Εδώ και πολλά χρόνια, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατοχυρώθηκε το δικαίωμα των δυσλεκτικών μαθητών να εξετάζονται προφορικά, όπως είναι επιστημονικά και παιδαγωγικά επιβεβλημένο σε παγκόσμιο επίπεδο. Τι συμβαίνει όμως στην πράξη από την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος; Ο μαθητής απαλλάσσεται από τη γραπτή εξέταση και θα έλεγε κανείς ότι το κράτος απαλλάσσεται παράλληλα από την ευθύνη και την υποχρέωση της εκπαίδευσής του.
Από τη στιγμή που ο κηδεμόνας του θα προσκομίσει στο σχολείο το δικαιολογητικό για την προφορική εξέταση λόγω δυσλεξίας, θα περίμενε κανείς να υπάρχει ειδική μέριμνα για το μαθητή, να γνωρίζει ο κάθε διδάσκων τον τρόπο που θα τον βοηθήσει στο δικό του μάθημα με ειδικές ασκήσεις, τεχνικές, παιδαγωγικούς χειρισμούς. Τι συμβαίνει στην πράξη; Κανένας σχεδόν δεν έχει ιδέα αν υφίστανται τέτοιοι τρόποι βοήθειας και σε όλο τον κυκεώνα της γραφειοκρατίας με την οποία βομβαρδιζόμαστε καθημερινά, δεν θα βρεις ούτε δυο αράδες πάνω στο θέμα. Οι μαθητές, λοιπόν, με δυσλεξία ουσιαστικά βοηθούνται μόνο να "περνάνε την τάξη". Αρκετοί εκπαιδευτικοί αποφεύγουν να απορρίπτουν μαθητές προφορικά εξεταζόμενους, ακόμη κι αν είναι εντελώς απροετοίμαστοι και αδιάφοροι, με το αιτιολογικό ότι πρέπει να δείχνουμε ευαισθησία στους μαθητές με μαθησιακές αδυναμίες ή και γιατί, εύλογα, δεν θέλουν να εμπλακούν σε αναβαθμολογήσεις και επενεξετάσεις.
Αφενός, λοιπόν, η έλλειψη εξατομικευμένης διδασκαλίας, αφετέρου η ευκολία προαγωγής, δίνουν το σύνθημα σε ορισμένους από εκείνους τους μαθητές που χρειάζονται περισσότερο τη βοήθεια του σχολείου για να ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους, να παραιτούνται σχεδόν ολοκληρωτικά από την προσπάθεια να κατακτήσουν το αγαθό της γνώσης.
Κι όμως κανείς δεν διαμαρτύρεται, ο μαθητής προάγεται, ο γονέας εφησυχάζει, ο δάσκαλος έχει ήσυχη συνείδηση.
Κι όσοι κατά καιρούς ανησυχήσαμε και τρέξαμε σε συνέδρια, σεμινάρια και διαλέξεις, γυρίσαμε γεμάτοι με πολλές και ωραίες θεωρίες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, που μόλις τις φέραμε γυαλιστερές στο περιβάλλον της τάξης, θάμπωσαν και οξειδώθηκαν "από τη νοτιά" των αληθινών μαθητών με τα αληθινά προβλήματα.
Και τότε αρχίσαμε ο καθένας μόνος του και αβοήθητος να κωπηλατούμε τη βαρκούλα μας, μέχρι να ανακαλύψουμε την Αμερική, που άλλοι την έχουν ήδη κατακτήσει και αποικίσει.
Για παράδειγμα, προσπαθώντας να βοηθήσουμε έναν δυσλεκτικό μαθητή να τηρεί τις σωστές αποστάσεις μεταξύ των λέξεων, σκεφθήκαμε να του δώσουμε ένα στυλό να το τοποθετεί, όσο γράφει, ανάμεσα στις λέξεις. Κι ενώ χαιρόμασταν που το παιδί σε πολύ λίγο διάστημα έμαθε να γράφει σωστά, ακούσαμε με γνήσια έκπληξη από τα χείλη συναδέλφου, δασκάλας ειδικής αγωγής, ότι αυτή είναι μια γνωστή τεχνική για την αντιμετώπιση της δυσγραφίας.
Ήταν τόσο δύσκολο να έχει κάθε διδάσκων στα χέρια του ένα φυλλαδιάκι με σαφείς και συγκεκριμένες οδηγίες, από αυτές που θα διευκόλυναν τη διδασκαλία του, χωρίς να χρειάζεται να προσφύγει σε συγγράμματα και μελέτες με αμφίβολη αποτελεσματικότητα;
Γιατί αυτά τα μικρά "μυστικά" να φυλάσσονται τόσο καλά κρυμμένα σε σεντούκια ειδικών και να μη γίνονται κτήμα όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας;
Πόσοι, ας πούμε, γνωρίζουν ότι δεν πρέπει να απευθύνεσαι λεκτικά σε ένα μαθητή υπερκινητικό, την ώρα της κρίσης, αλλά να επικοινωνείς μαζί του με μη λεκτικά σχήματα (χειρονομίες, εκφράσεις, συμβολικά αντικείμενα);
Δεν είναι κρίμα να το ανακαλύπτεις αυτό τυχαία μετά από χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών;
Ως πότε θα δυναστεύει την εκπαίδευση ο ακαδημαϊσμός και η φοβία για οτιδήποτε πρακτικό και χειροπιαστό;
Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στις προόδους που έχουν σημειωθεί στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, από εξαιρετικούς συμβούλους και ειδικά επιμορφωμένους δασκάλους. Ίσως είναι καιρός εμείς οι "δευτεροβάθμιοι" να αναγνωρίσουμε ότι χρειαζόμαστε τα φώτα και την καθοδήγηση ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τα θέματα της ειδικής αγωγής και έκαναν πράξη τα πορίσματά της μέσα στο περιβάλλον της τάξης.
Γιατί και η δυσλεξία κι πολλά άλλα ζητήματα που αφορούν τους μαθητές μας χρειάζονται κυρίως δασκάλους κι όχι ειδικούς επιστήμονες.