορά όμως με κάθε γράμμα του, ο πήχης ανέβαινε κι άλλο, έμπαιναν και σύγχρονοι φιλόσοφοι στη συζήτηση, για μερικούς μάλιστα είχε μεσάνυχτα. Τουλάχιστον γι’ αυτούς μπορούσε να μην φοβάται να δείξει μια σχετική άγνοια, δεν ήταν και φιλόσοφος η ίδια. Η αλληλογραφία αυτή κράτησε το υψηλό της επίπεδο για αρκετούς μήνες και ελάχιστες φορές μέσα σ’ αυτούς μίλησαν για προσωπικά θέματα. Της είχε πει ότι είχε οικογένεια, ήξερε ότι ήταν παντρεμένη, επίσης, και είχε παιδί. Γνώριζαν τον τόπο κατοικίας ο ένας του άλλου, μόνο που εκείνος έμενε στη Βοστόνη κι εκείνη σ’ ένα μικρό ελληνικό νησί. Ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό η ανισότητα αυτή. Ήταν κι η εποχή αθώα, ήταν και η ίδια λίγο αγαθιάρα, σημασία έχει πως κέρδισε απολύτως την εμπιστοσύνη της και του έδινε πληροφορίες για διακοπές στην Ελλάδα και γιατί όχι στο νησί της.
Μια μέρα, που περίμενε να της έρθει μια ανάλυση για τον Επίκουρο που ήταν ο αγαπημένος της φιλόσοφος, και ακόνιζε τα δικά της εργαλεία για μια ακόμη ουσιαστική αντιπαράθεση ανάμεσα στον μεταφυσικό ιδεαλισμό του Πλάτωνα και στον γήινο ρεαλισμό του Επίκουρου, που έφερνε τη φιλοσοφία κοντά στον άνθρωπο αντί να τραβολογάει τον άνθρωπο για να τη φτάσει, ήρθε ένα αλλιώτικο γράμμα.
Ξεκίναγε όμορφα και καλά με μια ωραιότατη ανάλυση της επικούρειας αντίληψης για την ευδαιμονία, βάζοντας στο κέντρο της την ηδονή, αλλά πώς το πήγε από πού το έφερε, κατέληξε στην πρότασή του: Για να κατανοηθεί το εύρος της έννοιας, όφειλαν να επιδοθούν σε πρακτική εφαρμογή και ως πιο πρόσφορος τρόπος λόγω απόστασης κλπ προκρινόταν το cyber sex! Της ήρθε σκοτοδίνη, αν και μόνο το ουσιαστικό αναγνώρισε. Το cyber δεν της έλεγε τίποτα. Ήταν αθώες εποχές, ήταν κι αυτή αγαθιάρα, είπαμε. Ψάχνοντας κατάλαβε πως ήταν ένας σύγχρονος τρόπος σεξουαλικής συνεύρεσης, μόνο που στην εποχή που μεγάλωσε εκείνη κάθε συνεύρεση χωρίς το συν αλλιώς λεγόταν.
Αυτό που της έμεινε ήταν ότι ο σοβαρός φιλόσοφος της ζητούσε σεξ, έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να έχει προηγηθεί ο παραμικρός υπαινιγμός, χωρίς ποτέ να την έχει κάνει να νιώσει άβολα. Κάθε άλλο. Κέρδιζε όλο και πιο πολύ την εμπιστοσύνη της και ήταν έτοιμη να του προτείνει διακοπές στο νησί, με την οικογένειά του. Φανταζόταν τραπεζώματα, περιηγήσεις σε μουσεία και αξιοθέατα μ’ εκείνην ξεναγό, επάξια πρέσβειρα του ελληνισμού.
Αν δεν υπήρχε το υπόλοιπο γράμμα με την φιλοσοφική ανάλυση, θα πίστευε ότι κάποιος χάκερ μπήκε στα μέιλ του ή πώς τον απήγαγαν εξωγήινοι στα μισά και έφεραν στη θέση του μια σεξομανή ρέπλικα.
Και τώρα τι κάνουμε; Δύσκολο και για την ίδια να κατανοήσει τώρα τον πανικό εκείνων των ημερών. Σήμερα θα του έστελνε ένα φιλοσοφικό καταχέρισμα και θα γελούσε με την περίπτωσή του. Τότε, καινούρια στο χώρο του διαδικτύου, σαν την Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος που παραμόνευε ο κακός ο λύκος, δεν γνώριζε τα όρια του κινδύνου και πόσο μακριά μπορεί να τρέξει ο λύκος να τη βρει. Κι αυτός ήξερε τη χώρα, το νησί, το επάγγελμά της, το μικρό της όνομα, την οικογενειακή της κατάσταση.
Μπήκε στο σάιτ, έσβησε το προφίλ της, κατάργησε το email της, έφτιαξε καινούριο και μίλησε στους δικούς της. Ευτυχώς την καθησύχασαν όλοι, ως πιο έμπειροι διαδικτυακά από την ίδια, αλλά όχι χωρίς μια κάπως κοροϊδευτική διάθεση, για την αθώα Κοκκινοσκουφίτσα που πίστεψε στο παραμύθι του λύκου που παρίστανε τον φιλόσοφο.
Πέρασε πολύς καιρός πάντως για να νιώσει ασφαλής ακόμα και στο νησί της και πολύ περισσότερο στον διαδικτυακό κόσμο. Κι αυτό το «μακαρίως ζην» του αγαπημένου της Επίκουρου άργησε πολύ να ξαναγίνει δικό της.
No comments:
Post a Comment