Κολυμπώντας μια μέρα τη συνηθισμένη μου διαδρομή έβλεπα τα παιδιά να βουτάνε από το μόλο και να συναγωνίζονται ποιος θα πέσει πιο ορμητικά και θα σηκώσει πιο πολλούς αφρούς ή ποιος θα πετάξει πρώτος τον άλλο στη θάλασσα. Ένα κοριτσάκι τους παρακολουθούσε με περιέργεια, προχωρούσε έξω έξω, κοίταζε με λαχτάρα τη θάλασσα, αλλά δεν έπεφτε. Κανείς δεν το ενθάρρυνε ούτε πήγε να το σπρώξει. Τα συνομήλικα αγόρια και τα μεγαλύτερα, δεν του έδιναν καμιά σημασία. Σαν να μην ήταν εκεί. Σαν να μην ήταν αυτό παιχνίδι για κορίτσια. Αμέσως σκέφτηκα: μα πού είναι ο μπαμπάς της; Έτσι αυθόρμητα αναζήτησα το πρόσωπο που θα μπορούσε να την ενθαρρύνει να κάνει αυτό που δεν ήταν τόσο ταιριαστό με τη φύση της, να νικήσει τους φόβους της, να παίξει ένα παιχνίδι για αγόρια. Από αυτό το μικρό βηματάκι της στο κενό, από αυτή την κατάδυση στα βαθιά νερά ίσως εξαρτηθεί η μελλοντική της πορεία. Αν θα τολμήσει να δοκιμάσει δύσκολα παιχνίδια. Αν θα περπατήσει έξω από το δρόμο που της έχουν χαράξει και αν θα αναμετρηθεί με τους φόβους της, τις προκαταλήψεις, που την θέλουν προπαντός φρόνιμη και προσεκτική.
Κοριτσάκι, πάρε φόρα και βούτα, μην φοβάσαι. Ένα μικρό βηματάκι στο κενό, μια βουτιά στο δροσερό νεράκι και είσαι στην αρχή του πιο ωραίου παιχνιδιού της ζωής σου: αυτού που σε πάει από το φόβο στη δύναμη.
No comments:
Post a Comment