-Δεν ξέρω γιατί με γυρεύεις ακόμα και με ρωτάς. Νόμιζα πως μεγάλωσες κι όταν μεγαλώνουνε οι ανθρώποι κοιτάζουνε τη δουλειά τους και δε ρωτάνε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Αντί να με ρωτάς για τούτο και για κείνο και να μη μ’ αφήνεις να σαλαγιάσω, βγες στον κήπο, βάλε δυο ρίζες ντομάτα, ξεβοτάνισε τα φυντάνια, να ‘χεις καμιά σαλάτα, άσπρισε το κοτέτσι να μη ψοφούν οι κότες και μάζεψε χαμομήλι και καμιά ξ'νάδα για φουρτάλια.
-Γιαγιά, τα πράματα σκούρυναν πολύ. Μου έλεγες πως βρήκαμε χρυσά χρόνια και πως όλο θέλουμε καινούρια πράματα και πετάμε τα παλιά, το φαΐ, το ρούχο, τα έπιπλα, ακόμα και τους ανθρώπους, έλεγες, τους αλλάζουμε εύκολα, μόλις "παλιώσουν". Τώρα τέλειωσαν μάλλον αυτά τα χρόνια και πηγαίνουμε πίσω ολοταχώς στα δικά σου, τα στερημένα, γι' αυτό σε μελετάω όλο και πιο πολύ τον τελευταίο καιρό.
- Ε, αφού με θυμάσαι τόσο πολύ, θα πει πως κάτι καλό σου έμαθα κι εγώ, όταν ήμουνα μαζί σ'. Άνοιξε το παλιό σεντούκι και θα τα βρεις. Τίποτα δεν πήρα μαζί μ', γιόκα μ', όλα εκεί έχουν μείνει. Η προκοσύνη και η αβαρεσιά είναι απάνω απάνω. Θυμάσαι παραμονή του θανάτου μου που έβαλα μαϊντανό φυντάνι; Τι έγινε κέντρισε ή τον αφήσατε απότιστο; Θυμάσαι που όσο με βάσταγαν τα ποδάρια μου πηγαίναμε μαζί στο βουνό για χόρτα ή για μανίτες; Και μετά στο γυρισμό έπαιρνα και κανένα αθμάρι ή φρύγανο για προσάναμμα; Είπα ποτέ πως βαριέμαι; Έχετε τη γη σας. Αν είσαστε προκομμένοι και αβάρετοι όχι μόνο δεν θα πεινάσετε, μα τα καλά που θα σας δώσει, θα είναι πιο ακριβά κι απ' το μάλαμα στα χρόνια που έρχονται. Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψ', τόσα γράμματα μάθατε, κάπως καλύτερα μπορείτε να κονομηθείτε από μας, που δεν ξέραμε τίποτα.
-Δεν ξέρω πια αν μπορούμε, γιαγιούλα. Αχρηστευθήκαμε, ξεμάθαμε από δουλειά. Μας έφαγε το καθισιό, όλο διαβάζαμε. Τώρα βγαίνω λίγο στον κήπο και πιάνομαι.
-Όχι όπως ξέρατε, αλλά όπως βρήκατε, λέμε εμείς οι παλιοί. Κι ο καθένας με τη δύναμή του και τα χούγια του. Εσείς οι γυναίκες ξεχάσατε το νοικοκυριό. Θαρρείτε πως νοικοκυριό είναι να βάζεις πλυντήρια και να ψήνεις κατεψυγμένα φαγιά στο φούρνο. Μωρ'σείς, πετ΄νομαρούσες, νοικοκυριό είναι πρώτα πρώτα το καλό κουμάντο, η οικονομία. Όχι όλο φάπα φούπα τα λεφτά και όλο πέταμα και άλλαμα τα πάντα. Οι ντουλάπες σας είναι γεμάτες με σχεδόν αφόρετα ρούχα και παπούτσια, τα ψυγεία σας με φαγιά που τα τρώνε οι σκύλοι και οι γάτες και δίνετε λεφτά ακόμα και για να σας σκουπίσουν το σπίτι σας και να φάτε ένα μαγειρεμένο φαΐ. Μετά, νοικοκυριό είναι να μην αφήνετε τίποτα να πάει χαμένο, από τα αποφάγια και τα φλούδια που τα δίνετε στις κότες και στα ζώα, μέχρι το φαΐ που περίσσεψε και το γυρίζετε με μια σάλτσα και γίνεται πιο νόστιμο κι από το φρέσκο. Να μην αφήνετε τους καρπούς σας να σαπίζουνε. Τόσα σύκα και αμύγδαλα κι αγοράζετε ραντισμένους "ξηρούς καρπούς", τόσες ελιές και μερικοί ακόμα τις αφήνουν αμάζευτες. Άσε που δεν βάζουνε δυο μαρούλια και δυο κότες και τα αγοράζουνε όλα από το "σούπερ". Ε, πού να φτάσουνε κι αυτά τα λεφτά;
-Μα η ζωή μας είναι πια αλλιώς. Δεν ζούμε στην εποχή σου. Έχουμε ανάγκες άλλες. Θέλουμε πράματα που ούτε τα είχες δει όσο ζούσες, μηχανήματα, φάρμακα, θέλουμε να περιποιόμαστε εμείς οι γυναίκες, να ταξιδεύουμε, να σπουδάζουμε τα παιδιά μας.
-Και σ' αυτά το παρακάνατε. Εσένα, Τασούλα, πόσα φροντιστήρια σου πληρώσανε για να μάθεις γράμματα; Μόνη σου δεν στρωνόσουνα και διάβαζες με τη λάμπα; Τώρα γιατί κάθε παιδί θέλει μια περιουσία σε φροντιστήρια; Τίποτε δεν κάνετε οι δασκάλοι; Τουλάιστο τώρα θα δίνουν πιο πολύ σημασία στο σχολείο, αφού δεν θα έχουνε φροντιστήρια.
Κι όσο για τα μηχανήματα, εγγόνα μ', πολύ έχετε πέσει απάνω τους και ξεχάσατε τ'ς ανθρώποι σας. Για κλείστε και κανένα κουμπί, μπας και βρεθείτε μεταξύ σας πάλι. Βρε σεις, ξέρετε τι βάσανα περάσαμε εμείς; Φτώχειες, ορφάνιες, αρρώστιες, πολέμοι, τι κάναμε; Ακουμπούσαμε στο διπλανό μας, κόρη μ', δεν κλεινόμαστε σ' ένα δωμάτιο μπροστά σε ένα κουτί να μας έρθ' λωλάδα.
-Γιαγιά, δεν είναι μόνο αυτό. Στη χώρα μας έγιναν σημεία και τέρατα και βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Κάποιοι κλέψανε τα λεφτά όλων μας και τη βγάζουν καθαρή. Είμαστε όλοι πολύ θυμωμένοι με τους πολιτικούς με τους κλέφτες και νιώθουμε αδικημένοι και τρομαγμένοι. Ανησυχούμε πολύ για μας και για τα παιδιά μας.
-Α καλώς τηνε κι ας άργησε! Βρε συ, όταν το '81 χτύπαγες τις καμπάνες που βγήκε το ΠΑΣΟΚ τι σου'λεγα; Δε σου 'λεγα πως κανείς δεν θα σας δώσει να φάτε, αν δεν κουνήσετε τα χέρια σας; Τι νομίζετε ότι όσα σας έδιναν χωρίς να τα κερδίζετε με τον ίδρο σας κάποια μέρα δεν θα τα πληρώνατε; "Φάε,γάτη μ', το λαρδί κι απ' την πλάτη σου θα βγει" λέει μια παροιμία. Αφήσατε τα χωράφια, τα βαπόρια, τις τέχνες και ψάξατε για τα ακοπίαστα. Όσο ζούσα λέγατε πως δεν είχε δουλειές και ήρθανε αυτοί οι φουκαράδες από τα ξένα και ξαφνικά βρεθήκανε άφθονες δουλειές: Μαζευτήκανε ελιές και σταφύλια, χτιστήκανε β'λιάστρες στις αμασιές και ωραία πετρόχτιστα σπίτια.
Όσο για τους κλέφτες, αν είναι όπως τα λες, μη ρίξετε τον ψήφο τουλάιστο στα ίδια κόμματα που τους κρύβουνε, γιατί μέχρι τώρα αυτό κάνετε. Φωνάζετε και μετά ξανά στα ίδια. Μου έλεγες παλιά πώς μπορούσα να ψηφίζω Καραμαλή ενώ ήμουνα φτωχιά. Εγώ δεν περίμενα τον Καραμαλή να με ζήσει, αλλά δεν θα τον άφηνα και να με κλέβ'. Θα του έκανα το κεφάλι να πιν' οι κότες νερό, που λέει ο λόγος. Μην ξεχνάς ότι πήρα του "μουρλού",του Σταύρου το μαχαίρ', όταν μέθυσε και κυνηγούσε να σκοτώσει όποιον εύρισκε. Αλλά εγώ ήμ'νε Μανέταινα, όρμηξα και τ' τ' άρπαξα και τό ριξα στ' Απούτ'.
Εσείς τώρα τι σόι ούρια είσαστε που ξαναψηφίζετε αυτούς που λέτε ότι σας κλέψανε; Μήπως δεν ξεχωρίζ'τε τον κλέφτ' απ' το νοικοκύρ' εκεί στον απάνω κόσμο;
-Εντάξει. Πες εμείς χαλάσαμε. Σκαρτέψαμε. Τα παιδιά μας τι φταίνε να την πληρώσουνε;
-Μπορεί να μην έχετε να εξασφαλίσετε τα παιδιά σας, όπως θα θέλατε, αλλά τουλάιστο αυτά δεν θα προλάβ'νε να χαλάσουνε. Θα μάθουνε δουλειές, θα δούνε τι αξίζει η γη, οι τέχνες, τα γράμματα που σε κάνουνε έξυπνο και φαούδι στη δουλειά κι όχι κοιμούμενο και τεμπέλη. Θα δεις τι μαϊτζέβελα πράματα θα κάνουν όταν πάψουν να τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Θα δείτε πως αυτά θα πιάσουνε το νήμα από κει που το αφήσαμε εμείς οι προπαππούδες και οι παππούδες και θα κερδίσουνε τη ζωή καλύτερα από σας. Θα πάνε τόσο μπροστά που ούτε την αποδιαλαή τους δεν θα βλέπετε σε λίγα χρόνια. Φτάν' να μη τα νταντεύετε σαν να είναι μωρά και τα κακομαθαίνετε.
Ίσα τώρα, βγόδωνε, μεσημεριάστηκες στο μηχάνημα, έχ'ς και δουλειές.
Α, και μη ξεχάσεις να βάλεις πολλά φυντάνια βασιλ'κό φέτος. Θα μοσκοβολάνε όταν πίνουμε καφέ τα χαράματα στην αυλή, προκομμένο μ'.
8 comments:
Καμια φορα λέω στον ύπνο μου να πηγαίνω να πίνω καφεδακι με τη γιαγια σου. Και φετος θα βάλω πολλά βασιλικά γύρω γυρω στο μπαλκόνι να τα βλεπω και να θυμαμαι ότι "αν είσαστε προκομμένοι και αβάρετοι..."
Την καλησπέρα μου απο Θεσσαλονίκη
Χριστέ μου. Τί έγραψες πάλι;; Το λινκάρω αμέσως, κι ας είναι σε ξένη γλώσσα :))))......
:)))
Έι φιλενάδα!
Να κουβεντιάζεις πιο συχνά, δυνατά με τη γιαγιά ν' ακούμε κι εμείς που δεν γνωρίσαμε
και να της πεις να μας έχει στην έννοια της....
Σοφά λόγια μιας σοφής ...γιαγιάς. Για να μαθαίνουν οι νεότεροι, ως φαίνεται.
Καλημέρα, καλημέρα! Εύχομαι καλή προκοπή στους βασιλικούς σου και σε σένα!
ΘΑΝΑΣΗ; Τι ξένη γλώσσα, παιδί μου; Γράψε μου τις απορίες σου να στις μεταφράσω. Ας πούμε το βγοδώνω= ευοδώνω= φέρνω σε πέρας μια δουλειά, ένα έργο. Ξινάδες είναι τα φύλλα της παπαρούνας. Μαϊτζέβελος, ο καλοφτιαγμένος, ο εύχρηστος.
Καλημέρα! Και καλή πρόοδο στα αντριώτικα.
Καλημέρα, μεριλού! Αν τη ρωτάω και συνέχεια, μπορεί να μου πει: "Ωχ, άσε με αναπαμέν' μη με σκοτίζεις με τα ίδια και τα ίδια, βάζω βασιλ'κό στο κ'παράκ' του Παράδεισου"...
Θερσίτη μου, καλημέρα! Ήταν σοφή, όπως όλοι οι "φυσικοί" άνθρωποι. Εμείς χάσαμε την πανάρχαιη σοφία της φύσης και την αναζητάμε έστω και μιλώντας με πεθαμένους, τώρα που οι άλλες σοφίες δεν φτουράνε πια.
Post a Comment