Friday, January 28, 2011

Για ποια αλληλεγγύη σας μιλάνε;



Για ποια αλληλεγγύη σας μιλάνε;

Αυτοί που δεν έχουν πεινάσει ποτέ περιμένουν από σας να πεθάνετε από την πείνα, για να δικαιώσετε την ανέξοδη επαναστατικότητά τους.
Αυτοί που δεν έχουν φτύσει αίμα ποτέ για ένα κομμάτι ψωμί, σας βάζουν να παλέψετε για το "παντεσπάνι" που θα τρέφει τις επαναστατικές ονειρώξεις τους.
Σας πήγαν σε ένα χώρο, άπιαστο όνειρο για σας, που αυτοί μπορούν εδώ και χρόνια να χρησιμοποιούν ως γήπεδο επαναστατικών ασκήσεων, και σας άφησαν εκεί βορά στα θηρία που για τους ίδιους έχουν αποδειχθεί εδώ και χρόνια συμπαίχτες στον ίδιο κλεφτοπόλεμο.
Δεν τους νοιάζει που στρέφουν εναντίον σας το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας. Αυτοί δεν περιμένουν από αυτήν δουλειά, ψωμί, ανοχή, ανθρωπιά.
Σας βλέπουν ως συντρόφους τους, μόνο μέσα στο πολιτικό τους νεφέλωμα. Πόσοι από αυτούς γνωρίζουν το όνομά σας, αν έχετε γυναίκα και παιδιά, αν ζουν οι γονείς σας. Πόσοι θα δέχονταν να περάσετε μια βραδιά στα σπίτια τους, να μοιραστούν μαζί σας το φαΐ τους;
Δεν ξέρουν τι θα πει μια μέρα δουλειάς στα χωράφια, στην οικοδομή, στη φροντίδα ενός γέρου ή ενός αρρώστου. Έχουν μάθει μόνο να διεκδικούν, να απαιτούν, να καταχρώνται δικαιώματα. Ξέρουν καλά να καταλαμβάνουν χώρους, να τα "σπάνε", να πετάνε πέτρες, να καίνε και να ρημάζουν. Ζουν μια άγρια εφηβεία, ακόμα κι αν οι περισσότεροι έχουν περάσει προ πολλού αυτή την ηλικία. Ζείτε σαν άνδρες από τα μικράτα σας,κανείς δεν σας αναγνώρισε ποτέ κανένα δικαίωμα εκτόνωσης.
Σπουδάζουν αιωνίως και μάλιστα οι περισσότεροι με μπαμπούλα τον πολιτικό ακτιβισμό, εκβιάζουν βαθμούς, θέσεις, διευκολύνσεις, παροχές, εξουσία.
Αφήσατε τα θρανία πριν καλά καλά μάθετε να διαβάζετε και να γράφετε κι όμως οι πανεπιστημιακοί χώροι θα είχαν σίγουρα στα χέρια σας καλύτερη μεταχείριση από αυτή που τους επιφυλάσσουν οι αυτόκλητοι προστάτες σας.
Μην τους εμπιστεύεστε, δεν είναι σε θέση να σας καθοδηγήσουν. Εσείς, αντίθετα, θα είχατε πολλά να τους μάθετε: Για το ψωμί, τη δουλειά, το σχολειό, τον πόνο, την αλληλεγγύη. Στηριχθείτε στους αληθινούς ανθρώπους αυτής της χώρας που δεν σας βλέπουν σαν υλικό ανάφλεξης. Αν κερδίσετε κάτι, θα το κερδίσετε δίπλα τους, όχι απέναντι. Εκεί, στο χωράφι, στο γιαπί, στη γειτονιά. Όπως κάποιοι παλιότεροί σας που γίνονται ολοένα και πιο δικοί μας. Που τα παιδιά τους πια δεν ξεχωρίζουν από τα παιδιά μας κι έχουμε μοιραστεί και το φαΐ και το κρασί μας μαζί τους. Μόνο έτσι κερδίζεται η αλληλεγγύη, όχι με ολοκαυτώματα και πυροτεχνήματα.
Από πότε άλλωστε η δύναμη των αληθινά απελπισμένων είχε ανάγκη την κάλπικη αλληλεγγύη των χορτάτων;

Friday, January 21, 2011

Η παραγγελιά της Ανδριώτισσας


Έμαθα για σένα τον τελευταίο καιρό. Δεν σε ήξερα όσο ζούσες. Διάβασα το όνομά σου σε μια μαθητική εργασία που έγινε ημερολόγιο. Ένα όνομα χαϊδευτικό, παιχνιδιάρικο,μιας κοπέλας που την προσέχουν και την καλομαθαίνουν. Είδα τη "φωτογραφία" σου στο παλιό πανηγύρι. Μπήκες με την παρέα σου, έκανες παραγγελιά στα όργανα, χόρεψες κι έφυγες. Κορίτσι πράμα, πού το βρήκες το θάρρος να σταθείς εκεί μπροστά στον κόσμο και να ζητήσεις χορό. Μόνο οι άντρες μπορούσαν να σε χορέψουν κι αυτοί αν ήταν συγγενείς ή συχωριανοί σου. Οι άλλοι έπρεπε να ζητήσουν την άδεια του κηδεμόνα. Και βγαίνεις εκεί μπροστά και κάνεις παραγγελιά. Ποιο τραγούδι ζήτησες; Ποιο χορό χόρεψες άραγε; Ξέρεις πόσες φορές κι εγώ κοπέλα χόρεψα λάθος χορό με λάθος καβαλιέρο κι άφησα το τραγούδι μου αχόρευτο; Ποτέ δε βρήκα το θάρρος σου και είμαι εγγονή σου στα χρόνια.
Είπανε πως ήσουν μεθυσμένη. Με τι είχες μεθύσει, αθάνατο κορίτσι του παλιού πανηγυριού; Η νιότη σου ήταν το κρασί ή η καρδιά σου που πετάριζε με τη δοξαριά του βιολιού; Μην ήσουν μεθυσμένη από έρωτα παλικαριού ή σε μέθυσαν τα πειράγματα και οι τρέλες των φιλενάδων σου;
Τι σε περίμενε μετά; Σχόλια, βλέμματα, σούσουρο στη γειτονιά; Σε μάλωσαν οι δικοί σου;
Κάτι μου λέει ότι καθόλου δε σε ένοιαξε. Έμαθα εγώ πως πάντα έζησες ελεύθερη και ότι ποτέ δεν μπόρεσε ο μικρός μας τόπος να σε υποτάξει, να σε βάλει στα δικά του καλούπια. Έφτιαξες εσύ τώρα ένα καινούριο καλούπι για μας: της Ανδριώτισσας "Στέλλας", που ακόμα και τώρα που δεν υπάρχει πια στη ζωή, τη συζητάνε και αναστατώνονται με την παραγγελιά της όσες δεν μπόρεσαν ποτέ να κάνουν παραγγελιά το τραγούδι τους.

Monday, January 17, 2011

Η μάχη του Μαραθώνα κερδίζει τον πόλεμο της ιστορίας


Αυτό που μου αρέσει όσο μεγαλώνω είναι να αλλάζω απόψεις- ούτε το ανεμόμυλος, ούτε το γυριστρούλα άλλωστε αναφέρονται μόνο στους ανέμους και τις βόλτες τους. Μια άποψη που άλλαξα σήμερα είναι αυτή για τις μάχες. Πάντα πίστευα ότι δεν χρειάζεται στην ιστορία να δίνουμε και τόση έμφαση σ' αυτές. Αλλού είναι το ζουμί της ιστορικής γνώσης: αίτια, συνθήκες, παράγοντες, συνέπειες, σημασίες, κοινωνική διαστρωμάτωση, πολιτική ανάλυση. Μόνο που από τις πολλές διαστρωματώσεις και αναλύσεις έρχεται η ιστορία και γίνεται ένα άνοστο κουρκούτι, που σε στέλνει στα στρώματα με βαθιά χασμουρητά. Ενώ μόλις αρχίσεις να ασχολείσαι λιγάκι με τα ίδια τα έργα των ανθρώπων, ειρηνικά και πολεμικά, να ψάχνεις τις ιστορίες τους, τις αληθινές και ανθρώπινες- όχι αυτές που γράφουν κάποιοι άκαπνοι μέσα σε μουχλιασμένες κάμαρες- αμέσως ζωντανεύουν όλα. Να, ας πούμε σήμερα, που μιλήσαμε για τη μάχη του Μαραθώνα με την ομάδα των παιδιών που θα την παρουσιάσουν στο επόμενο μάθημα, πώς ζωντάνεψε ξαφνικά η τάξη. Από παντού ξεπρόβαλλαν πολεμιστές με περικεφαλαίες και ασπίδες και άλλοι με γενειάδες και τόξα, μας γέμισαν σκόνη με τα ποδοβολητά τους και αγριευτήκαμε από τις ιαχές και τα γογγυτά τους. Τρυπώσαμε στη σκηνή του Μιλτιάδη και τον ακούσαμε να καταστρώνει πονηρά σχέδια με τον Καλλίνικο και τους άλλους αρχηγούς. Είδαμε το ακρογιάλι να γεμίζει με ποικίλους σχηματισμούς πολεμιστών, άλλους τακτικούς και οργανωμένους κι άλλους όπου φύγει φύγει. Καμαρώσαμε λιγάκι που από τις λίγες φορές στην ιστορία μας είμαστε εμείς οι οργανωμένοι και πειθαρχημένοι (ποιος μας μάτιαξε από τότε;) Εντάξει, είναι λίγο πολεμοχαρές να χαίρεσαι με τις μάχες και καθόλου... κοριτσίστικο, αλλά μετά από τόσα χρόνια πορείες και διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών και τόσα παιχνίδια με κούκλες και κουκλόσπιτα, δικαιούμαστε κι εμείς λίγη δράση.

Sunday, January 9, 2011

Στον Αθηναίο που δεν ζει στην Αθήνα












Σε είδα πάλι να περπατάς βιαστικός στους δρόμους της πόλης που δεν αγαπάς, τυλιγμένος αεροστεγώς, μέσα έξω, ασυγκίνητος από την ομορφιά και την ασχήμια που περπατάνε δίπλα σου, αδιαπέραστος από τα κατά συνθήκην βλέμματα που πέφτουν πάνω σου. Πώς να σου πω ότι ζεις σε μια πόλη, την πιο πόλη από όλες τις πόλεις του κόσμου, που κάθε μέρα είναι μαζί πανάρχαιη και μοντέρνα, μπαμπόγρια και κοριτσόπουλο, ελευθέρια και αθώα. Πώς να σου πω ότι ένα μεγάλο εκκολαπτήριο είναι η πόλη σου, μια μήτρα που γεννάει ασταμάτητα όλα τα καλά και τα άσχημα του καιρού της. Πρέπει να αρχίσεις να κοιτάς γύρω σου. Από πού ξεφύτρωσαν τόσοι άστεγοι σε παγκάκια και γωνιές, τόσοι μικροπωλητές του τίποτα. Ποιος αγοράζει το τίποτα σήμερα; Θέλεις ένα φακουδάκι για την τσάντα σου; Δεν θα έχει πάντα φως. Ένα αναπτηράκι Αη Βασίλη; Δεν θα είναι πάντα Χριστούγεννα. Ένα μικρό σουγιά με πράσινη λαβή; Δεν θα έχουμε πάντα ειρήνη.
Μην θυμώνεις μ' αυτούς που έχουν καθίσει εκεί που ποτέ δεν πήγαινες εσύ. Ποτέ δεν βγήκες μια βόλτα με τα παιδιά σου στην Ομόνοια, να τους πάρεις σουβλάκι και κανένα κουλούρι, να τα αφήσεις να κάτσουν στις βρόμικες πλάκες να λιαστούν. Η Ομόνοια ανήκει τώρα σ' αυτούς που την καταδέχονται, είναι η πλατεία των άλλων, εσύ φεύγεις γρήγορα από κει, για να μη μοιάζεις όλο και περισσότερο μ' αυτούς τους άλλους.
Η πόλη σού γυρίζει την πλάτη και αγκαλιάζει αυτούς που τη ζούνε και τη χαίρονται. Εσύ βιάζεσαι να γυρίσεις σπίτι. Πού γυρνάς κάθε φορά με τόσο πάθος; Σε πόσες οθόνες μπροστά έχεις ραντεβού;
Ζεις εκεί και ονειρεύεσαι το χωριό σου, μια άλλη πόλη, μια άλλη χώρα. Πήγαινε εκεί που ονειρεύεσαι. Δεν έχεις αρκετές δικαιολογίες για αυτή την απιστία στη ζωή σου. Δώσε την πόλη σου σε όσους την ποθούν και τη γουστάρουν. Να 'χει ελπίδα να ομορφύνει, να αναγεννηθεί, να μην κακογεράσει σαν απότιστη από έρωτα γυναίκα.
Δεν το έχεις προσέξει, αλλά σιγά σιγά στις γειτονιές της πόλης σου και στο κέντρο της, αρχίζει να ανεβαίνει ένα καινούριο ρεύμα, υπόκωφο, απροσδιόριστο, αλλά επίμονο.
Ομάδες,κινήσεις, μικρές συλλογικότητες, μικρές αντιστάσεις, μικρές ανάσες. Πολίτες που ανακτούν μια πλατεία, άλλοι που κάνουν ρεφενέ πάρτι σε ακάλυπτους, άλλοι που αγωνίζονται για να μην παραδοθούν εστίες πρασίνου στο τσιμέντο, μαγαζάκια με ανταλλακτικό εμπόριο.
Καιρός να βρεις τους συμπολίτες σου, χρόνια ζεις έγκλειστος, απομονωμένος μέσα στο χρυσό κλουβί σου. Τώρα θα φτωχύνεις, δεν θα έχεις πια πολλά παιχνίδια και λιλιά να ξεγελάς τη μοναξιά σου.
Καιρός να βρεις την πόλη σου.

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...