Saturday, December 23, 2023

Cyber Sex

 

Όταν πρωτομπήκε στο ίντερνετ, εκεί στα μισά της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, σκέφτηκε ότι είχε μια ωραία ευκαιρία να βελτιώσει τα φτωχά αγγλικά της, που τα έμαθε σχεδόν μόνη, αφού όταν ήταν μαθήτρια δεν υπήρχαν φροντιστήρια στον τόπο της και το σχολείο έδινε μόνο τα στοιχειώδη. Έμπαινε λοιπόν σε ξενόγλωσσους διαδικτυακούς τόπους, διάβαζε ό,τι την ενδιέφερε, αλλά η γλώσσα δεν θέλει μόνο διάβασμα. Στην αρχή σχολίαζε στα forum, απαντούσε σε σχόλια, προσπαθούσε να εμπλακεί σε συζητήσεις, που όμως κατέληγαν σε παράλληλους μονόλογους. Τότε είδε μια διαφήμιση για ένα σάιτ αλληλογραφίας. Είχε διεθνή εμβέλεια, πολλές γλώσσες, μεγάλη γκάμα θεμάτων. Διάλεγες τη γλώσσα, τα θέματα, έδινες μερικά βασικά στοιχεία σου και ήσουν μέλος. Δήλωσε αγγλικά, λογοτεχνία, φιλοσοφία, ιστορία και είχε τέτοια ανταπόκριση, που δεν προλάβαινε να απαντάει σε γράμματα. Πολύ γρήγορα περιορίστηκε σε δυο τρεις αλληλογράφους που έδειχναν να συνδυάζουν τρία βασικά πλεονεκτήματα: απλότητα, συντομία και ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο ένας από αυτούς ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας, ζούσε στις ΗΠΑ και από την αρχή δήλωσε λάτρης του Πλάτωνα και φάνηκε να τον γνωρίζει περισσότερο από την ίδια που τον δίδασκε στο Λύκειο. Χρειάστηκε να ανοίξει πανεπιστημιακά συγγράμματα, αξεσκόνιστα για δεκαετίες, πλατωνικούς διαλόγους και λεξικά αγγλικών για προχωρημένους, για να ανταποκριθεί στο επίπεδό του. Ούτε φοιτήτρια δεν είχε ρίξει τόσο διάβασμα και μάλλον αυτό πλήρωνε τώρα. Ντρεπόταν να μην κακοχαρακτηριστεί ως ελληνίδα φιλόλογος και έβαζε τα δυνατά της να τον εντυπωσιάσει. Κάθε φορά όμως με κάθε γράμμα του, ο πήχης ανέβαινε κι άλλο, έμπαιναν και σύγχρονοι φιλόσοφοι στη συζήτηση, για μερικούς μάλιστα είχε μεσάνυχτα. Τουλάχιστον γι’ αυτούς μπορούσε να μην φοβάται να δείξει μια σχετική άγνοια, δεν ήταν και φιλόσοφος η ίδια. Η αλληλογραφία αυτή κράτησε το υψηλό της επίπεδο για αρκετούς μήνες και ελάχιστες φορές μέσα σ’ αυτούς μίλησαν για προσωπικά θέματα. Της είχε πει ότι είχε οικογένεια, ήξερε ότι ήταν παντρεμένη, επίσης, και είχε παιδί. Γνώριζαν τον τόπο κατοικίας ο ένας του άλλου, μόνο που εκείνος έμενε στη Βοστόνη κι εκείνη σ’ ένα μικρό ελληνικό νησί. Ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό η ανισότητα αυτή. Ήταν κι η εποχή αθώα, ήταν και η ίδια λίγο αγαθιάρα, σημασία έχει πως κέρδισε απολύτως την εμπιστοσύνη της και του έδινε πληροφορίες για διακοπές στην Ελλάδα και γιατί όχι στο νησί της. 

Μια μέρα, που περίμενε να της έρθει μια ανάλυση για τον Επίκουρο που ήταν ο αγαπημένος της φιλόσοφος, και ακόνιζε τα δικά της εργαλεία για μια ακόμη ουσιαστική αντιπαράθεση ανάμεσα στον μεταφυσικό ιδεαλισμό του Πλάτωνα και στον γήινο ρεαλισμό του Επίκουρου, που έφερνε τη φιλοσοφία κοντά στον άνθρωπο αντί να τραβολογάει τον άνθρωπο για να τη φτάσει, ήρθε ένα αλλιώτικο γράμμα.

Ξεκίναγε όμορφα και καλά με μια ωραιότατη ανάλυση της επικούρειας αντίληψης για την ευδαιμονία, βάζοντας στο κέντρο της την ηδονή, αλλά πώς το πήγε από πού το έφερε, κατέληξε στην πρότασή του: Για να κατανοηθεί το εύρος της έννοιας, όφειλαν να επιδοθούν σε πρακτική εφαρμογή και ως πιο πρόσφορος τρόπος λόγω απόστασης κλπ προκρινόταν το  cyber sex! Της ήρθε σκοτοδίνη, αν και μόνο το ουσιαστικό αναγνώρισε. Το cyber δεν της έλεγε τίποτα. Ήταν αθώες εποχές, ήταν κι αυτή αγαθιάρα, είπαμε. Ψάχνοντας κατάλαβε πως ήταν ένας σύγχρονος τρόπος σεξουαλικής συνεύρεσης, μόνο που στην εποχή που μεγάλωσε εκείνη κάθε συνεύρεση χωρίς το συν αλλιώς λεγόταν. 

Αυτό που της έμεινε ήταν ότι ο σοβαρός φιλόσοφος της ζητούσε σεξ, έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να έχει προηγηθεί ο παραμικρός υπαινιγμός, χωρίς ποτέ να την έχει κάνει να νιώσει άβολα. Κάθε άλλο. Κέρδιζε όλο και πιο πολύ την εμπιστοσύνη της και ήταν έτοιμη να του προτείνει διακοπές στο νησί, με την οικογένειά του. Φανταζόταν τραπεζώματα, περιηγήσεις σε μουσεία και αξιοθέατα μ’ εκείνην ξεναγό, επάξια πρέσβειρα του ελληνισμού. 

Αν δεν υπήρχε το υπόλοιπο γράμμα με την φιλοσοφική ανάλυση, θα πίστευε ότι κάποιος χάκερ μπήκε στα μέιλ του ή πώς τον απήγαγαν εξωγήινοι στα μισά και έφεραν στη θέση του μια σεξομανή ρέπλικα.

Και τώρα τι κάνουμε; Δύσκολο και για την ίδια να κατανοήσει τώρα τον πανικό εκείνων των ημερών. Σήμερα θα του έστελνε ένα φιλοσοφικό καταχέρισμα και θα γελούσε με την περίπτωσή του. Τότε, καινούρια στο χώρο του διαδικτύου, σαν την Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος που παραμόνευε ο κακός ο λύκος, δεν γνώριζε τα όρια του κινδύνου και πόσο μακριά μπορεί να τρέξει ο λύκος να τη βρει. Κι αυτός ήξερε τη χώρα, το νησί, το επάγγελμά της, το μικρό της όνομα, την οικογενειακή της κατάσταση.

Μπήκε στο σάιτ, έσβησε το προφίλ της, κατάργησε το email της, έφτιαξε καινούριο και μίλησε στους δικούς της. Ευτυχώς την καθησύχασαν όλοι, ως πιο έμπειροι διαδικτυακά από την ίδια, αλλά όχι χωρίς μια κάπως κοροϊδευτική διάθεση, για την αθώα Κοκκινοσκουφίτσα που πίστεψε στο παραμύθι του λύκου που παρίστανε τον φιλόσοφο.

Πέρασε πολύς καιρός πάντως για να νιώσει ασφαλής ακόμα και στο νησί της και πολύ περισσότερο στον διαδικτυακό κόσμο.  Κι αυτό το «μακαρίως ζην» του αγαπημένου της Επίκουρου άργησε πολύ να ξαναγίνει δικό της.


Tuesday, November 28, 2023

Μάνα- παιδί



Ξεκίνησε για το σχολείο κρατώντας την πάνινη παλιότσαντα που είχε για σάκα και , όταν κόντευε να φτάσει, κάπως της ήρθε βαρύ να κλειστεί εκεί μέσα. Είχε μια καλή δασκάλα, που δεν έδερνε πολύ, μόνο ξεψείριαζε τα κεφάλια. Την έτρωγε το κεφάλι της τελευταία κι αν της εύρισκε ψείρες η δασκάλα, η μάνα της θα την κούρευε γουλί και θα της έβαζε πετρέλαιο. Προτιμούσε τη φαγούρα. Ήτανε Μάης, χαρά θεού, κάθισε έξω από ένα κελί μισογκρεμισμένο, άνοιξε την πετσέτα με το κολατσιό της. Λίγο παξιμάδι, λίγες ελιές και δυο ξερά σύκα. Έφαγε με όρεξη και ξάπλωσε στα χόρτα. Μάλλον την πήρε λίγο ο ύπνος, αλλά ξύπνησε από  δυνατές αγορίστικες φωνές. «Ε, τι κάν’ς εδώ, ρε Αραπαντών’;» Την κορόιδευαν μ’ αυτό το παρατσούκλι γιατί ήταν μελαχρινή με σκούρο δέρμα, ενώ οι αδερφές της ήταν ξανθές γαλανομάτες, όπως η μάνα. Εκείνη ήταν το μόνο παιδί που έμοιαξε στον πατέρα. «Το ξέρ΄η μάνα σ΄πως δεν ήρθες στο σχολειό σήμερα; Ε, ρε ξύλο που θα φας! Θα μαυρίσεις κι άλλο!» «Να μη σε νοιάζ’, ρε ζαβό!» Φώναξε και έσπρωξε το μικρότερο αγόρι με δύναμη. Ήταν σβέλτη και δυνατή και γρήγορα βρέθηκε στη μισογκρεμισμένη σκεπή του κελιού. Τα αγόρια συνέχισαν να την κοροϊδεύουν, να βγάζουν τις γλώσσες και να «της κάνουν σαόνια». Τότε κι αυτή σήκωσε το φουστάνι της, μέριασε το βρακί και άρχισε να τους κατουράει. «Να κι εγώ τώρα ρε! Κατουρ΄μένους σας έχω! Και αν με ξανακοροϊδέψ΄τε, τ΄ν άλλη φορά θα σας χέσω!» Μετά έτρεξε πιο πολύ κι απ΄τους λαγούς που κυνηγούσε ο πατέρας της κι αυτά ούτε που τόλμησαν να την ακολουθήσουν.

Αυτή τη μέρα θυμότανε, δυο μήνες αργότερα που ανέβαινε στο Φανό μονάχη, με την ίδια παλιότσαντα του σχολειού γεμάτη με τα λίγα ρούχα της. Ο πατέρας της είχε κανονίσει με τους Ψάλτηδες να την πάρουν στην Αθήνα για υπηρέτρια και σε λίγο θα περνούσαν με το αυτοκίνητο για να πάνε μαζί στο βαπόρι. Ήταν έντεκα χρονώ, δεν πρόλαβε να τελειώσει το δημοτικό, μα δεν την ένοιαζε. Πολλά κορίτσια από το χωριό είχαν φύγει υπηρέτριες και κανείς δεν τις λυπόταν. Χόρταιναν φαΐ , δούλευαν μόνο στο σπίτι κι όχι στα χωράφια και στα ζώα, όπως όσες μένανε στο νησί. Και γύριζαν με το μπαούλο γεμάτο με ωραία ρούχα και παπούτσια, όταν ερχόταν η ώρα της παντρειάς. Μαθαίνανε νοικοκυριό, μαγείρεμα, βάζανε ωραία το τραπέζι, σερβίρανε επιδέξια, μέχρι δέντρο στολίζανε με τσιγαρόχαρτα και κουρελάκια.

Είχε ακούσει όμως πως μερικές τις πειράζανε τ΄αφεντικά, μια μάλιστα είχε σπιτωθεί με κάποιον και τον ανάγκασαν τα αδέρφια της να έρθει στο νησί να τη ζητήσει. Αυτός ήρθε, είδε τη φτώχεια, τα πολλά παιδιά, το σπίτι που είχε τον απόπατο πάνω από τη χοιρόκιλα, έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ.

Αυτή δεν θ’ άφηνε κανέναν να την πειράξει, «θα του’ κανε το κεφάλ΄ να πίν’ οι κότες νερό», αν τολμούσε. Άλλωστε τα αφεντικά της ήταν τίμιοι άνθρωποι, εκείνος είχε ναυτιλιακό γραφείο και η κυρά της ήταν ταμίας στην τράπεζα και ήξεραν τους γονείς της, γι’ αυτό και την έδωσαν.

Χρόνια μετά όμως απορούσε, όταν έγινε κι εκείνη μάνα, πώς μπόρεσαν να αφήσουν έντεκα χρονώ παιδί να φύγει από το σπίτι του. Όταν γύρισε στο νησί και έφτιαξε το γάμο της, η μάνα της κατά το έθιμο, δεν την άφηνε καθόλου μόνη με τον γαμπρό. Μια μέρα που τον συνόδευσε ως την εξώπορτα, πήγε να τη φιλήσει κι εμφανίστηκε φάντης μπαστούνι η μάνα της. Μόλις έμειναν μόνες της φώναξε: «Τι με παραφυλάς; Τώρα σ΄ έπιασε ο πόνος; Τόσα χρόνια που ήμουνα στα ξένα χέρια ποιος με φύλαγε; Τι θες τώρα; Να σου κάνω το εξώγαμο να χαρείς;» Δεν τόλμησε να την παραφυλάξει ξανά. Μα πάντα αναρωτιότανε πώς την εμπιστεύτηκαν σε ξένους ανθρώπους. Κι αυτή η σκέψη την έκανε να νιώθει ακόμα πιο ευγνώμων για τα αφεντικά της, που της φέρθηκαν καλά, την πρόσεχαν, της είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη με τα λεφτά και με όλα. Ποτέ δεν την σήκωναν από το τραπέζι, όταν έτρωγε, ακόμα κι αν ήθελαν κάτι, και με τη βοήθεια της γριάς της μάνας του αφεντικού, κατάφερε να μπαρκάρει τα αδέρφια της και τον ξάδερφό της. Έπαιρνε η γιαγιά συνέχεια τηλέφωνο το γιο της στο ναυτιλιακό γραφείο και τον έτρωγε: «Να τον μπαρκάρεις, παιδί μου, έρχεται και την χασομεράει». Ο ξάδερφος της της είχε δείξει το χωνάκι: «Σήμερα είχα να πάρω στραγάλια, αύριο πώς θα τη βγάλω;» Εκείνη τότε έκοβε ένα κομματάκι από κάθε κεφτέ που είχε πλάσει να φτουρήσουν να του δώσει κάτι να φάει στα κρυφά.

Την πρώτη μέρα που έφτασε στο σπίτι στους Αμπελοκήπους, κουρέλι από το ταξίδι, πρώτη φορά με βαπόρι, κι έπεσε πάνω σε ένα κρεβάτι κατάχλωμη, μια γειτόνισσα είπε στην κυρά της: «Τι το φέρατε αυτό; Μια σταλιά, αδύνατο και χλωμό; Τι δουλειές μπορεί να κάνει; Θα βρείτε το μπελά σας!»

Μα, με το καλό φαΐ, την καθαριότητα και την καλοσύνη των αφεντικών της, πήρε επάνω της , δυνάμωσε και κατάφερνε να φέρνει βόλτα όλο το νοικοκυριό και να φροντίζει τη γριά και το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας, τη Μάρια. Μαζί μεγαλώσανε με τη Μάρια, παίζανε, κάνανε σκανταλιές. Θυμάται τη μέρα που κλείσανε τη γάτα μέσα και, όπως την κυνηγούσανε, έσπασε ένα σωρό πιατικά. «Εσύ με μεγάλωσες. Εσύ ήσουν η μάνα μου». Θα της έλεγε η Μάρια μετά από πολλά χρόνια στο νησί. Δεν κατάφερε να την ξαναβρεί από τότε, έχασε τα ίχνη της. Μα, δεν την ξέχασε. Η κόρη της ένιωθε πάντα πως κάπου είχε μια χαμένη αδερφή που όμως δεν ήθελε να τη γνωρίσει. Σαν να της είχε κλέψει κάτι από τη μάνα της, κάτι που ποτέ δεν θα είχε η ίδια.

 Αυτή τη μάνα-παιδί που μπορούσε να γελάει με μια γάτα που σπάει τα πιάτα.

 

Sunday, March 27, 2022

Η Μαριάννα μας


 Η Μαριάννα μας ήρθε στην τάξη μια χρονιά προς το τέλος της χούντας, 73-74. Μέχρι τότε, οι καθηγητές ήταν αυστηροί, απρόσιτοι και μας προκαλούσαν φόβο, όσο καλά κι αν έκαναν τη δουλειά τους μερικοί από αυτούς. Εκείνη ήταν αλλιώς. Γελαστή, όμορφη, με χιούμορ, ένα κορίτσι, πολύ κοντά στην ηλικία μας, από ένα χωριό της περιοχής Κορθίου, πρώτη φορά στα εκπαιδευτικά χρονικά. Δεν την άφηναν να κάνει τα "δύσκολα" μαθήματα σε μας τους μεγάλους, μόνο ιστορία μας έκανε. Ίσως από τότε αγάπησα την ιστορία πιο πολύ από όλα τα φιλολογικά μαθήματα. Ζηλεύαμε τους πιο μικρούς που τους έκανε ομηρικά έπη. Ακόμα και οι πιο ..."πέρα βρέχει" λένε πόσο συναρπαστική φιλόλογος ήταν. Αυτό όμως που μας κέρδισε όλους για πάντα ήταν ο χαρακτήρας της. Ο τρόπος της να δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον στον καθένα από μας, η ευγένειά της, η απλότητα και η έλλειψη έπαρσης σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που ο δάσκαλος και ο καθηγητής είχαν απήχηση και εξουσία.
Δεν είναι τυχαίο που μου έμεινε πιο πολύ στη μνήμη αγκαλιά με το Γιώργο της, ερωτευμένη, ευτυχισμένη. Σπάνια εικόνα για ένα παιδί που μεγάλωσε σε ένα σχολείο φοβικό και κλειστό στη χαρά της ζωής.

Δυστυχώς, δεν βρεθήκαμε ποτέ στο ίδιο σχολείο ως συνάδελφοι, έφυγε από την Άνδρο λίγο πριν έρθω, αλλά νιώθαμε  την ίδια χαρά όταν συναντιόμασταν, το ίδιο δέσιμο. Ήταν πάντα ενθαρρυντική και υποστηρικτική, με τον καλό της λόγο και το καμάρι για τα "δικά της παιδιά".

Όταν αρρώστησε, βγήκε και η άλλη της πλευρά, το γλυκό αυτό και ευαίσθητο πλάσμα στάθηκε με γενναιότητα απέναντι στην αρρώστια, μίλαγε γι' αυτήν σαν να μας καθησύχαζε, σαν να μας έδειχνε κι εδώ ένα μάθημα ζωής το πιο μεγάλο ίσως.

Η πρόωρη απώλειά της έπεσε σαν βαριά σκιά στον τόπο μας, στον τόπο της, το αγαπημένο της Κορθάκι. 

Η Μαριάννα μας όμως θα μείνει για πάντα δική μας, στη μνήμη μας, όπως όλοι εκείνοι που έπραξαν το καλό για τόσους πολλούς.

Thursday, March 24, 2022

Η Αλίκη από τα Γιάννενα

 Αρχές της δεκαετίας του '80 φοιτήτρια στου Ζωγράφου, είχα μια γειτόνισσα. Την έλεγαν Αλίκη, ζούσε με τον άντρα της και το κοριτσάκι της, την Ανθή, στο διπλανό διαμέρισμα, στην αυλή μιας διώροφης μονοκατοικίας. Είναι από τα πρόσωπα που δεν σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου, όσο λίγο κι αν τα έζησες. Η Αλίκη έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου, με τα γυαλάκια της, τα πλούσια κατσαρά μαλλιά της, το χιούμορ και την καλοσύνη της. Μέσα έξω η μία στο σπίτι της άλλης, καφεδάκια, συζητήσεις, ανοιχτές πόρτες, ανοιχτές καρδιές. Ο άντρας της ο Αντώνης, μπασίστας, ο πιο ενδιαφέρων συνομιλητής που είχα γνωρίσει μέχρι τότε, σε μια εποχή με πολλά κουτάκια στη σκέψη, με βοήθησε να ξεκλειδώσω πολλά από αυτά, γι'αυτό με τον αδελφό μου, τον λέγαμε (και τον λέμε ακόμα) φιλόσοφο. Το σπίτι τους, ο τρόπος ζωής τους, με μουσική, ωραίες παρέες, ξενύχτια, ήταν για μένα, το χωριατάκι, που μόλις είχε έρθει από το νησί του, μια όαση ελευθερίας και ομορφιάς. Μια νύχτα, στη γιορτή του Αντώνη, η Αλίκη, που είχε πολύ ωραία φωνή, μας τραγούδησε ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, τη Μαργιόλα.  Το μόνο που ήξερα για τα δημοτικά τραγούδια τότε, μεγαλωμένη με βιολιά νησιώτικα, ήταν ότι τα κλαρίνα ήταν "βλάχικα" και μας τα τάιζε η Χούντα με το ζόρι πρωί βράδυ. Αυτό όμως με συγκλόνισε. Με έκανε να ψάξω να βρω κι άλλα, να μυηθώ στην ηπειρώτικη μουσική και λίγα χρόνια αργότερα να πέσω πάνω στον γνωστό Ηπειρώτη με τα γνωστά αποτελέσματα.

Η Αλίκη έφυγε τότε από του Ζωγράφου, χαθήκαμε, ξανανταμώσαμε μια φορά μετά από χρόνια και χαθήκαμε για πάντα μετά.

Για πάντα, γιατί έμαθα από την κόρη της πως δεν είναι πια εδώ. Αυτό το κείμενο είναι το δικό μου αντίο σε έναν ωραίο άνθρωπο που πέρασε από τη ζωή μου και την ομόρφυνε.

Καλό της ταξίδι.

Wednesday, April 21, 2021

Η χαρά που δεν κράτησε μια μέρα

21η Απριλίου του 1967


Πηγαίναμε σχολείο στο Γιαλό με τα πόδια από την Αλαμανιά, το χωριό μας. Πέντε έξι παιδιά με τις σάκκες στην πλάτη και τα καλαθάκια με το φαΐ μας στο χέρι. Μια ώρα δρόμος και περισσότερο. Κοντεύαμε να φτάσουμε, ήμασταν λίγο πριν του Σκαρφαλέκου το σπίτι, όταν συναντήσαμε έναν άντρα καβάλα σε μουλάρι που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν γνωστός μας, αλλά δεν θυμάμαι ποιος ήταν. "Πού πάτε; Γυρίστε πίσω. Δεν έχετε σχολείο σήμερα!" Ήταν το πιο καλό νέο που μπορούσε να ακουστεί. Δεν είχαμε σχολείο! Πολύ σπάνια τότε συνέβαινε αυτό. Κάναμε μάθημα και τα Σάββατα και ούτε την Κυριακή δεν γλιτώναμε, ούτε εμείς οι μακρινοί, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Μια μέρα δική μας, έστω κι αν έπρεπε να γυρίσουμε αμέσως πίσω άλλη μια ώρα δρόμο. Ποιος τα υπολόγιζε αυτά μπροστά στη λύτρωση από το ανυπόφορο σχολείο, έστω για μια μέρα.
Πού να ξέραμε τι μαύρη μέρα ήταν αυτή για την πατρίδα μας, πόσοι άνθρωποι θα πλήρωναν ακριβά τη μικρή δική μας χαρά.
Η συνάντησή μας με την ιστορία ήταν ένα από τα πρώτα μεγάλα ψέματα που θα καθόριζαν τη ζωή μας.
Η επανάσταση, που κανείς εκτός από τους χουντικούς δεν την έλεγε έτσι, δεν ξεγέλασε όμως τον πεθερό μου που ξύπνησε τα παιδιά του σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι με το: "ξυπνήστε, έχουμε πόλεμο"!
Η γενιά του ήξερε τι είδους επαναστάσεις είναι αυτές που γίνονται χαράματα από το στρατό.
Θα μάθαινα κι εγώ, μόλις γύριζα σπίτι καταχαρούμενη και άκουγα τον δικό μου πατέρα θυμωμένο να μου λέει: "Χούντα έχουμε μη χαίρεσαι!"

Sunday, November 10, 2019

Το ΟΧΙ του μπάρμπα-Μήτσου

Σήμερα, μια συζήτηση σε αντικριστά τραπεζάκια με  συγχωριανό συνταξιούχο καπετάνιο, έφερε στο φως μια άγνωστη ιστορία με πρωταγωνιστή τον πατέρα μου, Δημήτρη Σκόρδο.
Είναι μια από τις πολλές που ποτέ δεν μας έλεγε ο ίδιος. Μόνο από άλλους τις ακούγαμε ή μας τις έλεγε άκρες μέσες, αφού τον σταυρώναμε στις ερωτήσεις.
Στην περίοδο της Χούντας, σε ένα από τα διαβόητα δημοψηφίσματα, ο πατέρας μου ταξίδευε. Ψήφιζαν τότε και οι ναυτικοί και όταν άνοιξε η κάλπη του βαποριού, βρέθηκε μόνο ένα ΟΧΙ. Αυτό ήταν φυσικά απαράδεκτο για την αρραγή "εθνική ομοψυχία" του γύψου και ο καπετάνιος (Μαστραντώνης από το Μπατσί) έπρεπε να βρει τον "ένοχο". Τότε, ο πρόθυμος ρουφιάνος του βαποριού πήγε και του κάρφωσε τον πατέρα μου που ως αριστερός ήταν ο συνήθης ύποπτος. Τον χαρακτήρισε μάλιστα και ως επικίνδυνο στοιχείο. Ο καπετάνιος, ένας καλός και έντιμος άνθρωπος, συμπαθούσε πολύ τον μπάρμπα Μήτσο και δεν ήθελε να του κάνει κακό, αν και ήταν ο ίδιος συντηρητικών απόψεων. Τον κάλεσε στην καμπίνα του και τον παρακάλεσε να αλλάξει την ψήφο του, αφού είχε σκοπό να επαναλάβει τη διαδικασία των εκλογών, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να μην τον καταγγείλει όπως ήταν υποχρεωμένος. Έλεγε μετά από χρόνια στον συνομιλητή μου:" Του είπα μπράβο που υποστήριζε τις ιδέες του, αλλά του ζήτησα ως προσωπική χάρη να ψηφίσει αλλιώς για να μην με βάλει σε μπελάδες. Και το έκανε!"
(Τον ρουφιάνο φυσικά δεν μου τον είπε, είναι κι αυτός συχωρεμένος όπως ο πατέρας μου.)
Ευχαριστώ πολύ καπτα- Πέτρο Μανέτα (Καμαρά) για αυτή την ιστορία-κεράκι στη μνήμη του πατέρα μου,

Thursday, July 4, 2019

Γιάννης Τζέρμπος, Μαρτυρίες ζωής

Γιάννης Τζέρμπος
Μαρτυρίες ζωής
Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί έργο δόκιμου ή επίδοξου λογοτέχνη. Δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας λογοτεχνικής ή περγαμηνές λαογραφικής ή ιστορικής αυθεντίας. Είναι η φωνή ενός βαθιά εγγράμματου αλλά συγχρόνως απλού ανθρώπου, ενός ανθρώπου που τολμά να ανοίξει την ψυχή του στη μικρή κοινότητα του χωριού του, να μιλήσει γι'αυτά που τον δένουν μ'αυτήν. Να διασώσει τις ιστορίες  και τα πρόσωπα που συνθέτουν την πνευματική κληρονομιά αυτού του τόπου.
Το ύφος έχει κάτι από τον ευθύ και απλό τρόπο των ανθρώπων, την μοναδική σύζευξη μόρφωσης και αυθεντικότητας που συναντάς στην Ήπειρο. Το δωρικό ήχο του τραγουδιού της που φτάνει στην ψυχή σου με έναν ολόισιο δρόμο που δεν ήξερες καν ότι υπάρχει.
Σ' ευχαριστούμε, θείε Γιάννη, για το δώρο σου. Καθαρή πηγούλα αληθινού, γνήσιου λόγου,  μέσα σε καιρούς στεγνούς και αλάλητους.

Cyber Sex

  Όταν πρωτομπήκε στο ίντερνετ, εκεί στα μισά της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, σκέφτηκε ότι είχε μια ωραία ευκαιρία να βελτι...