Saturday, March 27, 2010

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι για το Πάσχα.


Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μεγάλη και βαθιά θάλασσα ζούσανε έξι νησιά ταξιδιάρικα. Σαλαγιασμό δεν είχανε αυτά τα νησιά, μπλέκανε το καθένα και σ' άλλο ταξίδι. Το γαλάζιο το πιο δυνατό νησί, ήθελε εκτός από δυνατό να γίνει και πολύ σοφό και πήρε πολλά βιβλία να διαβάσει, έμαθε από κει πολλά μυστικά για τους ανθρώπους και χάθηκε μέσα στις σελίδες τους. Το πράσινο νησί είχε άλλο ταξίδι. Πάλεψε να δώσει τις γνώσεις του στον κόσμο και να τον αλλάξει, μα ο κόσμος έχει ένα πείσμα να μένει ο ίδιος και το πράσινο νησί κουράστηκε και θύμωσε, αλλά ακόμα παλεύει χωρίς σταματημό. Το κόκκινο νησί, πάλι, ταξίδια σε χώρα μακρινή και άγνωστη έκανε. Βρήκε και έφερε από κει θησαυρούς και μαλάματα και άφθονα μυρωδικά κάθε λογής να τα δώσει απλόχερα σε όσους ψάχνουνε να ντύσουν την ψυχή τους με ομορφιά. Το μικρό πορτοκαλοκίτρινο νησάκι με το τόπι του, έπαιξε έπαιξε με την ψυχή του. Έριξε μπαλιές χαράς σε όσους είχαν ανοιχτά τα χέρια και ταίριαξε τραγούδια στα μέτρα του κάθε επισκέπτη του. Το μικρό βραχονησιδάκι, τώρα, ζαβολιάρικο σαν τη νονά του το άτιμο, όλο άφηνε τη θάλασσα και τσουπ σκαρφάλωνε στο παλιό του στέκι, το γαλάζιο νησί, να το συντροφεύει και να το προσέχει μη το καταπιούν τα πολλά ανοιχτά βιβλία του. Μα, όποτε ξαναγίνοταν νησί άφηνε τους επισκέπτες του να ακουμπήσουν πάνω του ιστορίες, χρώματα, μουσικές. Τέλος, το ρόδινο νησί της πανέμορφης (μην το ξεχνάμε αυτό) νεράιδας, με τους ανέμους να του γυρίζουν τα μυαλά κι έναν ψαρά να του ανακατεύει τα χωρικά του ύδατα, νοστάλγησε τόσο τα υπόλοιπα, που ζήτησε από την καλή νεράιδα να κάνει τα μαγικά της και να τα μαζέψει όλα στο ίδιο λιμάνι. Κάθισε λοιπόν κι αυτή και ζύμωσε μια πίτα με κάθε λογής μαγικά και ξόρκια, την πλούμισε με αξεπέραστη τέχνη από αρχαία ιερογλυφική γραφή και γύρισε το χρόνο να δείχνει χριστούγεννα, γιατί αυτή είναι η γιορτή των νησιών που ανταμώνουνε και δένονται στο μαγικό κύκλο της αγάπης. Κι επειδή όπως φαίνεται αυτοί θα ζήσουν καλά, ευχόμαστε και σε όλους εσάς να ζήσετε ένα ακόμη καλύτερο χριστουγεννιάτικο Πάσχα.

Thursday, March 25, 2010

Μια βραδιά στη λέσχη ανάγνωσης για μεγάλους.


Μεγαλώνοντας μαθαίνεις τα περισσότερα και τα καλύτερα,τελικά. Χθες το βράδυ, στη λέσχη ανάγνωσης των μεγάλων, έμαθα πως το να σου μιλάνε για ένα βιβλίο μπορεί να είναι πιο συναρπαστικό από το να το διαβάζεις. Ειδικά όταν αυτό το βιβλίο έχει ευτυχήσει να διαβαστεί από έναν άνθρωπο με υψηλή αναγνωστική δεκτικότητα και παράλληλη μεταδοτικότητα νοήματος και συγκίνησης, γίνεται το όχημα ενός ταξιδιού που σε πάει πολύ πιο μακριά από κει που φτάνουν οι λέξεις, ενώ κάθεσαι ήσυχα γύρω από ένα τραπέζι μιας σχολικής βιβλιοθήκης.
Σουζάννα Ταμάρο η συγγραφέας, όπου σε πάει η καρδιά, ο τίτλος του βιβλίου: η ιστορία μιας γυναίκας, που έζησε μια ζωή το ίδιο δύσκολη και ενδιαφέρουσα με τη ζωή κάθε ανθρώπινου πλάσματος, μόνο που αυτή μπόρεσε να τη βάλει σε λέξεις, γράφοντας σε ένα αγαπημένο της πρόσωπο, την εγγονή της, που ήταν πολύ μακριά της όχι μόνο γεωγραφικά.
Δεν ξέρω αν θα το διάβαζα ποτέ με δική μου πρωτοβουλία. Δυστυχώς, έχω μια προκατάληψη για τη λεγόμενη γυναικεία γραφή, όταν ομφαλοσκοπεί επίμονα και αναμασά το ίδιο χιλιοπαιγμένο μοτίβο μιας υπερβολικά συναισθηματικής ερμηνείας του μικρόκοσμου, αφήνοντας έξω από την οπτική της γωνία το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας, τα γεγονότα, τα πρόσωπα των άλλων, τις ζωές των άλλων, τον υπόλοιπο κόσμο που δεν είναι "ΕΓΩ".
Χθες βράδυ όμως δεν ήταν έτσι. Η ανάγνωση της Ελένης ανέδειξε αυτές τις πλευρές του βιβλίου που το έκαναν σημείο αναφοράς μιας συζήτησης τόσο ουσιαστικής και περιεκτικής, που αμφιβάλλω αν κανείς το συνειδητοποίησε, έτσι απλά που έρρεε, μαζί με το ρακάκι μου και τα φοινίκια της Ειρηνούλας,αφήνοντάς μας με την ίδια γλυκιά και ζεστή αίσθηση, μιας κουβέντας που δεν φιλοδοξεί να λύσει τα μυστήρια του κόσμου.
Κι έτσι θα μείνει άλυτο το μυστήριο, γιατί εγώ χθες βράδυ γυρνώντας σπίτι είχα και τις τσέπες μου γεμάτες από τη χαρά ενός χρόνου απόλυτα κερδισμένου.

Monday, March 22, 2010

Στον πιο αγαπημένο ποδηλάτη του ανεμόμυλου

Γιατί μερικές φορές αρκεί μια μικρή αναποδιά για να δούμε καθαρά πόσο πολύτιμοι είναι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι.
Και γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε να τους το λέμε...
Πάμε λοιπόν για ορθοπεταλιές, φιλαράκι μου!

Sunday, March 21, 2010

Παγκόσμια ημέρα ποίησης: εν αρχή ην νεφέλη χρυσείη.



Τότε που ο Ποιητής έβαζε τους θεούς να ερωτεύονται, τυλίγοντάς τους τρυφερά μέσα στο χρυσό του σύννεφο, να μην τους δουν βλάσφημα μάτια,να μην τους φτάσει ο αχός του πολέμου, τότε είναι που άρχισαν όλα: Ο έρωτας, η ποίηση, ο χρόνος, ο κόσμος.
Ας πάμε ξανά εκεί στην Ίδη, μέρα που είναι, να ξαναπιάσουμε από την αρχή το παλιό τραγούδι:

«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τι λόγια αυτά που κρένεις;"
Αλήθεια θέλεις να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε
στης Ίδας τις κορφές, που φαίνουνται τρογύρα αλάργα ολούθε;
και τι θα γίνει αν ως κοιμόμαστε μας δει αναιώνιος κάποιος
θεός, και σ᾿ όλους τους αθάνατους να το προφτάσει τρέξει;
Όχι, δε γίνεται, απ᾿ την κλίνη σου να σηκωθώ και πίσω
έτσι να φτάσω στο παλάτι σου᾿ ντροπή μεγάλη θα 'ταν.
Μ᾿ αν είναι τόσος τώρα ο πόθος σου κι αν τόσο αλήθεια θέλεις,
έχεις θαρρώ δικιά σου κάμαρα, χτισμένη από το γιο σου
τον Ήφαιστο, που πόρτες στέριωσε γερές στους παραστάτες·
κει πέρα ας πάμε να πλαγιάσουμε, μια και ζητάς αγκάλη.»

Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ήρα, κανείς θεός, μη σκιάζεσαι, μήτε θνητός δεν είναι
για να μας δει· με τέτοιο σύγνεφο χρυσό θα σε σκεπάσω,
που μήτε ο γήλιος διαπερνώντας το βαθιά ως εμάς να φτάσει,
με όσο κι αν έχει φως και δύναμη να διαπερνάει τα πάντα.»
Αυτά είπε ο Δίας, και τη γυναίκα του στην αγκαλιά του παίρνει,
κι η γης η θεία χορτάρι νιόβλαστο φυτρώνει κάτωθέ τους,
σαφράνια και τριφύλλια ολόδροσα και κρίνους και ζουμπούλια,
πυκνά, απαλά, που ανακρατούσαν τους, το χώμα μην αγγίξουν.
Κει μέσα τότε οι δυο τους έγειραν, σε σύγνεφο κρυμμένοι,
χρυσό, πανώριο, κι αργοστάλαζε στραφταλιστή η δροσιά του.
Έτσι γλυκά ψηλά στο Γάργαρο κοιμόταν ο Πατέρας,
σκλάβος στον ύπνο και στον έρωτα, στην αγκαλιά της Ήρας·

αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες.
εἰ νῦν ἐν φιλότητι λιλαίεαι εὐνηθῆναι
Ἴδης ἐν κορυφῇσι, τὰ δὲ προπέφανται ἅπαντα·
πῶς κ᾽ ἔοι εἴ τις νῶϊ θεῶν αἰειγενετάων
εὕδοντ᾽ ἀθρήσειε, θεοῖσι δὲ πᾶσι μετελθὼν
335 πεφράδοι; οὐκ ἂν ἔγωγε τεὸν πρὸς δῶμα νεοίμην
ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.
ἀλλ᾽ εἰ δή ῥ᾽ ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ,
ἔστιν τοι θάλαμος, τόν τοι φίλος υἱὸς ἔτευξεν
Ἥφαιστος, πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν·
340 ἔνθ᾽ ἴομεν κείοντες, ἐπεί νύ τοι εὔαδεν εὐνή.
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
Ἥρη μήτε θεῶν τό γε δείδιθι μήτέ τιν᾽ ἀνδρῶν
ὄψεσθαι· τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω
χρύσεον· οὐδ᾽ ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ,
345 οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι.
ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου παῖς ἣν παράκοιτιν·
τοῖσι δ᾽ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην,
λωτόν θ᾽ ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ᾽ ὑάκινθον
πυκνὸν καὶ μαλακόν, ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾽ ἔεργε.
350 τῷ ἔνι λεξάσθην, ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο
καλὴν χρυσείην· στιλπναὶ δ᾽ ἀπέπιπτον ἔερσαι.
ὣς ὃ μὲν ἀτρέμας εὗδε πατὴρ ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ,
ὕπνῳ καὶ φιλότητι δαμείς, ἔχε δ᾽ ἀγκὰς ἄκοιτιν·

Wednesday, March 17, 2010

Τα παλιά όπλα σκούριασαν,πάμε για άλλα!



Τον τελευταίο καιρό είναι διάχυτη η αίσθηση της αιωρούμενης δαμόκλειας σπάθης πάνω από τα κεφάλια όσων ζούμε από τη δουλειά μας είτε βρισκόμαστε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, είτε είμαστε μισθωτοί ή μικροεπαγγελματίες ή ακόμη και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες. Τι μας ενώνει; Το ότι δεν κάναμε κομπίνες για να κονομήσουμε, όπως έκαναν τόσοι άλλοι από όλους τους προαναφερόμενους τομείς ή το ότι δεν έχουμε την άνεση να μην χρειαζόμαστε κομπίνες, για να κερδίζουμε από όσα χάνουν οι άλλοι.
Ακούω ωραία συνθήματα: Πληρώστε για την κρίση σας, δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση σας. Βλέπω ανθρώπους που θυσιάζουν το υστέρημά τους για να απεργήσουν και άλλους να διαδηλώνουν δίπλα στα δακρυγόνα και τα ρόπαλα. Πολύ ηρωικά όλα αυτά, αλλά έχω διαρκώς την αίσθηση ότι μοιάζουν με νεροπίστολα απέναντι σε τανκς. Έχω την πικρή αίσθηση πως οι μόνοι που βρίσκουν αποτελεσματικές αυτές τις αντιδράσεις είναι οι καθεστωτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, που έτσι νομιμοποιούν την ύπαρξή τους και το ρόλο τους, άσε που βρίσκουν και μια καλή δικαιολογία, αυτοί και τα κόμματα που τους στηρίζουν, για την όλο και μεγαλύτερη επιδείνωση της θέσης μας: "δεν κατεβήκαμε όλοι στους δρόμους", "δεν απεργήσαμε όλοι".
Αυτό που μας κρύβουν, αλλά πια δεν κρύβεται, βοά, είναι ότι χάσαμε μαζί με τα λεφτά μας και τη στοιχειώδη συνδικαλιστική μας δύναμη, μείναμε αδύναμοι και απροστάτευτοι απέναντι στο παγκόσμιο τέρας του καπιταλισμού, να τα ρίχνουμε ο ένας στον άλλον και να κοιτάμε πώς μπορούμε να γλιτώσουμε ο καθένας το τομάρι του.
Το μόνο που δεν κάνουμε, που δεν μας αφήνουν οι εργατοπατέρες να κάνουμε, είναι να σκεφθούμε για λογαριασμό μας, να παίξουμε στο γήπεδο που μας ρίξανε, με τους δικούς μας όρους.
Ας πάρουμε τον κλάδο μας, των εκπαιδευτικών, είμαστε μια πολυπληθέστατη ομάδα, κατά τεκμήριο μορφωμένων και έξυπνων ανθρώπων, με ειδικές γνώσεις σε πολλούς επιστημονικούς τομείς, οικονομία, πολιτική, πληροφορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά κ.α. Πότε καθίσαμε στ' αλήθεια ακηδεμόνευτα να σκεφθούμε λύσεις-τρόπους άμυνας στη λαίλαπα που απειλεί την επιβίωσή μας; Πότε αξιοποιήσαμε τα πραγματικά μας πλεονεκτήματα; Και μόνο με την οργάνωση πχ ενός καταναλωτικού- συνεταιριστικού φορέα μπορούμε να διαχειριστούμε με καινοτόμο και ανατρεπτικό τρόπο, το μόνο πράγμα που έχουμε στα χέρια μας, την αγοραστική μας δύναμη. Γιατί, ξέρουμε όλοι καλά, πως από τα σχολεία και 1 χρόνο να λείψουμε κανείς δεν θα ασχοληθεί, έτσι που τα έχουν (-με)καταφέρει. Παράδειγμα η απεργία των δασκάλων που αν και έπληξε την ελληνική οικογένεια άμεσα, δεν έκανε την κυβέρνηση να υποχωρήσει ούτε βήμα, αν και τότε ούτε τέτοια κρίση υπήρχε, ούτε εφεδρείες ανέργων-αδιόριστων έχει ο διδασκαλικός κλάδος.
Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν;
Πώς μπορούμε να αναγκάσουμε αυτούς που δεν μας φοβούνται καθόλου και είναι έτοιμοι να εφορμήσουν όχι μόνο στα όποια κεκτημένα έχουμε πετύχει, αλλά και σ' αυτή την ίδια την επιβίωσή μας, να πάψουν να μας θεωρούν εύκολη λεία;
Τι θα λέγατε να πηγαίναμε πχ όλοι αύριο στις τράπεζες να αποσύρουμε τις καταθέσεις μας και τις μισθοδοσίες μας; Τι θα λέγατε να διαπραγματευόμαστε ευνοϊκότερους όρους με μια τράπεζα όπως κάνουν οι μεγαλοκαταθέτες ή ακόμα και να ιδρύαμε-δεν ξέρω αν στέκει, μη βαράτε, δεν είμαι ειδική-μια συνεταιριστική τράπεζα;
Τι θα συνέβαινε αν αρνιόμασταν να συνοδέψουμε εκδρομές, από τις οποίες διακινούνται δις κι εμείς παίζουμε κορώνα γράμματα τα σπίτια μας με τις ευθύνες που μας πέφτουν στο κεφάλι, μόλις κάτι πάει στραβά;
Πόσο δύσκολο θα ήταν να προωθήσουμε μέσω μιας δικής μας καταναλωτικής ένωσης,προϊόντα και υπηρεσίες, στα πλαίσια ενός fair trade δικής μας επιλογής; Ίσως έτσι να μπορέσουμε να ασκήσουμε κι έναν διαπαιδαγωγητικό ρόλο, προωθώντας τόπους, ανθρώπους που δημιουργούν και δεν κλέβουν το κράτος ή τους πελάτες τους. Δεν ξέρω πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτό, αν θα περάσει σε μποϋκοτάζ και δυναμικότερες τακτικές, αλλά κάτι μου λέει πως αν δεν αμυνθούμε εγκαίρως, δεν θα έχουμε ούτε ευρώ να διαπραγματευθούμε στο μέλλον.
Αυτά είναι πρόχειρες σκέψεις, της στιγμής και της... οργής.
Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν πολλοί πιο έξυπνοι και πιο εμπνευσμένοι από μένα που θα είχαν πολλά να προτείνουν (όπως ο συνάδελφος που μου είπε σήμερα την ιδέα για την τράπεζα), αρκεί να βρούμε τρόπο να οργανωθούμε μακριά από την ασφυκτική αγκαλιά των εργατοπατέρων μας.
Πάντως προς τα εκεί αν βαδίσουμε, έχουμε ελπίδα να διαπεράσουμε το παχύδερμο τέρας που αμέριμνο τώρα ξεκοκκαλίζει τον 14ο και οσονούπω βάζει τη χερούκλα του και στους υπόλοιπους μισθούς μας. Μόνο αν χάσει ένα μέρος από τη μάσα του μπορεί να μας προσέξει, γιατί οι απεργίες και οι διαδηλώσεις το αφήνουν εμφανώς ασυγκίνητο.
Άσε που αυτές πλήττουν μόνο το κοινωνικό σύνολο και όχι τους ευνοημένους από την κρίση εντός και εκτός των τειχών. Θεωρώ άλλωστε ότι και το κράτος με τον ίδιο τρόπο έπρεπε να αντιμετωπίσει την επίθεση που δέχεται και όχι με τους όρους που του επιβάλλουν οι δήμιοί του.
Ο καπιταλισμός, φίλοι και ομοιοπαθείς, δεν είναι ισχυρός επειδή έχει εξουσία ή πλούτο, είναι ισχυρός και ανίκητος επειδή "σκέπτεται" με τρόπο που εμείς έχουμε ξεχάσει εδώ και χρόνια. Γιατί όπως είπε και ο Αϊνστάιν τα σημαντικά προβλήματα που βρίσκονται μπροστά μας, δεν μπορούν να επιλυθούν με το επίπεδο σκέψης που είχαμε, όταν τα δημιουργήσαμε.

Δείτε κι αυτό

Saturday, March 13, 2010

Κυνηγώντας στα αρχαία ελληνικά.



Ἔχων τις δύο κύνας, τὸν μὲν θηρεύειν ἐδίδασκε, τὸν δὲ οἰκουρὸν ἐποίησε. Καὶ δή, εἴ ποτε ὁ θηρευτὴς ἐξιὼν ἐπ᾿ ἄγραν συνελάμβανέ τι, ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν. Ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος, εἴ γε αὐτὸς μὲν ἐξιὼν παρ᾿ ἕκαστα μοχθεῖ, ὁ δὲ οὐδὲν ποιῶν τοῖς αὐτοῦ πόνοις ἐντρυφᾷ, ἐκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὸν δεσπότην, ὃς οὐ πονεῖν με ἐδίδαξεν, ἀλλοτρίους δὲ πόνους κατεσθίειν.» Οὕτω καὶ τῶν παίδων οἱ ῥᾴθυμοι οὐ μεμπτέοι εἰσίν, ὅταν αὐτοὺς οἱ γονεῖς οὕτως ἄγωσιν.

Μόνο σε ένα μικρό κειμενάκι αρχαίο τόσα παράξενα και θαυμαστά κρυμμένα: Σκυλιά κυνηγάρικα και άλλα του σαλονιού κοπρόσκυλα. Τα σκυλιά και το κυνήγι βρίσκουν τους αρχαίους δεσμούς τους. Ο κυνηγός με το λαθροθήρα επιτέλους χωρίζουν τα τσανάκια τους. Αλλά και οι πολιτικοί με το δικό τους κυνήγι, την άγρα ψήφων, στρογγυλοκάθονται στις αρχαίες λέξεις απτόητοι.
Μαζί και τα παράπονα των καλών πολιτών που φέρνουν το φαΐ στο σπίτι εναντίον των χαραμοφάηδων, που δε φταίνε αυτοί, το κράτος-μπαμπάς φταίει που τους κακόμαθε. Κι ο κόπος που πάει μαζί με τον πόνο, ο κόπος πονάει, δεν είναι αραλίκι, καλοπέραση και τρυφηλή ζωή και κότα.
Ψάχνοντας ξετρυπώνεις κι έναν δεσπότη χωρίς τη μίτρα του, αλλά το ίδιο δεσποτικό και επιβλητικό. Παραδίπλα τα αιώνια κακομαθημένα παιδιά των αιώνιων χαζομπαμπάδων και χαζομαμάδων, που τα έχουν μη βρέξει και μη στάξει.Ράθυμα τα λέγανε τότε τα "αραχτά και λάιτ", "τα ζώα μου αργά" και "κούλαρε δικέ μου" τεμπελόσκυλα.
Παρακάτω συναντάς και προτάσεις μομφής στο ίδιο πακέτο με αμέμπτου διαγωγής και αμέμπτου ηθικής αλλοτινά πρόσωπα, σαν τις κυρίες εκείνες που, μέρες που είναι, νήστευαν και το λάδι. Ναι, ακόμη και τη νηστεία μπορείς να βρεις κρυμμένη εδώ τόσα χρόνια πριν από το χριστιανισμό, μαζί με εστιατόρια, συνεστιάσεις και εστιάσεις.
Το μόνο που δεν πρέπει να βρεις, δια ροπάλου κυνηγών και θηρευτών, είναι τα συνηρημένα, τα κατηγορούμενα, τις υπογεγραμμένες και τις δασείες.
Γιατί ο παππούς ο Αίσωπος έχει βάλει τα σκυλιά να δαγκώνουνε αυτούς που θέλουν να πάρουν από τα παιδιά τα αρχαία παραμύθια και να τα δώσουν στη γραμματική να τα φάει.

(Αφιερωμένο στον καλό μου συνάδελφο που του έχω κατακλέψει το υπέροχο μπλογκάκι του.)

Friday, March 5, 2010

IQ + EQ: Μια τάξη σε υποδειγματικό συνδυασμό.




Η Ερινέλντα ήρθε πριν από δυο βδομάδες περίπου στην Πρώτη γυμνασίου. Δεν ξέρει λέξη ελληνικά, αλλά δεν την δέχθηκαν στο δημοτικό λόγω ηλικίας. Παρακολουθεί ως ακροάτρια,με διερμηνείς στην αρχή συμμαθητές της από την ίδια χώρα (Αλβανία) και από την πρώτη στιγμή έγινε αποδεκτή από όλα τα παιδιά, σε σημείο που αν τη δεις μαζί τους, δεν καταλαβαίνεις καθόλου ότι δεν υπάρχει κοινή γλώσσα συνεννόησης. Από τις πρώτες μέρες, την έβαλαν στις ομάδες προετοιμασίας των εγκαινίων της βιβλιοθήκης, εκτυπώνοντας και το αντίστοιχο καρτελάκι με το όνομά της. Στην πορεία, ανακάλυψα ότι είχαν αρχίσει ήδη οι...πολιτιστικές ανταλλαγές. Η Ερινέλντα μιλάει και πολύ καλά ιταλικά και παρέδιδε μαθήματα στους υπόλοιπους, οι οποίοι της μάθαιναν να μιλάει, να γράφει και να διαβάζει ελληνικά! Με τρόπο ευρηματικό και απλό συγχρόνως, με σχεδιάκια, αλφαβήτα, ονόματα ημερών, μηνών, αριθμούς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτή η τάξη, τα πρωτάκια μου, με εκπλήσσει ευχάριστα και μου δίνει δύναμη και έμπνευση. Είναι αυτή τη φορά όμως που το χρειαζόμουν πιο πολύ από ποτέ, μέσα στη γενική κατήφεια και μαυρίλα των ημερών. Για να το μοιραστώ μαζί σας, ανάρτησα τις σκαναρισμένες σελίδες του τετραδίου της Ερινέλντας, ως δείγμα πολύτιμου συνδυασμού υψηλής νοητικής και συναισθηματικής νοημοσύνης.

Thursday, March 4, 2010

Ψυχή βαθιά: μια ταινία που περίμενα να δω


Το Σάββατο που μας πέρασε είδα για πρώτη φορά την ταινία του Π. Βούλγαρη, "Ψυχή βαθιά",στην Κινηματογραφική Λέσχη Άνδρου,στην κατάμεστη αίθουσα του δημοτικού θεάτρου, και άκουσα από τον ίδιο και την Ιωάννα Καρυστιάνη, που συνεργάστηκε μαζί του στο σενάριο, λίγα λόγια για την ταινία, πριν από την προβολή της.
Πάντα είχα την απορία γιατί η πολυτάραχη ιστορία αυτού του τόπου δεν έχει δώσει αρκετές αφορμές για καλές ταινίες, αφού για μένα η κινηματογραφική ανάπλαση της ιστορικής πραγματικότητας είναι ένα από τα πιο γοητευτικά θέματα που θέλω να δω στο σινεμά.
Βλέπετε, όταν διδάσκεις ιστορία, νιώθεις την ανάγκη της αναπαράστασης γεγονότων και προσώπων, προκειμένου να έρθεις εσύ πιο κοντά σ' αυτά και να φέρεις και τους μαθητές σου, που μόνο έτσι μπορούν να δουν την ιστορία όχι ως καταγραφή γεγονότων, αιτίων και αριθμών, μα σαν ιστορία ανθρώπων.Των δικών τους ανθρώπων...
Έχω διδάξει ελληνικό εμφύλιο στο λύκειο στο παρελθόν, όταν η ιστορία γενικής παιδείας στην Γ΄τάξη δεν γίνοταν από αυτό το απαράδεκτο βιβλίο που υπάρχει τώρα, και χρησιμοποιούσα στο λίγο χρόνο που είχα στη διάθεσή μου, κάθε μέσο, για να γίνει πιο αντικειμενική αυτή η διδασκαλία (μέχρι συνδιδασκαλία με συνάδελφο αντίθετων απόψεων είχα επιχειρήσει, προκειμένου να δοθεί μέσα από το διάλογο και τη διαφωνία μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα στους μαθητές. ).
Αναρωτιόμουν πολλές φορές πώς θα μπορούσε κανείς να αναπαραστήσει κινηματογραφικά αυτά τα οδυνηρά γεγονότα πιο κοντά στην ουσία τους και πιο μακριά από προπαγάνδα και μισαλλοδοξία και, ναι, αυτό που είδα στην ταινία του Π. Βούλγαρη ξεπέρασε τις προσδοκίες μου.
Είδα μέσα σ' αυτήν το ίδιο το θέατρο του πολέμου, τα βουνά που την ομορφιά τους ακόμα τη στοιχειώνει το θανατικό. Τις αναπαραστάσεις μαχών και τον τρόπο ζωής των πολεμιστών και των αμάχων, με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, μα κυρίως είδα αυτό που για μένα είναι όλη η ουσία και της ιστορίας και του σινεμά, τα αληθινά πρόσωπα, τις αληθινές ζωές των ανθρώπων που τους συνέθλιψε αυτός ο πόλεμος. Τα δυο αδέλφια- βοσκόπουλα, που βρέθηκαν να πολεμάνε σε αντίπαλα στρατόπεδα, τα νιάτα που βγήκαν στο βουνό να παλέψουν για μια καλύτερη ζωή και έφτασαν να αλληλοσκοτώνονται με τους απέναντι, τα στρατευμένα αδέλφια τους, τους συγχωριανούς τους, τους συμμαθητές τους. Τον άμαχο πληθυσμό στο πρόσωπο του σπαρακτικού παππού του νεκρού φαντάρου, Θανάση Βέγγου (έξοχος), ή στον παππού των δύο παιδιών, γέρο βοσκό που προσπαθεί με στωικότητα να κρατήσει το κοπάδι του, όαση ειρηνικής ζωής μέσα στη φωτιά.
Πραγματικά γεγονότα,όπως η διανυκτέρευση στρατιωτών και ανταρτών ένα βράδυ στην ίδια σκηνή,αποδόθηκαν με τρόπο που διέσωσε την ιστορική αλήθεια,χωρίς να θυσιάσει τη συγκίνηση και χωρίς να τη φορτίσει με τεχνητά μέσα.
Διάβασα κριτικές που έλεγαν πως δεν πήρε θέση, πώς εξίσωσε θύτες και θύματα,πως παραποίησε την ιστορία! Ο δημιουργός δεν οφείλει να γράψει ιστορία, αλλά να την αναπλάσει σε καλλιτεχνικό γεγονός. Δεν είμαι ειδική να κρίνω καλλιτεχνικά την ταινία, μόνο ότι με συγκίνησε μπορώ να πω. Η ματιά όμως του σκηνοθέτη είδε αυτό τον πόλεμο από την πιο σωστή κατά τη γνώμη μου σκοπιά, αυτή του εμφύλιου αδελφοκτόνου σπαραγμού, που προκλήθηκε κυρίως από τη συμμόρφωση και των δυο πλευρών στα ξένα κέντρα αποφάσεων και προκάλεσε σ' αυτό τον τόπο πληγές που έκαναν χρόνια να κλείσουν. Αν έκλεισαν...
Πέρα από αυτά όμως, το Σάββατο βράδυ, για πρώτη φορά,κατάλαβα τι σήμαιναν οι ιστορίες που πρωτοάκουσα στην Ήπειρο από τον πεθερό μου και τα αδέλφια του, που βρέθηκαν ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές της ταινίας να πολεμάνε σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Κι ένιωσα κι εγώ σαν τους μαθητές μου πως είναι ιστορία ανθρώπων η ιστορία. Των δικών μου ανθρώπων.

Wednesday, March 3, 2010

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...