Wednesday, March 30, 2011

Με τη γιαγιά την Ανεστασία


-Δεν ξέρω γιατί με γυρεύεις ακόμα και με ρωτάς. Νόμιζα πως μεγάλωσες κι όταν μεγαλώνουνε οι ανθρώποι κοιτάζουνε τη δουλειά τους και δε ρωτάνε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Αντί να με ρωτάς για τούτο και για κείνο και να μη μ’ αφήνεις να σαλαγιάσω, βγες στον κήπο, βάλε δυο ρίζες ντομάτα, ξεβοτάνισε τα φυντάνια, να ‘χεις καμιά σαλάτα, άσπρισε το κοτέτσι να μη ψοφούν οι κότες και μάζεψε χαμομήλι και καμιά ξ'νάδα για φουρτάλια.
-Γιαγιά, τα πράματα σκούρυναν πολύ. Μου έλεγες πως βρήκαμε χρυσά χρόνια και πως όλο θέλουμε καινούρια πράματα και πετάμε τα παλιά, το φαΐ, το ρούχο, τα έπιπλα, ακόμα και τους ανθρώπους, έλεγες, τους αλλάζουμε εύκολα, μόλις "παλιώσουν". Τώρα τέλειωσαν μάλλον αυτά τα χρόνια και πηγαίνουμε πίσω ολοταχώς στα δικά σου, τα στερημένα, γι' αυτό σε μελετάω όλο και πιο πολύ τον τελευταίο καιρό.
- Ε, αφού με θυμάσαι τόσο πολύ, θα πει πως κάτι καλό σου έμαθα κι εγώ, όταν ήμουνα μαζί σ'. Άνοιξε το παλιό σεντούκι και θα τα βρεις. Τίποτα δεν πήρα μαζί μ', γιόκα μ', όλα εκεί έχουν μείνει. Η προκοσύνη και η αβαρεσιά είναι απάνω απάνω. Θυμάσαι παραμονή του θανάτου μου που έβαλα μαϊντανό φυντάνι; Τι έγινε κέντρισε ή τον αφήσατε απότιστο; Θυμάσαι που όσο με βάσταγαν τα ποδάρια μου πηγαίναμε μαζί στο βουνό για χόρτα ή για μανίτες; Και μετά στο γυρισμό έπαιρνα και κανένα αθμάρι ή φρύγανο για προσάναμμα; Είπα ποτέ πως βαριέμαι; Έχετε τη γη σας. Αν είσαστε προκομμένοι και αβάρετοι όχι μόνο δεν θα πεινάσετε, μα τα καλά που θα σας δώσει, θα είναι πιο ακριβά κι απ' το μάλαμα στα χρόνια που έρχονται. Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψ', τόσα γράμματα μάθατε, κάπως καλύτερα μπορείτε να κονομηθείτε από μας, που δεν ξέραμε τίποτα.
-Δεν ξέρω πια αν μπορούμε, γιαγιούλα. Αχρηστευθήκαμε, ξεμάθαμε από δουλειά. Μας έφαγε το καθισιό, όλο διαβάζαμε. Τώρα βγαίνω λίγο στον κήπο και πιάνομαι.
-Όχι όπως ξέρατε, αλλά όπως βρήκατε, λέμε εμείς οι παλιοί. Κι ο καθένας με τη δύναμή του και τα χούγια του. Εσείς οι γυναίκες ξεχάσατε το νοικοκυριό. Θαρρείτε πως νοικοκυριό είναι να βάζεις πλυντήρια και να ψήνεις κατεψυγμένα φαγιά στο φούρνο. Μωρ'σείς, πετ΄νομαρούσες, νοικοκυριό είναι πρώτα πρώτα το καλό κουμάντο, η οικονομία. Όχι όλο φάπα φούπα τα λεφτά και όλο πέταμα και άλλαμα τα πάντα. Οι ντουλάπες σας είναι γεμάτες με σχεδόν αφόρετα ρούχα και παπούτσια, τα ψυγεία σας με φαγιά που τα τρώνε οι σκύλοι και οι γάτες και δίνετε λεφτά ακόμα και για να σας σκουπίσουν το σπίτι σας και να φάτε ένα μαγειρεμένο φαΐ. Μετά, νοικοκυριό είναι να μην αφήνετε τίποτα να πάει χαμένο, από τα αποφάγια και τα φλούδια που τα δίνετε στις κότες και στα ζώα, μέχρι το φαΐ που περίσσεψε και το γυρίζετε με μια σάλτσα και γίνεται πιο νόστιμο κι από το φρέσκο. Να μην αφήνετε τους καρπούς σας να σαπίζουνε. Τόσα σύκα και αμύγδαλα κι αγοράζετε ραντισμένους "ξηρούς καρπούς", τόσες ελιές και μερικοί ακόμα τις αφήνουν αμάζευτες. Άσε που δεν βάζουνε δυο μαρούλια και δυο κότες και τα αγοράζουνε όλα από το "σούπερ". Ε, πού να φτάσουνε κι αυτά τα λεφτά;
-Μα η ζωή μας είναι πια αλλιώς. Δεν ζούμε στην εποχή σου. Έχουμε ανάγκες άλλες. Θέλουμε πράματα που ούτε τα είχες δει όσο ζούσες, μηχανήματα, φάρμακα, θέλουμε να περιποιόμαστε εμείς οι γυναίκες, να ταξιδεύουμε, να σπουδάζουμε τα παιδιά μας.
-Και σ' αυτά το παρακάνατε. Εσένα, Τασούλα, πόσα φροντιστήρια σου πληρώσανε για να μάθεις γράμματα; Μόνη σου δεν στρωνόσουνα και διάβαζες με τη λάμπα; Τώρα γιατί κάθε παιδί θέλει μια περιουσία σε φροντιστήρια; Τίποτε δεν κάνετε οι δασκάλοι; Τουλάιστο τώρα θα δίνουν πιο πολύ σημασία στο σχολείο, αφού δεν θα έχουνε φροντιστήρια.
Κι όσο για τα μηχανήματα, εγγόνα μ', πολύ έχετε πέσει απάνω τους και ξεχάσατε τ'ς ανθρώποι σας. Για κλείστε και κανένα κουμπί, μπας και βρεθείτε μεταξύ σας πάλι. Βρε σεις, ξέρετε τι βάσανα περάσαμε εμείς; Φτώχειες, ορφάνιες, αρρώστιες, πολέμοι, τι κάναμε; Ακουμπούσαμε στο διπλανό μας, κόρη μ', δεν κλεινόμαστε σ' ένα δωμάτιο μπροστά σε ένα κουτί να μας έρθ' λωλάδα.
-Γιαγιά, δεν είναι μόνο αυτό. Στη χώρα μας έγιναν σημεία και τέρατα και βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Κάποιοι κλέψανε τα λεφτά όλων μας και τη βγάζουν καθαρή. Είμαστε όλοι πολύ θυμωμένοι με τους πολιτικούς με τους κλέφτες και νιώθουμε αδικημένοι και τρομαγμένοι. Ανησυχούμε πολύ για μας και για τα παιδιά μας.
-Α καλώς τηνε κι ας άργησε! Βρε συ, όταν το '81 χτύπαγες τις καμπάνες που βγήκε το ΠΑΣΟΚ τι σου'λεγα; Δε σου 'λεγα πως κανείς δεν θα σας δώσει να φάτε, αν δεν κουνήσετε τα χέρια σας; Τι νομίζετε ότι όσα σας έδιναν χωρίς να τα κερδίζετε με τον ίδρο σας κάποια μέρα δεν θα τα πληρώνατε; "Φάε,γάτη μ', το λαρδί κι απ' την πλάτη σου θα βγει" λέει μια παροιμία. Αφήσατε τα χωράφια, τα βαπόρια, τις τέχνες και ψάξατε για τα ακοπίαστα. Όσο ζούσα λέγατε πως δεν είχε δουλειές και ήρθανε αυτοί οι φουκαράδες από τα ξένα και ξαφνικά βρεθήκανε άφθονες δουλειές: Μαζευτήκανε ελιές και σταφύλια, χτιστήκανε β'λιάστρες στις αμασιές και ωραία πετρόχτιστα σπίτια.
Όσο για τους κλέφτες, αν είναι όπως τα λες, μη ρίξετε τον ψήφο τουλάιστο στα ίδια κόμματα που τους κρύβουνε, γιατί μέχρι τώρα αυτό κάνετε. Φωνάζετε και μετά ξανά στα ίδια. Μου έλεγες παλιά πώς μπορούσα να ψηφίζω Καραμαλή ενώ ήμουνα φτωχιά. Εγώ δεν περίμενα τον Καραμαλή να με ζήσει, αλλά δεν θα τον άφηνα και να με κλέβ'. Θα του έκανα το κεφάλι να πιν' οι κότες νερό, που λέει ο λόγος. Μην ξεχνάς ότι πήρα του "μουρλού",του Σταύρου το μαχαίρ', όταν μέθυσε και κυνηγούσε να σκοτώσει όποιον εύρισκε. Αλλά εγώ ήμ'νε Μανέταινα, όρμηξα και τ' τ' άρπαξα και τό ριξα στ' Απούτ'.
Εσείς τώρα τι σόι ούρια είσαστε που ξαναψηφίζετε αυτούς που λέτε ότι σας κλέψανε; Μήπως δεν ξεχωρίζ'τε τον κλέφτ' απ' το νοικοκύρ' εκεί στον απάνω κόσμο;
-Εντάξει. Πες εμείς χαλάσαμε. Σκαρτέψαμε. Τα παιδιά μας τι φταίνε να την πληρώσουνε;
-Μπορεί να μην έχετε να εξασφαλίσετε τα παιδιά σας, όπως θα θέλατε, αλλά τουλάιστο αυτά δεν θα προλάβ'νε να χαλάσουνε. Θα μάθουνε δουλειές, θα δούνε τι αξίζει η γη, οι τέχνες, τα γράμματα που σε κάνουνε έξυπνο και φαούδι στη δουλειά κι όχι κοιμούμενο και τεμπέλη. Θα δεις τι μαϊτζέβελα πράματα θα κάνουν όταν πάψουν να τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Θα δείτε πως αυτά θα πιάσουνε το νήμα από κει που το αφήσαμε εμείς οι προπαππούδες και οι παππούδες και θα κερδίσουνε τη ζωή καλύτερα από σας. Θα πάνε τόσο μπροστά που ούτε την αποδιαλαή τους δεν θα βλέπετε σε λίγα χρόνια. Φτάν' να μη τα νταντεύετε σαν να είναι μωρά και τα κακομαθαίνετε.
Ίσα τώρα, βγόδωνε, μεσημεριάστηκες στο μηχάνημα, έχ'ς και δουλειές.
Α, και μη ξεχάσεις να βάλεις πολλά φυντάνια βασιλ'κό φέτος. Θα μοσκοβολάνε όταν πίνουμε καφέ τα χαράματα στην αυλή, προκομμένο μ'.

Sunday, March 27, 2011

Καλό ταξίδι μπαρμπα- Δημητρή


Ο μπαρμπα-Δημήτρης, το Δημητρί, όπως τον λέγαμε, ήταν ο δικός μας μπακάλης. Είχαμε, βλέπεις, την τύχη να μεγαλώσουμε σε μια εποχή που όλες οι συναλλαγές γίνονταν μεταξύ προσώπων, όχι μεταξύ προϊόντων, ραφιών και ταμείων. Τότε ο Γιαλός ήταν πολύ μακριά από το χωριό μας και έπρεπε να μείνουμε εκεί όλη τη μέρα, γιατί τα σχολεία εκείνη την εποχή δεν λειτουργούσαν μόνο έξι ώρες τη μέρα, πέντε μέρες την εβδομάδα. Ήμασταν, λοιπόν, εμείς τα "μακρινά παιδιά" της Αλαμανιάς και της Αγιά Μαρίνας, οι καθημερινοί πελάτες του μπαρμπα- Δημητρή, είχαμε δεν είχαμε να ψωνίσουμε. Πηγαίναμε εκεί στον χωριανό μας και ήταν σαν να βρίσκαμε άσυλο στο μαγαζί του. Αφήναμε τις βαριές σάκες, τα ψώνια από άλλα μαγαζιά, καθόμασταν στις καρέκλες και ακούγαμε τα αστεία και τα πειράγματά του. Γιατί το Δημητρί ήταν ο πιο κεφάτος μπακάλης όλων των εποχών. Πιο πολύ ενδιαφέροταν να σου πιάσει κουβέντα και να σου πει ιστορίες από τα παλιά, παρά να σου πουλήσει κάτι. Εμένα πάντα άρχιζε να μου λέει για τη "μελαχρινή", τη μάνα μου, που σε ένα γλέντι Πρωτομαγιάς, στο χωράφι μας, έχυσε μια ολόκληρη νταμιζάνα κρασί, για να μην το πιουν και μεθύσουν κι άλλο. Το φύσαγε και δεν κρύωνε, για 40 χρόνια, που το άτιμο, η μελαχρινή, τους ξεγέλασε ότι τέλειωσε το κρασί και είχε ποτίσει με αυτό όλο το στάβλο, μέχρι στα υποδήματα του πατέρα μου είχε ρίξει και έτσι μάλλον αποκαλύφθηκε...το έγκλημα.
Ευτυχώς όμως ο μπαρμπα-Δημητρής το χόρτασε το κρασάκι, το γλέντι και τις παρέες, γι' αυτό τώρα ταξιδεύει ευχαριστημένος για τον άλλο κόσμο, έχοντας ξοδέψει όλη τη χαρά της ζωής, την αγάπη, την καλοσύνη σ' αυτόν εδώ τον προσωρινό.
Δεν θέλω να κλείσω αυτόν το μικρό αποχαιρετισμό, χωρίς να θυμηθώ πόση εντύπωση μου έκανε η σχέση του με τον παραγιό του τον Ρομπέρτο, που τον είχε στο μαγαζί από τον πρώτο καιρό που ήρθαν μετανάστες στο νησί και δεν τηρούσε την "απόσταση" που είχαμε και έχουμε όλοι ως προς τους ξένους, ακόμα κι αν δεν είμαστε εχθρικοί απέναντί τους. Με τον Ρομπέρτο έκανε παρέα, καλαμπούριζαν και πειράζονταν σαν παλιόφιλοι και δεν είναι τυχαίο που αυτό το παιδί είναι πια δικός μας άνθρωπος και όχι ξένος.
Είχε κι αυτός την τύχη να βρεθεί στο ίδιο άσυλο που βρεθήκαμε κι εμείς, οι μικροί "εσωτερικοί μετανάστες" του Γιαλού.
Καλό σου ταξίδι, μπαρμπα- Δημητρή.
Θα σε θυμόμαστε...

Wednesday, March 23, 2011

Ένα μικρό παραμύθι που μου διάβασαν σήμερα


Έβδομη διδακτική ώρα μιας μέρας όχι από τις καλύτερες που θα έχω να θυμάμαι. Μαθητικές απερισκεψίες, ποινές, διαμαρτυρίες, ένταση. Υπάρχουν κι αυτά στη ζωή ενός σχολείου, αλλά όταν συμβαίνουν, σε καταπονούν τόσο πολύ ψυχικά, που θα προτιμούσες να είχες 10 συνεχόμενες ώρες μάθημα. Μ' αυτή τη διάθεση λοιπόν μπήκα στα πρωτάκια μου την έβδομη ώρα και, φυσικά, συζητήσαμε πρώτα λίγο την "καυτή επικαιρότητα", μετά περάσαμε στις εργασίες. Αυτή τη δουλειά-ακρόαση εργασιών- θα πλήρωνα για να την κάνω, ακόμα κι αν ήμουνα τόσο λιώμα, όπως σήμερα. Κάθεσαι αναπαυτικά και διάφοροι παραμυθάδες, αφηγητές, ρήτορες και προφήτες, αναλαμβάνουν να σε διασκεδάσουν, να σε ηρεμήσουν ή αντίθετα να σε προβληματίσουν και να σε ανησυχήσουν. Δεν πειράζει, και τα δυο είναι καλά,γιατί δεν ξέρεις τι σε περιμένει κι έχει σασπένς το πράγμα.
Σήμερα ήμασταν στη θεματική ενότητα που περιλαμβάνει ιστορίες με ζώα, στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Είχαμε λοιπόν να γράψουμε ιστορίες με ζώα- το α΄πληθυντικό είναι της συμπαθείας, γιατί εγώ δεν είχα να γράψω τίποτα, ευτυχώς.
Κι αρχίζει η παραμυθο-ζωο-παρέλαση. Σκυλιά που σκαρφαλώνουν σε βουνά και σώζουν τα γκρεμοτσακισμένα αφεντικά τους κι άλλα παράξενα που δεν θέλουν να έχουν αφεντικό, αλλά υπερασπίζονται με την ίδια θέρμη παιδιά και πρόβατα από το λύκο. Λαγοί που θυσιάζονται για τα λαγουδάκια τους και γάτες για τα γατιά τους...
Και ξαφνικά, μια ιστορία σπάει τους κανόνες της αφήγησης. Το σκηνικό υγρό και αέρινο. Ένα ψάρι, ένα πουλί. Ένας αταίριαστος έρωτας, μια παράξενη συγκατοίκηση. Το σπίτι με τα θεμέλια στο νερό και τη στέγη ανοιχτή στον αέρα.
Και όλη η κούραση και η ένταση "βούλιαξαν" όπως οι τοίχοι του σπιτιού και κολυμπήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Monday, March 21, 2011

Κρατική Τηλε-ό(ρ)αση- Παγκόσμια ημέρα ποίησης


Πέρασα το απόγευμά μου με ένα γέρο ποιητή. Με υποδέχτηκε στο σπίτι του, ένα γέρικο ποιητικό σπίτι με έναν κήπο "του θανάτου". Μου έφτιαξε καφέ σε ένα ηλεκτρικό μπρίκι. Μίλησε για τις βιογραφίες που δεν είναι λογοτεχνία, για τη φιλοδοξία της δημιουργίας που δεν είναι δημιουργία, για τον Φλωμπέρ που είναι καλύτερος επιστολογράφος από λογοτέχνης. Μου διάβασε λίγες αράδες από διάφορα βιβλιαράκια και μου έδειξε ωραίες βιβλιοδεσίες χρωματιστές. Μετά βγήκαμε στον κήπο, ταΐσαμε κάτι αρρωστιάρικα γατιά. Μάλιστα ένα ετοιμοθάνατο το αφουγκραστήκαμε κιόλας μαζί. Παρακάτω μιλήσαμε για λουλούδια-χαρτάκια, λουλούδια-τζίνια, φάγαμε μερικές ρώγες σταφύλι. Είδαμε τάφους ζώων και νεκρών φυτών. Μετά χωθήκαμε στις αποθήκες, μύριζε μούχλα, αλλά ήταν ωραίο να ψάχνεις τις παλιατζούρες και να διαβάζεις χειρόγραφα φύλλα που τράβηξες τυχαία από ένα χαρτόκουτο. Μου είπε τα πιο σοβαρά σαν αστεία. Πως όλοι οι φίλοι του είναι νεκροί. Ο Μπονιουέλ, ο Φλωμπέρ. Τους μιλάει όμως όποτε θέλει αυτός. Μου είπε για το λεξικό του Ραγκαβή που το λατρεύει γιατί βρίσκει τις λέξεις πριν φτάσουν στο τελικό τους σχήμα. Ένα λεξικό...ρευστό.
Μετά πήρε μια καθαρή ταβανόβουρτσα και ξεσκόνισε το πορτραίτο του παππού του:
-Θα το ευχαριστιέται τώρα η ψυχούλα του; Α, μπα, δεν υπάρχει τίποτα. Μα αν υπήρχε θα το ευχαριστιόταν.

Ε. Χ. Γονατάς. Ποιητής.Νεκρός από το 2006. Συναντηθήκαμε πριν από λίγο στο Παρασκήνιο της ΕΤ1, με συνέργεια Εύας Στεφανή.
Θα ευχαριστήθηκε η ψυχούλα του;
Εδώ πάντως υπάρχει ακόμη η ποίηση που μου άφησε.

Saturday, March 19, 2011

Οι συγχωνεύσεις χωρίς πολεμικές ιαχές



Συγχωνεύσεις σχολείων. Για τους μεν, αναγκαία λύση για εξοικονόμηση χρημάτων και καλύτερη ποιότητα εκπαίδευσης, για τους δε, περικοπές αναγκαστικές λόγω ΔΝΤ, εις βάρος της παιδείας, των μαθητών, των καθηγητών.
Το γνωστό σκοινί που θα το τραβήξει, όπως πάντα, ο ισχυρότερος και ο άλλος θα βρεθεί σωρό-κουβάρι στο έδαφος. Μια αντιπαράθεση χωρίς καμιά διάθεση συνεννόησης, μεταξύ ορκισμένων αντιπάλων, του κράτους και των πολιτών, του Υπουργείου και των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Ναι, υπάρχουν σχολεία που θα μπορούσαν να συγχωνευθούν με άλλα μεγαλύτερα ή να καταργηθούν. Δεν είναι πάντα η αποκέντρωση όρος για σωστή εκπαίδευση. Δεν είναι σωστό να κατακερματίζεις τους πόρους που επενδύεις ως κράτος και να έχεις λειψές υποδομές, εκεί που θα μπορούσες να έχεις σχολεία εξοπλισμένα, φροντισμένα, ικανά να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες μιας, έτσι κι αλλιώς, πανάκριβης παιδείας. Και, ναι, ας το πούμε επιτέλους, είναι προτιμότερο ένα σχολείο με 300 μαθητές, παρά ένα με 45. Και ο πολύ μικρός αριθμός μαθητών δημιουργεί προβλήματα, όπως ο πολύ μεγάλος. Ένα ολιγάριθμο μαθητικό δυναμικό στερείται τη ζωντάνια, την αλληλεπίδραση, τα κίνητρα που σου δίνει μια δυναμική και ευάριθμη σχολική κοινότητα.
Από την άλλη όμως, δεν μπορείς στο όνομα της οικονομίας να φτιάχνεις σχολεία- τέρατα μέσα σε ασφυκτικές κτιριακές συνθήκες. Γρήγορα αυτά θα γίνουν εστίες κοινωνικής έντασης, μαθητικής παραβατικότητας και ανεξέλεγκτων εξεγέρσεων, καθώς η κοινωνία γύρω τους θα αγριεύει και οι νέοι θα δέχονται πρώτοι τις συνέπειές της.
Έτσι, θα διαπιστώσουν οι σημερινοί επιτελείς των αλλαγών αυτών ότι θα τους χρειαστούν πολύ περισσότεροι πόροι για να διοικήσουν σωστά τέτοια σχολεία-μεγαθήρια και κάποιοι πάλι στο άμεσο μέλλον θα προτείνουν την αντίστροφη πορεία, την αποκέντρωση, για να αρθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στην παιδεία και στην κοινωνία.
Δεν είναι ασφαλώς πανάκεια οι μικρότερες σχολικές μονάδες για τα προβλήματα βίας και παραβατικότητας, αλλά για όσους έχουν σχέση με την εκπαίδευση, είναι το καλύτερο αντίδοτο, αφού δίνουν τη δυνατότητα στους δασκάλους να γνωρίζουν τους μαθητές τους και τις οικογένειές τους και να μπορούν να ασκήσουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο πολύ πιο αποτελεσματικά. Ειδικά όταν ένα σχολείο αντιστοιχεί σε μια γειτονιά, σε μια συνοικία, που λίγο πολύ όλοι γνωρίζονται, τα πράγματα γίνονται πολύ καλύτερα, αφού ο εκπαιδευτικός έχει σύμμαχό του ολόκληρη την κοινότητα και το παιδί νιώθει ότι δεν είναι αποξενωμένο και ανεξέλεγκτο.
Κάτι άλλο όμως που διαφεύγει από τους ιθύνοντες του Υπουργείου είναι ότι ένα σχολείο σε μια περιοχή δεν είναι μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Είναι πάνω από όλα μια εστία πνευματική, ένας χώρος από τον οποίο εκπορεύονται ποικίλες δραστηριότητες, ζωτικές για μια κοινότητα, ιδίως απομακρυσμένη γεωγραφικά. Ακόμη, ένα σχολείο γίνεται πυρήνας κοινωνικής και οικονομικής ζωής, προϋπόθεση για την διάσωση μικρών κοινωνιών, που θα θυσιαστούν υπέρ των υδροκέφαλων αστικών κέντρων, τώρα που είναι όρος επιβίωσης η περιφερειακή ανάπτυξη.
Κατά την προσωπική μου άποψη, ο λιγότερο σημαντικός λόγος εναντίον των συγχωνεύσεων είναι ο γεωγραφικός. Όπου οι συγκοινωνιακές και οι καιρικές συνθήκες είναι ομαλές, όλοι οι γονείς θα προέκριναν το πιο μακρινό σε απόσταση σχολείο, αν ήταν καλύτερο για τα παιδιά τους. Αυτό γίνεται και τώρα με την επιλογή ιδιωτικών σχολείων, που απέχουν πολύ περισσότερο από τα δημόσια της γειτονιάς.
Μπορούν όμως να πεισθούν οι γονείς σήμερα ότι οι συγχωνεύσεις θα τους δώσουν καλύτερα σχολεία; Τι εχέγγυα έχουν για μια τέτοια προσδοκία;
Ας είναι, ας δεχθούμε ότι η Πολιτεία αδικείται από την γενική καχυποψία, ότι έχει τις καλύτερες προθέσεις και τα καλύτερα σχέδια στο μυαλό της για την παιδεία. Γιατί δεν προσφέρει δείγματα γραφής αυτών των προθέσεων; Γιατί δεν εξηγεί σε κάθε σχολική κοινότητα τι στο καλό σχεδιάζει, πώς θα το υλοποιήσει, τι προτείνει και να ακούσει τι θα είχαν να της αντιπροτείνουν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι δημοτικές αρχές;
Είναι ανάγκη να κλείσει ένα γυμνάσιο σε μια περιοχή Α και τα παιδιά να πάνε στη γειτονική Β; Μήπως θα μπορούσε να γίνει το δημοτικό στην περιοχή Α ή το Τεχνικό Λύκειο;
Γνωρίζει πραγματικά τα αντικειμενικά δεδομένα, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος του κλεισίματος ενός συγκεκριμένου σχολείου; Τι θα εξοικονομηθεί, αν εξακοντισθεί το κόστος μεταφοράς μαθητών ή αν συρρικνωθούν δημογραφικά τόποι με πρωτογενή παραγωγική δραστηριότητα;
Μήπως όμως και οι κατά τόπους εκπαιδευτικοί φορείς, αντί να ξεκινήσουν τον γνωστό ανταρτοπόλεμο, με καταλήψεις, διαδηλώσεις, κλείσιμο δρόμων, απεργίες, πρέπει να βρουν έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο να εκφράσουν τις απόψεις τους, σε συνεργασία με τους δήμους και τους συλλόγους γονέων;
Δυστυχώς, έχει γίνει τόση κατάχρηση σ' αυτά τα "μέσα πάλης" που κατέληξαν να θυμίζουν όλο και περισσότερο το παραμύθι του ψεύτη βοσκού.
Και δεν είναι καιροί αυτοί να αφήσουμε την παιδεία στο στόμα του λύκου.

Tuesday, March 15, 2011

Η Ιαπωνία δίπλα μας



Η Ιαπωνία είναι πολύ μακριά από την Ελλάδα κι από παιδί εκτιμούσα διπλά τα καλούδια που μου έφερνε από αυτήν ο πατέρας μου, γιατί δεν έμοιαζαν καθόλου με τα δικά μας. Υφάσματα, σερβίτσια, ρούχα, διακοσμητικά,ρολόγια,συσκευές ηλεκτρονικές αργότερα (η πρώτη μας έγχρωμη SONY ήρθε από εκεί το 1980 και έζησε 25 χρόνια, χωρίς να πάει ποτέ για επισκευή).
Πάντα την είχα στο μυαλό μου σαν μια χώρα άλλου πλανήτη,καθαρή, προηγμένη, οργανωμένη.
Αργότερα, έμαθα την ιστορία της, το πυρηνικό ολοκαύτωμα,διάβασα τα "Λουλούδια της Χιροσίμα", είδα τις ταινίες του Κουροσάβα και παπαγάλισα τα γνωστά στερεότυπα του "Γιαπωνέζου τουρίστα", της "Γκέισας", του "Σαμουράι" και του "χαρακίρι".
Με όλα αυτά όμως και άλλα πολλά,η Ιαπωνία θα έμενε για πάντα μια πολύ μακρινή χώρα για μένα, αν δεν είχα γνωρίσει τη...δική μας Γιαπωνέζα. Παντρεμένη με ντόπιο ναυτικό, ζει στο νησί μου από το 1964 και η λεπτοκαμωμένη φιγούρα της έδεσε παράξενα και αναπόσπαστα με την μικρή κοινωνία του τόπου μου. Τη θυμάμαι ακόμα από τα μαθητικά μου χρόνια να συνοδεύει στο σχολείο τρία χαριτωμένα κορίτσια, αθόρυβη, διακριτική, ευγενέστατη. Μετά, ερχόταν να ρωτήσει για τη μικρή της κόρη που την είχα μαθήτρια και προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου όσο καλύτερα μπορούσε, με την ίδια διακριτικότητα και ευγένεια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα ένιωθα την ανάγκη να της ζητήσω συγνώμη, γιατί δεν ήμασταν αρκετά καλοί γι' αυτήν κι ας μην μου εξέφραζε ποτέ την παραμικρή δυσαρέσκεια. Ήταν η συνάντηση μου, το ξέρω τώρα, με ένα από τα πλάσματα αυτά που γεμίζουν τις οθόνες μας με την αξιοθαύμαστη καρτερία τους αυτές τις τόσο δύσκολες μέρες για τη χώρα τους.
Θυμάμαι ακόμη μια αφήγηση της Αννούλας, της μικρής της κόρης, για ένα όνειρο που της φανέρωσε το θάνατο της μάνας της στη μακρινή πατρίδα. Είδε, λέει, στα κατωπόδαρα του κρεβατιού της την αδερφή της να κλαίει και μετά από καιρό της ήρθε γράμμα ότι τότε είχε πεθάνει η μάνα της. Αυτή η εικόνα έμεινε τόσο ανεξίτηλη στη μνήμη μου, που τώρα με τις εικόνες του ολέθρου που φτάνουν από την Ιαπωνία, έγινε το κανάλι για να φτάσει ως εμένα ολοζώντανη η δοκιμασία του πολύπαθου αυτού λαού.
Με το ίδιο κανάλι της ψυχής θέλω να στείλω τη συμπαράστασή μου στο λαό της δικής μας κυρίας Κατερίνας, της δικής τους Καγιόκο.

Sunday, March 13, 2011

Ο καημός ενός κυνηγόσκυλου


Όπως σας είχα πει και παλιότερα, με λένε Μπράντο και είμαι κυνηγόσκυλο. Ζω σε ένα κτήμα που το σκάβει συνέχεια το αφεντικό μου, αλλά δε θάβει τίποτα της προκοπής. Τώρα τελευταία έσκαψε και έθαψε το γέρο-Τζο, το φίλο μου, που ξάπλωσε να κοιμηθεί και δεν ξαναξύπνησε. Ελπίζω να μην τον ξεθάψουν και τον φάνε, όπως κάνω με τα κόκκαλα που μου δίνουν. Ήταν το καλύτερο φιλαράκι ο Τζο, αλλά δεν ήταν σαν κι εμένα, δεν ήταν σκύλος. Στους σκύλους όταν δίνεις φαΐ ή το βρίσκουν μόνοι τους, δεν το δίνουν σε κανένα, πόσο μάλλον σε κάτι μυξιάρικα γατιά της θηλυκιάς του αφεντικού μου, που άφηνε ο Τζο να του παίρνουν την μπουκιά από το στόμα. Εγώ κάνω πως τα αφήνω και μόλις πλησιάσουν, ορμάω να τα κάνω αυτά μια μπουκιά. Ο Τζο, λοιπόν, όχι μόνο μοιράζοταν το φαΐ του μ' αυτά, αλλά, όταν έκλεβε κανένα κομμάτι από το σφαχτό του γείτονα, το έφερνε μέχρι το σπίτι που είμαι δεμένος και το τρώγαμε μαζί. Τα αφεντικά, όταν το είδαν αυτό, χάρηκαν πολύ και θαύμαζαν το Τζο. Κάτι μου λέει ότι αυτό ούτε οι άνθρωποι δεν το συνηθίζουν. Το ζήτημα τώρα όμως είναι πως ο Τζο ήταν το σκυλί της θηλυκιάς του αφεντικού και όσο τον είχε, με άφηνε εμένα στην ησυχία μου.
Όταν την είδα λοιπόν τις προάλλες να έρχεται στο σπίτι μου έτοιμη να με βγάλει βόλτα, κοίταξα το αφεντικό μου περιμένοντας να της πει άσε κάτω το σκυλί μου, δεν κάνει για σένα, μα αυτός μιλιά δεν έβγαλε. Αντίθετα με αγρίεψε που έπεφτα απάνω της με όλη μου τη δύναμη, για να τη ρίξω κάτω να φοβηθεί και να πάει στα γατιά της.
Και βρέθηκα εγώ κοτζάμ κυνηγόσκυλο, να συνοδεύω την κυρία στη βόλτα σαν σαλονίσιο κοπρόσκυλο. Τι κατάντια! Κι όλα αυτά επειδή τα αφεντικά δεν ξέρουν να κάνουν κουμάντο στις θηλυκιές τους. Και να 'ταν μόνο αυτό! Η κυρία στη βόλτα αυτή προσπάθησε να με κάνει σαν το γέρο-Τζο! Με πήγαινε δεμένο στα γατιά της, στις κότες και τις χήνες και μόλις πήγαινα να ορμήσω, με τράβαγε πίσω και με αγρίευε. Τι ρεζιλίκι πέρασα ο μαύρος να μου κάνουν πιρουέτες τα γατιά με τις φουντωτές ουρίτσες μπροστά στη μύτη μου και να μη μπορώ να τους δώσω ένα καλό γιουρούσι. Τι να κάνω όμως, προσποιήθηκα πως έμαθα να είμαι Τζο και απλώς κοίταζα το κυνήγι περίλυπος. Τότε με έλυσε και με άφησε να τρέξω, όσο αυτή μάζευε ανεμώνες. Σε μια στιγμή που δεν με κοίταζε, όρμησα πίσω από ένα χοντρό γατί κι αυτό το φοβιτσιάρικο σκαρφάλωσε σε μια κολώνα και χάλασε τον κόσμο στα νιαουρίσματα. Τι ήταν να το δει η κυρία; Έβαλε κι αυτή κάτι φωνές σαν αγριόγατα και έφερε άρον άρον το αφεντικό να με αρπάξει και να με δέσει στο σπίτι μου.

Αφεντικό, κάνε κάτι, γιατί μια μέρα θα γυρίσεις σπίτι και θα με βρεις στον καναπέ σαν λουλού με φιογκάκι. Πες στην κυρά σου ότι δεν μπορεί πάντα να αντικαθιστά ό,τι της λείπει με κάτι άλλο κι ας βάλει μια πλάκα εκεί που έθαψε το γέρο-Τζο να γράφει: Αναντικατάστατος.

Monday, March 7, 2011

Ένα καρναβάλι που ήρθε απ' τα παλιά





Αρχές του 20ου αιώνα εδώ στο Κόρθι, μια γυναίκα πηγαίνει το φαΐ στον άντρα της στο χωράφι ξυπόλητη. Ο δρόμος είναι μακρύς και τα πόδια της έχουν πληγωθεί πάνω στις πέτρες και τα αγκάθια. Ένας συγχωριανός της,καβάλα στο μουλάρι του, τη συναντάει και μόλις τη βλέπει σ' αυτή την κατάσταση, βγάζει τα τσαρούχια του και της τα χαρίζει. Εκείνη τα πηγαίνει στον τσαγκάρη, που θα γίνει αργότερα και συμπέθερός της, και της φτιάχνει τα ωραιότερα πέδιλα που φόρεσε γυναίκα εκείνη την εποχή.
Ο ίδιος τσαγκάρης λίγα χρόνια μετά, θα φτιάξει τα πρώτα παπούτσια για ένα ξυπόλητο παλικαράκι από μια τσάντα της πεθαμένης μάνας του.
Αυτές οι μικρές ιστορίες που μοσχοβολάνε ακόμα στη μνήμη των ανθρώπων και αρνούνται να σβήσουν, όπως οι περισσότεροι ήρωές τους, βγαίνουν όλο και πιο συχνά στις κουβέντες των παλιότερων τον τελευταίο καιρό. Λες και είναι ο δικός τους ακούσιος τρόπος να μας συμβουλέψουν για τα ζόρια που περνάμε. Και να δεις που κάτι έχουμε καταλάβει. Κάτι αλλάζει στη ματιά μας, στη στάση μας.
Αυτές τις μέρες είχαμε ένα από τα πιο επιτυχημένα καρναβάλια στην ιστορία του Κορθίου. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε τόση ποικιλία και διάρκεια στις εκδηλώσεις. Από το Διόνυσο και την ακολουθία του, στους παραδοσιακούς μούσκαρους και τις λαϊκές παρωδίες, μέχρι τη σύγχρονη σάτιρα στην κλασική παρέλαση της Κυριακής. Κι όλα αυτά με οργάνωση, προβολή που ξεπέρασε και την πιο επιτυχημένη διαφημιστική καμπάνια, συμμετοχή και εθελοντική δουλειά πολλών ανθρώπων.
Για μένα, τέτοιες διοργανώσεις δεν είναι απλώς μια προσπάθεια τουριστικής ανάδειξης του τόπου μας ή λίγες ανάσες στην παραπαίουσα οικονομία και στην καταβαραθρωμένη διάθεσή μας.
Είναι αληθινές συλλογικότητες που εμπεριέχουν την έγνοια των ανθρώπων για τους συνανθρώπους τους, τη γενναιόδωρη προσφορά του χρόνου, του κόπου, τη γενναιόδωρη αντιπροσφορά του γέλιου, του κεφιού και την κοινή απόλαυση ενός Γιαλού, με γεμάτα μαγαζιά και δρόμους.
Ίσως είναι αυτά τα τσαρούχια μας, για να περπατάμε στα αγκάθια από δω και πέρα.
Ας είναι καλά οι άξιοι δωρητές και οι τσαγκάρηδες που μας τα έφτιαξαν.

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...