Wednesday, April 29, 2009

ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ: Ο δικός μας Επιτάφιος


Κάποτε σ' αυτόν τον τόπο που τώρα ζει σκυφτός και γκρίζος, πέρασαν μέρες γεμάτες καθαρό φως, όρθιους ανθρώπους, μεγάλα όνειρα, πράξεις γενναίες και έργα σπουδαία.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν κάηκε νωρίς ό,τι μεγάλο διαθέταμε και τώρα θα καταδικαστούμε σε 100 χρόνια παγωνιά και σκοτάδι, μέχρι να ξαναδέσει ο σπόρος της μεγαλοσύνης. Άλλες φορές πάλι, ντρέπομαι να μιλάω γι' αυτά στα παιδιά. Ακούγομαι κάπως υπερβολική, βλέπω στα μάτια τους τη δυσπιστία. Μήπως είμαι κι εγώ μια παραμυθού που βάζω όλα τα βασιλόπουλα και τους γενναίους πολεμιστές στην παλιά χρυσή εποχή και τίποτα καλό στη δική μας; Άλλοτε πάλι προτιμώ να ξεχνώ όλα όσα γίνονται μέτρο για το μπόι μας, όλα όσα μας κάνουν να φαινόμαστε μικροί κι ασήμαντοι και προτιμώ να κονταίνω ό,τι πέσει στα χέρια μου, μπας και χωρέσει την αβάσταχτη μικρότητά μας.
Να, αυτό το τραγούδι, τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Πώς να αντέξεις το βάρος του; Βουλιάζεις κάθε φορά που σηκώνεις μια μεγάλη πέτρα του. Η ποιητική του δύναμη, η μουσική που του έβαλε ο Μίκης. Οι μεγάλοι μας που το τραγούδησαν, Μπιθικώτσης, Φαραντούρη. Η ιστορία που το γέννησε: Μάης του '36 στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν από τη Μεταξική δικτατορία. Έχει ξεσπάσει απεργιακή θύελλα και ο λαός είναι στους δρόμους. Ο Μεταξάς στέλνει και το στρατό εναντίον των διαδηλωτών, αλλά κι αυτός δεν υπακούει. Μόνο οι χωροφύλακες υπακούν και βαράνε στο ψαχνό αόπλους. 12 νεκροί, ανάμεσά τους κι ένα 25χρονο παλικάρι, ο Τάσος Τούσης. Ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει τη μάνα του νέου να σπαράζει πάνω από το πτώμα του και γράφει το ποίημα την ίδια χρονιά. Η δικτατορία το απαγορεύει, καίει το βιβλίο, εξορίζει τον ποιητή.
Μα, τα ποιήματα δεν καίγονται, το καλύτερο που μπορεί να τους συμβεί, όταν μεγαλώσουν, είναι να γίνουν τραγούδια. Αυτό συμβαίνει και με τον Επιτάφιο. Γράφεται σε μια μέρα του 1960 στο Παρίσι από το Μίκη και γίνεται από τότε το τραγούδι μιας άλλης γενιάς, που κι αυτή έχει τα ίδια όνειρα με την προηγούμενη και πατάει στα ίδια χνάρια, για να τα φτάσει.
Και μετά;
Μετά, μια κακιά μάγισσα έδεσε με κατάρες και ξόρκια την άλλη γενιά, τη δική μας. Την έκανε να βλέπει μόνο χαμηλά, να σκέπτεται μόνο τα λεφτά, την καλοπέραση, το συμφέρον, το βόλεμα. Την έμαθε να ακούει μουσικές, για να ξεχνάει, ποιήματα που δεν τραγουδιούνται, ποιητές χαμηλόφωνους και μόνους. Της έδωσε πολλά παιχνίδια με κουμπιά, για να μη θυμάται πώς είναι οι ορίζοντες και τα ύψη, το πέταγμα και η απλωσιά. Της χάιδεψε κάθε υλική ανάγκη, κάθε αρχέγονο ένστικτο, για να είναι χορτάτη κι ευχαριστημένη και να μην ψάχνει παλιές ιστορίες και όνειρα.
Της είπε πολλά παραμύθια χωρίς γενναία παλικάρια και κακούς χωροφύλακες, χωρίς χαροκαμένες μάνες και στυγνούς δικτάτορες, για να φαίνονται όλοι ίδιοι κι όλα καλά στη θέση τους και δίκαια μοιρασμένα.
Και πια δεν μας έμεινε παρά μόνο μια κρυφή συγκίνηση, όταν ακούμε αυτό το τραγούδι...

Wednesday, April 22, 2009

Η οδύσσεια ενός κυνηγόσκυλου














Με λένε Μπράντο και είμαι κυνηγόσκυλο. Το μόνο όμως αξιόλογο να κυνηγήσεις εκεί που μένω είναι κάτι γάτες, που μόλις πας να τις μυρίσεις, τα αφεντικά σού βάζουν κάτι φωνές, λες και τους πήρες το φαΐ από το στόμα. Έχουν και κάτι κότες κλεισμένες με σύρματα, μόνο να τις μυρίζεις μπορείς και να σου τρέχουν τα σάλια. Ούτε την ωραία σκύλα του γείτονα δεν με αφήνουν να μυρίσω, τι φοβούνται, αφού δεν σκοπεύω να τη φάω αυτή. Ευτυχώς, λύνεται κάθε τρεις και λίγο και, μέχρι να την πάρουν είδηση και να αρχίσουν τα: "Ήρα, Ήρα, πού στο διάολο πήγες πάλι;", έχουμε προλάβει να χαρούμε τον έρωτά μας.
Εκτός από την Ήρα τη δική μου, έχει κι ο αφεντικός μου μια θηλυκιά, που, όταν έρχεται, είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί μου δίνει πολύ και νόστιμο φαΐ, που μάλλον δεν το τρώει το αφεντικό μου. Αυτή έχει το χούι να παίρνει τους δρόμους και μαζί θέλει και το αφεντικό μου και μένα. Καλό θα ήταν όμως να της πει να μη ξεφωνίζει κάθε φορά που κάτι νόστιμο βρίσκεται στο δρόμο μου, μια προβατίνα, ένα ρίφι, μια αγριόπαπια στη λιμνούλα. Μα, τι τις θέλουμε τις θηλυκές στο κυνήγι, αφεντικό;
Αυτή τη φορά είχε άλλη ιδέα, τρομάρα της. Να με πάνε βόλτα με το αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο είναι ένα σκυλόσπιτο με ρόδες και αντί να τρέχεις εσύ γύρω από αυτό, τρέχει αυτό με σένα μέσα και σου κόβει τη χολή. Είπα κι εγώ, ας κάνω υπομονή, αυτή τη φορά μπορεί να με πάνε για κυνήγι.
Φτάσαμε σε ένα μέρος που δεν είχε σπίτια και ανθρώπους, αλλά εγώ είδα αμέσως το κυνήγι! Ήταν ένα κελί με πολλά παχιά πρόβατα και άρχισα να κλαίω από τη χαρά μου, μόλις τα είδα. Δε βαριέσαι όμως, αυτοί ασυγκίνητοι, όχι μόνο δεν με πήγαν προς τα κει, αλλά άρχισαν να κατηφορίζουν ένα γκρεμό, για να φτάσουν σε ένα μέρος με πολύ νερό και καθόλου πρόβατα, ούτε καν πάπιες!
Μόλις κατέβηκα σ' αυτό το χώμα που βούλιαζε, στην αρχή φοβήθηκα και κούρνιασα δίπλα στην αφεντικίνα μου, που κοίταζε το νερό, λες και περίμενε να βγει το κυνήγι από κει. Μετά είπα να ψάξω γύρω γύρω, μπας και βρω κάτι καλό. Τίποτα, πέτρες, χώμα που βουλιάζει, νερό και πάλι νερό. Δίψασα και είπα να δροσιστώ ο μαύρος. Χου φτού! Λύσσα νερό, θα με δηλητηριάσουν αυτοί, αν δεν με ψοφήσουν απ' την πείνα. Σε κάποια στιγμή, λίγο πιο ψηλά, μύρισα έναν άνθρωπο και είπα να πάω εκεί μπας και έχει κάτι για φάγωμα, αλλά πάλι δεν με άφησαν.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο αφεντικός μου πήγε στην άκρη του νερού και με φώναζε να πάω κοντά του. Μα, δεν έχει τίποτα εκεί, τι θέλει να μου δείξει; Μόλις πλησίασα, κατάλαβα ότι είχε τρελαθεί. Ήθελε να με ρίξει μέσα στο νερό! Σίγουρα ιδέα αυτηνής θα ήταν, που έχει μανία με τα νερά και τα πλυσίματα! Αντιστάθηκα, αλλά με άρπαξε και....πλατς, βρέθηκα από κυνηγόσκυλο να κάνω την πάπια! Τι κατάντια! Βγήκα, τινάχθηκα επίτηδες πάνω τους και τότε άκουσα αυτή την τρελή να λέει: "Αχ, ζηλεύω τώρα. Να είχα το μαγιό μου, θα έπεφτα!" Δεν τη ρίχνεις, αφεντικό, να δει τη γλύκα;
Γυρνώντας στο σπίτι, για να εξιλεωθεί, μου έδωσε ένα παράξενο αυγό που δεν είχα ξαναδεί, κατακόκκινο και πολύ νόστιμο.
Τι λέτε, μετά από τόση ταλαιπωρία, αρκεί ένας μεζές, για να τη συγχωρέσω; Μόνο αν μου φέρει το ένα από τα τρία παχιά γατιά της, θα το σκεφτώ!

Monday, April 20, 2009

Παππού Αλέξανδρε, πες μας μια ιστορία...



Δεν βρήκα τίποτε πιο όμορφο, για να γλυκάνω αυτή τη μεθεόρτια μελαγχολία, τίποτε πιο ταιριαστό με την επίγευση των ημερών που πέρασαν, από αυτό το διήγημα του Παπαδιαμάντη. Πού αλλού μπορείς να βρεις δεμένα σ' ένα δέντρο, μια βασιλική δρυ, τη θρησκευτική κατάνυξη με την παγανιστική λατρεία της φύσης, το μυστικισμό με τον πιο εύγλωττο ερωτικό λόγο, τη γήινη πένα του καθαρόαιμου αφηγητή με τα αέρινα χρώματα της αληθινής ποίησης.
Πάει καιρός που νηστέψαμε ομορφιά, φίλοι, ώρα να κοινωνήσουμε:


ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ

Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνές της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου…
Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ούς, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ΄ έθελγε, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν΄ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν΄ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν΄ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας… Και αν δεν μ΄ εδέχετο, και αν μ΄ απέβαλλεν από το σώμα της, και μ΄ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Επόθουν, αλλ΄ η συνοδία των οικείων μου, μεθ΄ών ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μοι το επιτρέψει. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 186… , καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί· – ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου δια δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώται μας.
Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα, είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα.
Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ηχούς ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.
Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν… και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμονας – καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ΄αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος· εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.
Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν… Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθεί τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων…είτα, πριν απολύσει η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Δια πλαγίου, κρυφού δρομίσκου τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχομαι την ράχιν του βουνού… διευθυνόμενος προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.
Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κι εγώ έτρεχον, έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν΄ ασπασθώ την ερωμένην μου – επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη – και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν΄ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους.
Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, δια να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφον προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ΄ οδόν. Πλην παρ΄ ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδία γυναικών και παίδων και υποζυγίων· ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως δια να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών.
Πάραυτα εξετράπην της οδού, κι έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστον πού, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ΄έπειθον να κατέλθω μετ΄αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον εις τους γονείς μου, τους οποίους θα εύρισκον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδίον.
Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κι εγώ ανέλαβα τον δρόμον μου, αλλά μετ΄ ολίγον τον έχασα. Εις έν σταυροδρόμιον όπου έφθασα, επήρα τον δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξεν ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ΄ εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.
Καθώς την είδα χαμηλότερον, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχομαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας… Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών.
Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ΄ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνάς της τους κραταιούς, και ηνοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνάς της, έμελπον τρελά τραγούδια… Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου….
Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ΄εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον –έσωζον καθ΄ύπνον την έννοιαν του δένδρου– μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ΄ολίγον εξεκόλλησαν κι εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ΄ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα, μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ΄ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο: «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Όταν μετ΄ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νώ την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Καταρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη – η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν:
-Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν….δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν ειμ΄ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον…
Εξύπνησα έντρομος, κι έφυγον… Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει…. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος… Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλεί εξ ονόματος.
Ήτο εις μικρός βοσκός, με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω….
Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν ή ευρίσκεται ενσαρκωμένη…
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν:
-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε…μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.

Wednesday, April 15, 2009

Καλή Ανάσταση, φίλοι μου!


Μετά τη βασιλόπιττα και τη μεγάλη της επιτυχία, εντός και εκτός διαδικτύου, να και μια γεύση από σπιτικό τσουρέκι (Σπιτικό, είπαμε, Γιώργο, άλλωστε, φαίνεται από το σουσάμι, δεν βάζουν σουσάμι στα τσουρέκια του εμπορίου.)
Να προλάβω το ερώτημα: Δεν έχει κόκκινο αυγό, γιατί το "καθίζει", όπως έλεγε η γιαγιά μου κι όχι γιατί δεν μου πέτυχαν. Εντάξει, δεν θα γίνουν τόσο καλά, όσο εκείνα τα...οικολογικά της Θεσσαλονίκης, αλλά κάτι θα κάνουμε!
Η συνταγή είναι...πειραγμένη, αφού η παράδοση της οικογένειας ήθελε τα τσουρέκια να γίνονται για το Φουντούκο, όπως έλεγε ο παππούς μου. Φουντούκος ήταν το εκάστοτε σκυλί που κληρονομούσε το όνομα, μαζί με το προνόμιο να απολαμβάνει τα αποτυχημένα γλυκά. (Μάλλον από ζάχαρο θα πήγαιναν τα σκυλιά σ' αυτό το σπίτι...)
Όσοι υποθέσουν ότι ο Μπράντο και ο Τζο θα πάθουν επίσης ζάχαρο, δεν έχουν δοκιμάσει το τσουρέκι και πρέπει κάτι να κάνουν γι' αυτό.
Θέλω τώρα να ευχηθώ στους αγαπημένους μου φίλους:
Γιώργο και βραχονησιδάκι, πάντα το περυσινό Πάσχα, θα είναι το καλύτερο, μέχρι το επόμενο που θα είμαστε μαζί. Λορελάη, το δικό σου κόκκινο είναι το πιο ευφρόσυνο που έχω δει. Θερσίτη, εσύ θα καρτερείς πάντα την αληθινή ανάσταση, ασυμβίβαστος και απροσκύνητος. Μεριλού, εσύ με τις ιστορίες σου με ξανάκανες ένα εκστατικό παιδί που περιμένει το θαύμα, εκεί που όλοι έχουν παραιτηθεί. Νdn, ξενιτεμένο μου, αντιπροσωπεύεις μια κρυφή ελπίδα κι ένα κρυφό καμάρι για μένα, για μας. vagnes, η Ήπειρος είναι ο πιο ταιριαστός τόπος για το Πάσχα, πουθενά αλλού δεν ένιωσα έτσι τη μαγεία του. Έτσι και η παρουσία σου εδώ φέρει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου σου, χωρίς να το επιδιώκεις ή να το συνειδητοποιείς. Μαράκι μου, καλό κουράγιο, πάμε πια στην τελική ευθεία. Αθανασία και Χρύσα, κι όλα τα "δικά μου" παιδιά, να χαίρεστε τις μέρες της σχόλης και να αποθηκεύετε θετική ενέργεια.
Διονύση, συνέχισε να μου δείχνεις θάματα και μάγια, αλαφροίσκιωτε!
Κωστή, ακριβοθώρητε συνάδελφε από την Κρήτη, πάντα περιμένουμε τις αναρτήσεις σου με ανυπομονησία. Αννούλα, πατριωτάκι, πρόσεχε τα σμπάρα και τις κάνες. Αφού δεν μπορούμε να είμαστε στο νησί γειτόνισσες, ας είμαστε τουλάχιστον στην μπλογκογειτονιά.
Εύχομαι και σε όλους τους αναγνώστες μου, γνωστούς και αγνώστους, καλή Ανάσταση, ό,τι κι αν σημαίνει γι' αυτούς αυτή η ευχή.

(Και τέλος, στον πιο αγαπημένο μου ποδηλάτη, που σιωπηλά με διαβάζει όλο αυτό τον καιρό, εύχομαι φωτεινές, γεμάτες αγάπη και χαρά διαδρομές εκεί στους πρόποδες του μαγικού βουνού του.)

Tuesday, April 7, 2009

Ο γυρισμός της γυριστρούλας και οι αποσκευές της.


Βγήκαν οι μεταθέσεις. Το όνομά μου από τα ελάχιστα του καταλόγου που πηγαίνουν στις Κυκλάδες. Από τις Κυκλάδες άλλωστε όλοι φεύγουν, ως γνωστόν. Επιστρέφω στο νησί μου, κλείνοντας ένα μεγάλο κύκλο στη μεγάαααλη πόλη. Μια πόλη που μου έδωσε όσα δεν θα μου έδιναν πέντε πανεπιστήμια μαζί. Εμπειρίες, γνώσεις, ερεθίσματα, πολιτισμό, ψυχαγωγία, φιλίες, γνωριμίες, συντροφιές. Γεμάτες αποσκευές, γεμάτη ψυχή. Μα πάνω από όλα ένα σχολείο ξεχωριστό. Μια αγκαλιά από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί. Κυριολεκτώ, αφού ήταν Ιούνιος και αποχαιρετιόνταν οι συνάδελφοι για καλοκαίρι και με αγκάλιαζαν κι εμένα σαν να με ήξεραν από χρόνια. Αυτή η ζεστασιά δεν μου έλειψε ούτε μια μέρα μέχρι σήμερα. Ούτε μια μέρα δεν μπήκα στο γραφείο, χωρίς να νιώσω ότι μπαίνω στο σπίτι μου και συναντάω τους δικούς μου ανθρώπους. Κι αυτά τα παιδιά...Παιδιά της Αθήνας σου λέει... Παιδιά που σε χαιρετάνε στο δρόμο, ακόμα κι αν δεν σε έχουν καθηγήτρια, ακόμα κι αν έχουν αποφοιτήσει 5 χρόνια από το σχολείο. Κι όχι μόνο σε χαιρετάνε. Σου λένε τα νέα τους, ρωτάνε τα δικά σου. Πολύ τα έχω αγαπήσει τα σκασμένα. Ήταν πολύ καλά μαζί μου, ακόμα κι όταν τα παίδευα με τις απαιτήσεις μου και τις... καινοτομίες μου. Πρέπει να τους βρω επιβαρυντικά στοιχεία, για να μη μου λείψουν αφόρητα. Πχ που δεν με πιστεύουν πως τους λέω ότι δεν ακούω το κουδούνι ή που δεν πιστεύουν ότι τα αρχαία ελληνικά είναι ελληνικά!

Τίποτε δεν θα πάει χαμένο εκεί που θα πάω.
Χρειάζομαι εκεί όλες αυτές τις αποσκευές αγάπης και γνώσης για τους δύσκολους χειμώνες που με περιμένουν. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις καιρικές συνθήκες. Άλλωστε, μαθημένη η γυριστρούλα στους ανέμους. Οι δύσκολοι χειμώνες στα νησιά μας οφείλονται στο ότι μένουμε λίγοι και παλεύουμε με πολλά. Στα σχολεία μας που κάθε χρόνο γκρεμίζονται και ξανακτίζονται από την αρχή, αφού, όπως είπαμε, κάθε χρόνο αδειάζουν, προσπαθούμε να δώσουμε στους μαθητές μας ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση, στην καλλιέργεια, στην κοινωνικοποίηση, αλλά και στην εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο, γιατί η παιδεία δεν ευδοκιμεί εύκολα σε τόπους στερημένους από πολιτιστικά και κοινωνικά ερεθίσματα και απορφανισμένους από το ανθρώπινο δυναμικό τους.
Είναι ωραία μάχη αυτή. Την έχω δώσει για 20 χρόνια και θα τη δώσω και για άλλα τόσα, αν χρειαστεί, όπως πάνε τα συνταξιοδοτικά μας. Ξέρω πως δεν θα είμαι μόνη. Έχω πάρει μυρουδιά ότι το νέο αίμα που έχει έρθει στο σχολείο όσο έλειπα είναι και καλό και δυνατό. Όχι άλλη αιμορραγία όμως παιδιά! (Καλλιόπη, λυπάμαι που φεύγεις)
Ξέρω ακόμη πως ένας αγαπημένος άνθρωπος ψηλός και ευρύχωρος, τώρα είναι πολύ χαρούμενος που άκουσα επιτέλους το "μάζευτα κι έλα!" που μου έλεγε με το γνωστό δημοκρατικό του τρόπο, κάθε φορά που με έβλεπε. Τώρα, είμαι έτοιμη, φίλε, τώρα ετοιμάσου πάλι να με...επιστρατεύσεις σε ό,τι μετερίζι σου βρίσκεται πρόχειρο, ξέρεις εσύ: "ίσα ζέφε!" κι άντε να φέρω αντίρρηση!
Είναι πολλοί οι λόγοι για να είμαι εκεί κάτω, για έναν ξέρω όμως πως θα με ζηλέψετε, τη θάλασσά μου. Πιο πολύ κι από άνθρωπος μου έλειψε. Της έλειψα κι εγώ, είμαι σίγουρη. Πού θα βρει πιο πιστό προσκυνητή από μένα, πιο βαπτισμένο πιστό; Ακόμα κι όταν πρέπει να κάνω διαθήκη πριν πέσω στην αγκαλιά της.
Τώρα πια λοιπόν, ο Ανεμόμυλος θα είναι στο φυσικό του περιβάλλον και θα σας στέλνει το αεράκι του το θαλασσινό, μαζί με τις ανταποκρίσεις του από τη ζωή στο νησί.
Από σας αναγνώστες μου καλοί, θέλω εκτός από την κυβερνοθάλασσα που σας φέρνει στον Ανεμόμυλό μου, να μπαίνετε καμιά φορά και στην άλλη και να μου έρχεστε. Μερικοί ξέρετε το δρόμο, μην τον ξεχάσετε παρακαλώ και να τον δείξετε και στους άλλους.
Δεν ξέρω αν το καταλάβατε, αλλά θα σας έχω κι εσάς στις αποσκευές μου πάνω πάνω...

Friday, April 3, 2009

Συνδιδασκαλίες και ευτυχείς συγκυρίες.


Τελειώνοντας τη μικρασιατική καταστροφή με την Τρίτη, πριν από λίγες μέρες, αποφασίσαμε να δούμε το αντίστοιχο ντοκουμέντο του National Geografhic στη διάρκεια δύο διδακτικών ωρών. Τη δεύτερη τη δανειστήκαμε από τα μαθηματικά. Ομολογώ ότι είχα ένα δισταγμό να τη ζητήσω, γιατί το μάθημα αυτό δεν φημίζεται για την ανιδιοτελή του υποχώρηση έναντι άλλων μαθημάτων και δη φιλολογικών. Ο συνάδελφος όμως ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου με προθυμία, λέγοντάς μου πόσο θεωρεί σημαντικές τέτοιες εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Τον κάλεσα λοιπόν κι εγώ στην τάξη, αν θέλει να παρακολουθήσει μαζί μας, και ήρθε ευχαρίστως.
Η προβολή τελείωσε στα μισά της δεύτερης ώρας και τα παιδιά, που είχαν παρακολουθήσει με συγκινητικό ενδιαφέρον, έμειναν σιωπηλά και αμήχανα. Το ίδιο και εμείς. Είχαν περάσει μπροστά στα μάτια μας εκείνα τα πρόσωπα. Η ίδια η ιστορία. Η αληθινή και μόνη. Τα κλαμένα παιδιά, οι γιαγιάδες που τα νταντεύουν ξεχνώντας τη συμφορά τους, οι ρημαγμένες γυναίκες που μέσα στο αντίσκηνο έχουν πάνω στην αυτοσχέδια "τουαλέτα" τη βούρτσα των ρούχων, για να βουρτσίζουν τα μαλλιά τους, να μην ξεχάσουν τη νιότη τους, την ομορφιά τους. Η ζωή που άρχισε να χαμογελά μέσα από το σπασμένο καθρεφτάκι τους. Τα μεγάλα παιδιά που κουβαλάνε πλίνθους να κτίσουν την πρώτη στέγη της οικογένειας. Οι άνδρες που ξεχερσώνουν την άγονη γη που τους δώσανε. Πέρασαν τα πρόσωπα και μας μίλησαν, όπως δεν μιλάει κανένα βιβλίο και κανένας ιστορικός.
Άφησα να περάσει λίγη ώρα έτσι στη σιωπή και μετά έκανα την αρχή για μια συζήτηση πάνω στα όσα είδαμε. Πήρε το λόγο και ο συνάδελφος. Μίλησε για την προσφυγιά που την έζησε κι αυτός με τον τρόπο του, αφού η γυναίκα του ήταν από τους Έλληνες που έφυγαν από την Πόλη με τις ταραχές του '60. Ο ίδιος μεγάλωσε στην Καισαριανή, όπου η προσφυγιά παρέμενε ευδιάκριτη κοινωνικά και πολιτιστικά, μέχρι και το τέλος του '70.
Όσο μιλούσε και τα παιδιά τον άκουγαν με ενδιαφέρον, συνειδητοποιούσα πόσο καλό είναι να σπάει το μονοπώλιο του ειδικού σε ένα μάθημα, όπως η ιστορία. Να ακούγεται η άλλη άποψη, η άλλη ματιά, ακόμα και η διαφορετική εκφορά του λόγου. Να βλέπουν πόση αξία έχει η ιστορική μνήμη για έναν άνθρωπο, πόσο συναντιέται η ιστορία με τις ζωές των κανονικών ανθρώπων και πως δεν είναι μόνο ένα μουχλιασμένο βιβλίο σε ανήλιαγα ράφια, προορισμένο για παπαγαλία εν όψει πανελλαδικών.
Θυμήθηκα ένα άλλο τέτοιο μάθημα "συνδιδασκαλίας" στο νησί με μια Τρίτη λυκείου. Μαζί με έναν γυμναστή, πολύ αριστερών πεποιθήσεων, με τον οποίο χαιρόμουν να διαφωνώ, είχαμε κάνει ένα μάθημα για τον Εμφύλιο, αντιπαραθέτοντας τις απόψεις μας και προκαλώντας και αντίστοιχη κινητοποίηση στους μαθητές. Είχε πάει καλά, γιατί δεν το ξανατόλμησα;
Τώρα προγραμματίζω προβολή του "Κύματος" στην Τρίτη, μόλις τελειώσουμε τον Β΄ Παγκόσμιο. Μαζί με τον καθηγητή των γερμανικών. Εκείνος είχε την ιδέα. Εγώ την προηγούμενη ώρα, διδάσκοντας το φασισμό και το ναζισμό, μίλησα για το Κύμα κι εκείνος το προέβαλλε σε ένα τμήμα! Χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί!
Ελπίζω όμως να μη γίνει η συζήτηση στα γερμανικά μετά...

Wednesday, April 1, 2009

Ας είναι πρωταπριλιάτικο!

Πήγαν στον Μπαμπινιώτη με έναν τόμο 1000 σελίδων, για να τον μελετήσει και να μάθει τις θέσεις τους για την παιδεία! Εκείνοι έχουν το πρόχειρο σκονάκι: 20 μαθητές ανά τάξη, την κατάργηση του 10 για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια...αύξηση δαπανών, ε τώρα τι θέλετε να καθίσουν να διαβάσουν χίλιες σελίδες και να βγάλουν άλλα αιτήματα, που να αφορούν το διάλογο και όχι την πολιτική αντιπαράθεση;
Έλεος, κύριοι της ΟΛΜΕ, τους έχετε γύρω από ένα τραπέζι, δείχνουν διατεθειμένοι να δεσμευτούν σε μια μίνιμουμ βάση, επωφεληθείτε έστω για τα μάτια, έστω για την τιμή των όπλων.
Ως πότε θα κρατήσει αυτό το πρωταπριλιάτικο αστείο ότι εκπροσωπείτε τον κλάδο;

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...