Για όλα φταίει αυτό το λειβαδιανό μπλογκ που ανακάλυψα πρόσφατα. Μπήκα μέσα και μου μύρισαν φουρτάλιες, αμυγδαλωτά,λουκάνικα, ρακιά, σίσυρα. Γνήσιοι καλοφαγάδες οι Ανδριώτες και οι Ανδριώτισσες και ειδικά αυτές οι τελευταίες πολύ καλές μαγείρισσες, γιατί αγαπάνε κι οι ίδιες το φαγητό. Τα παραδοσιακά τραπέζια στο νησί θα τα ζήλευε σήμερα και το πιο απαιτητικό "κέτερινγκ". Η παράδοση φερμένη από την ανατολή, Σμύρνη, Πόλη, που πήγαιναν οι γυναίκες του, για να δουλέψουν, και έφερναν μαζί τους τις νοστιμιές και το υψηλό γούστο στο φαγητό, κυρίως όμως αυτή την αφθονία των εδεσμάτων. Απορώ πώς τα κατάφερναν να συντηρήσουν μια τέτοια παράδοση, σε ένα νησί με τόσο περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες. Δεν μιλάω μόνο για τις αστικές οικογένειες, ναυτικών και εμπόρων, αλλά κυρίως για τις αγροτικές που περιστασιακά κατέφευγαν στη θάλασσα ή στη μετανάστευση, όταν η γη δεν έφτανε να τους ζήσει. Και μόλις εξασφάλιζαν τη... συρμαγιά τους, γύρναγαν στη γη, σαν να μην είχαν φύγει ποτέ.
Θυμάμαι τα κεράσματα. Λοιπόν, ας πούμε πως πας επίσκεψη σε ένα τυπικό ανδριώτικο σπίτι. Πρώτα σου έβγαζαν το γλυκό του κουταλιού στο δίσκο με τα ποτήρια, το κουταλάκι και τον κεσέ. Ένας επισκέπτης της γιαγιάς μου, Αθηναίος, πήρε τον κεσέ με το γλυκό τριαντάφυλλο και τον άδειασε! Δεν ήξερε ο δόλιος πως έπρεπε να πάρει μόνο μια κουταλιά και μετά "εσλύσθνε" . Έπειτα έφερναν με τη σειρά, φοινίκι, κουραμπιέ, αμυγδαλωτό ή καλτσούνι ή και τα δύο. Μα το θεό σας λέω, και το καθένα με τελετουργία, πιατέλα, χαρτοπετσέτα και αν δεν τα έτρωγες, σακουλάκι να τα πάρεις μαζί σου. Πριν και μετά, ρακί για τους άνδρες, ροσόλι για τις γυναίκες. Όχι, δεν σταμάταγαν εκεί, έφερναν πάστα, όχι εμπορίου, σπιτική, με βούτυρα και μπισκότα και μαρέγκα, ή κάποιο γλυκό ταψιού. Τέλος είχε καφέ με κουλουράκια. Αργότερα αν συνεχίζονταν έβγαιναν και μεζέδες με κρασί. Κι όχι προγραμματισμένα, από τα "βρισκούμενα". Τώρα πώς βρίσκονταν μια απλή μέρα 10 διαφορετικά φαγητά και τώρα δεν μπορούμε να μαγειρέψουμε ή να φάμε το ένα;
Θα περίμενε κανείς αυτές οι γυναίκες με τόσο φαγητό να είναι τετράπαχες. Όχι, καθόλου. Η παραδοσιακή Ανδριώτισσα είναι αφράτη, με καμπύλες, αλλά ποτέ χοντρή. Και αυτό ήταν το πρότυπο της ομορφιάς. Οι αδύνατες έμεναν στα αζήτητα. Η συμβουλή της γιαγιάς μου όταν με έβλεπε να προσέχω το φαγητό μου ως κοπέλα, για να μην παχαίνω, ήταν "να τρως να 'σαι όμορφη". (Εδώ που τα λέμε, ακόμα βλέπω όμορφες γυναίκες στο νησί μου, σε μεγάλες ηλικίες, χωρίς λίφτινγκ, μακιγιάζ και τα χίλια δυο ψιμύθια του διαόλου.)
Εκεί όμως που το φαγητό είχε την τιμητική του, και οι καλοφαγάδες "λαμπρή", ήταν τα χοιροσφάγια. Τέτοια εποχή γίνονται. Αν σας το αφηγηθώ, αγαπητοί αναγνώστες, θα δείτε πόση επιείκεια πρέπει να δείχνετε σε μία γυριστρούλα που γαλουχήθηκε με τόσο διαφορετικά ιδεώδη από τα...politically correct (φιλοζωικά, ειρηνιστικά, χορτοφαγικά, ορθορεξικά και δε συμμαζεύεται) της εποχής μας και υμών των ιδίων.
Πρώτα να σας πω για τη χαρά και την ανυπομονησία που νιώθαμε την παραμονή. Πηγαίναμε και βλέπαμε το χοίρο στην κέλα του και το αστείο ήταν: "απόψε θα δει όνειρο κόκκινη κορδέλα στο λαιμό του". Την άλλη μέρα εμείς και οι άνδρες- σφαγείς και εκδορείς, απίκο από τα χαράματα. Οι άνδρες με τα μαχαίρια, εμείς με τις ποδίτσες.
Παρακολουθούσαμε με ενθουσιασμό ρωμαϊκού όχλου τη σφαγή. Καμαρώναμε τον καλό σφαγέα, που δεν δίσταζε από τα φριχτά ουρλιαχτά, και κάρφωνε επιδέξια το άτυχο ζώο. Οι ατζαμήδες, που τους ξέφευγε μισοσφαγμένος και έτρεχε στο χωράφι, γίνονταν καταγέλαστοι για καιρό. Μετά, στο γδάρσιμο και στο κατάκομμα των κρεάτων, περιμέναμε ανυπόμονα να πάρουμε τη φούσκα (ουροδόχο κύστη) να τη φουσκώσουμε κι αφού χορτάσουμε παιχνίδι, να τη σκάσουμε το βράδυ κάτω από το μεγάλο τραπέζι όπου καταφεύγαμε για σκανταλιές όλα τα αλητάκια.
Α, περιμέναμε και το γάιδαρο και τσακωνόμασταν ποιος θα τον προλάβει, για να τον σέρνει πίσω του δεμένο. Όπου γάιδαρος, η κάτω σιαγόνα του χοίρου.
Είχαμε και δουλειές, μας έστελναν να μοιράσουμε τα "πιάτα", ένα πιάτο με όλους τους χοιροσφαϊνούς μεζέδες στα σπίτια που δεν "κάναμε μαζί χοιροσφάγια", με πρώτες πρώτες τις έγκυες, μην τους μυρίσει κι αποβάλουν.
Ποιοι ήταν οι τυπικοί μεζέδες; Πρωί:μπριζόλα (μικρά κομματάκια μαγειρευτό χοιρινό με ρίγανη), πιλάφι, το συκώτι τηγανητό. Μεσημέρι: Το "μεσημεριανό" (μικρά κομματάκια χοιρινό κοκκινιστό), πατάτες κι όλα τα προηγούμενα συν τα σίσυρα αν είχαν βγει. Το βράδυ: Σούπα, βραστό, ψητό κατσαρόλας, ντολμάδες με λάχανο κι όλα τα προηγούμενα. Σε όλα τα τραπέζια άφθονη ρόκα και τουρσιά.
Τώρα πώς άντεχαν αυτοί οι άνθρωποι, μετά από τόση δουλειά, κι ενώ είχαν πάει και το απόγευμα στα ζώα τους, να γλεντάνε και να πίνουν, είναι απορίας άξιον.
Και για μας τα παιδιά όμως υπήρχε συνέχεια.
Χορτάτα από αίμα και παιχνίδι, ταϊσμένα με το ζόρι, αφού είχαμε "γκώσει" πια με τέτοια βαριά φαγητά, θέλαμε ένα μεζεδάκι ακόμα για τα αιμοδιψή ένστικτά μας: Πηγαίναμε κυνήγι. Μεγάλη παρέα, με φακούς, μπαίναμε σε ερειπωμένα σπίτια ή κελιά να πιάσουμε κομπογιάννηδες. Κάτι λιανά πουλάκια φουκαριάρικα, που δεν θυμάμαι τι τα κάναμε.
ΑΛΗΘΕΙΑ δεν θυμάμαι....
ΥΓ: Η υπέροχη φωτογραφία πάλι από το λειβαδιανό μπλογκ, ευχαριστώ αννούλα, εκ των υστέρων, αλλά με κολάσατε.
17 comments:
Υπέροχο κείμενο κάτω από υπέροχη φωτογραφία..
Κάποια στιγμή και εκ του αντιστρόφου ο συνειρμός μου με πήγε στο "αστειάκι" με το παιδάκι της πόλης, που βλέποντας στην εξοχή ένα ζωντανό κοτόπουλο παρατηρεί πως "μπαμπά, κοίτα, το κοτόπουλο άνθισε".
Ακόμα κι εγώ, μεγαλωμένος σε συνοικία της Αθήνας, αλλά στον αιώνα που οι δρόμοι ακόμα ήταν χωμάτινοι, έχω στη μνήμη μου αυτό το αποτύπωμα της παιδικής σκληρότητας στην επαφή με τα ζώα και τα ζωάκια των πέριξ, αυτό που έτσι κι αλλιώς είναι ζωή, πέρα από τα πολιτικά ορθά που εύστοχα επισημαίνεις.
Πολλά...
Καλό σου βράδυ, ανδρεία!
Καλημέρα, διονύση. Με χτυποκάρδι κοίταξα τα σχόλια πρωί πρωί. Περίμενα αποδοκιμασίες και αποτροπιασμό. Σ' ευχαριστώ, φίλε, έκανες καλό ποδαρικό. Ελπίζω η συνέχεια...
Αποτρπιασμό; Τι λες γλυκιά μου ...
Μας πρόσφερες τέτοιο γευστικό ταξίδι που εγώ τουλάχιστον σου είμαι ευγνώμων
Και μου φερες και μνήμες
ά γυριστρούλα...
Μεριλού μου, ευχαριστώ, αλλά δεν περίμενα αποδοκιμασίες ακριβώς από σένα...
εεεε...σίγουρα τα χοιροσφάγια δεν είναι το πιο άγριο που έχεις ζήσει εκεί στο Μυλοπόταμο...
Ακριβώς από μένα ε;
Καλάα....
Τι να γίνει καλή μου όπως λες και συ γαλουχήθηκα με συγκεκριμένες πορφυρού χρώματος αξίες και μ' όλη μου το οικολογικό κλπ. λούστρο προφανώς δεν καταφέρνω να κρύψω και πολλά
Οι μνήμες σου είναι "αγροτικές" όπως και οι δικές μου, απλά σήμερα τα βλέπουμε όλα αυτά μέσα από το σημερινό τρόπο ζωής σε πόλεις και χωριά....κι αυτό δημιουργεί ανάκατα συναισθήματα, εκείνο όμως που είναι πραγματικά άξιο λόγου είναι αυτή η αξιοσύνη των γυναικών εκείνης της εποχής, δεν σταματούσαν ούτε μια στιγμή να δουλεύουν σκληρά στο χωράφι,στο μαγείρεμα, στα παιδιά τους, και όλα γινότανε με φυσικότητα και αβίαστα, θαρρείς και ήταν από σίδερο.
Α και κάτι ακόμα, αυτό με τα κεράσματα μου φάνηκε πολύ δελεαστικό, μακάρι να μπορέσω να πάω κάποτε στην Ανδρο για να το δώ και από κοντά....
Αχ, κι εγώ μωρέ...
Ήταν ένας άλλος τρόπος ζωής, γιώργο, εν κινήσει, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακόμα και όταν κάθονταν δούλευαν, στις βεγγέρες καθάριζαν φασόλια, καλαμπόκια, αμύγδαλα.
Για να τα βρεις πια αυτά έτσι στο νησί, πρέπει να πας με τη μηχανή του χρόνου. Ακόμα και στα χοιροσφάγια που γίνονται, δεν κάνουν τόσα πολλά, γιατί δεν τρώγονται. Όλοι προσέχουν πια.
Κι εσύ, μέριλ, κι εσύ...
Θα σε βάλουμε να σφάξεις το χοίρο όμως να ξέρεις...
Τι είναι αυτά τα πράματα; Μετατρέψαμε τα μπλογκς σε λαογραφικά εργαστήρια; Αίσχος και ...ευχαριστίες για τη νοσταλγία που μοιράζεις αφειδώλευτα.
θερσίτη μου, τι να κάνω, τα της εκπαίδευσης μας έπεσαν πολύ βαριά τελευταία, χρειαζόμαστε μια ανάπαυλα.
Gyristroula υπέροχο το κείμενο σου.
Αυτό με τα κεράσματα που πηγαινοέρχονται συνέχεια το έχει η γιαγια μου που είναι Σμυρνιά.
Αποτροπιασμό από μένα δεν πρόκειτα να λάβεις φυσικά. Μπορεί να μην έχω δει να σφάζουν χοίρους παρά μόνο κοτόπουλα στο χωριό καθώς και να τα ξεπουπουλιάζουν στη σκαφη με το ζεστό νερό, αλλά θα ήθελα να δω, καθότι τα έθιμα κάθε τόπου αποτελούν την ιστορία του. Να είσαι επίσης σίγουρη οτι θα δοκίμαζα ότι περιεγραψες στο ποστ εκτός από τα γλυκά και ιδιαίτερα αυτά του βουτυρου! Με το γάλα δεν έχω και την άριστη σχέση!
Ανεβάζεις τις μετοχές σου, ndn μου, στο πόσο ευπρόσδεκτος θα ήσουνα στο νησί. Σμυρνιά γιαγιά , όχι χορτοφαγικές τάσεις, ούτε μεγάλες ζωοφιλικές ευαισθησίες. (Σκέψου τώρα εσύ ευαίσθητη ψυχή να κλαίει που χτυπούσε ο ψαράς το χταπόδι. Ακόμα γελάνε.) Ακόμα κι αυτό με τα γαλακτοκομικά έχει μια βάση. Σε πολλούς ντόπιους δεν αρέσουν τυριά και γάλατα κατσικίσια. Μεταξύ αυτών και οι δικοί μου. Αλλά μη μου πεις, Σαλονικιέ ότι δεν τρως καζάν ντιπί με βουβαλίσιο γάλα!
Φιλενάδα, βαρβαρούλα έπρεπε να σε λένε, όχι γυριστρούλα :))) Έ, τι περιμένεις τώρα να σου πω ότι τρελάθηκα με την εικόνα του μισοσφαγμένου χοίρου;... αλλά ξαναδιάβασα όλ' αυτά τα πρώτα με τις λιχουδιές και ίσιωσα!! Παναγία μου! Τρέχω να πάρω καμμιά σοκολάτα :)))
(αλήθεια τι σημαίνει "εσλύσθνε" -ούτε να το προφέρω δεν μπορω- και τι είναι το ροσόλι;)
Αχ, λορελάη, το καημένο το γουρουνάκι! Το περίεργο είναι ότι εγώ ήμουν ευαίσθητο παιδάκι, λυπόμουν τα κατσικάκια που σφάζανε, τα κουνελάκια (όχι επειδή δε μου αρέσει το κρέας τους, αμέσως εσύ!), το χοίρο όμως τον βλέπαμε σαν σφάγιο, λες και δεν είχε ψυχή ο κακομοίρης. Λέω του χρόνου να κάνω χοιροσφάγια, ετοίμασε ποδίτσα και κοφτερό μαχαίρι.
ΥΓ Το εσλύσθνε είναι...ηχοποίητη λέξη, μην την ψάξεις στα λεξικά όμως!
Το ροσόλι είναι χειροποίητο λικέρ από βύσσινα ή βερίκοκα και ρακί. Θα μας πουν οι Λειβαδιανές, αυτές μου το θύμισαν.
καλησπέρα
επειδή με ενδιαφέρει για την διάλεξή μου, είναι εύκολο να μου εξηγήσετε τι είναι η "κέλα" του χοίρου
ευχαριστώ
Κέλα του χοίρου ή αλλιώς "χοιρόκελα" ή "χοιρόκιλα" είναι το κελί που βάζουμε το χοίρο, ο στάβλος του, όπως λέγεται γενικά. Συνήθως βρίσκονταν κοντά στα σπίτια και τον τάιζαν με τα αποφάγια ή τα βρώσιμα απορρίμματα του νοικοκυριού. Ποιο θέμα αφορά η διάλεξή σας;
Post a Comment