Thursday, May 27, 2010

Συνομιλία με πρώην αόρατο φίλο.


Σε είδα για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια. Ξαφνικά,πάνω στην καλύτερη ώρα του γλεντιού, τα βιολιά σταμάτησαν, οι χοροί ξεδιπλώθηκαν, η παρέα έμεινε με παγωμένα λόγια και χαμόγελα. Δεν άκουγα τι λέγανε, δεν ανταποκρινόμουν σε αστεία και προσκλήσεις για χορό. Σε είχα δει εκεί στο βάθος, μόνο όπως πάντα, σιωπηλό όπως πάντα, με την ταπεινή αυτάρκεια των ανθρώπων που έχουν αποδεχθεί τη ζωή όπως τους δόθηκε.
Σε μια στιγμή κάλυψα σχεδόν τριάντα χρόνια. Καλοκαιρινό πανηγύρι, αρχές του '80, ήρθαν και μας φώναξαν. Ήσουν άσχημα. Ήταν η πρώτη επαφή με την αρρώστια. Η πρώτη ρωγμή στον κόσμο σου. Στον κόσμο μας, που μέχρι τότε τον πηγαίναμε καβάλα στο άλογο. Ή μάλλον στο μουλάρι. Θυμάσαι τις μουλαροδρομίες, που δεν είχανε και την καλύτερη έκβαση για μένα; Θυμάσαι πόσο γέλασες που με πέταξε το μουλάρι μας κάτω και παραλίγο να κολυμπήσω στη χαμολάκα με τα μπουγαδόνερα; Στο τέλος γελούσα κι εγώ μέσα στον πόνο μου.
Θυμάσαι τις κουβέντες της παρέας, τις ατελείωτες πολιτικές αναλύσεις, που γκρεμίζαμε και χτίζαμε κόσμους από την αρχή; Όσο έλειπες, το μόνο που χτίσαμε ήταν αυτή η βαβέλ που είναι έτοιμη τώρα να σωριαστεί πάνω στις ζωές μας. Θυμάσαι το σκάκι που το παίρναμε παντού μαζί, στην παραλία, στη βρύση; Από τότε έχω να χαρώ μια καθαρή ήττα. Μια ήττα που να την έχω παλέψει εγώ. Τώρα κάνω πως νικάω παντού,μα ούτε ένα στρατιωτάκι δεν κέρδισα.
Ήσουν ο μόνος που πήγε πολύ παραπέρα από το σκοινί που του δώσανε. Το'σπασες, μα έμεινες κι εσύ σπασμένος, μαζί του.
Κάποτε σε φοβήθηκα. Τα κομμάτια σου δεν έδεναν με τον τακτοποιημένο κόσμο μου. Παράταιρα αντηχούσαν τα λόγια σου στην εύρυθμη ζωή μου. Βρήκα μια θέση για σένα στα απωλεσθέντα μου και φερόμουν με συμπόνια και συμπάθεια στο φάντασμά σου, όπου το έβλεπα.
Δεν ξέρω πώς έγινε και σε είδα έτσι ξαφνικά. Είναι αυτές οι παράξενες μέρες που ζούμε που καθαρίζουν και την πιο αριστοκρατική όραση; Είναι που σιγά σιγά θαμπώνουν τα ψεύτικα χαϊμαλιά που κρεμάσαμε και λάμπουν μόνο τα αληθινά μέταλλα, έστω κι αν έχουν ραγίσει; Ή μήπως τώρα ο κόσμος σου ο ταπεινός γίνεται το μόνο αληθινό καταφύγιο για μας τους κατατρεγμένους της νέας εποχής;
Ό,τι και να 'ναι πάντως, τα βήματα που με οδήγησαν στο τραπέζι σου γεφύρωσαν μια απόσταση σχεδόν τριάντα χρόνων. Με δυο λόγια, δυο κρασιά, χωρίς απολογισμούς και αμηχανίες. Σαν να αφήσαμε στη μέση μια παρτίδα σκάκι από χθες και τη συνεχίσαμε. Σαν να είχες αφήσει απείραχτα τα πιόνια στις θέσεις τους. Χωρίς ζαβολιές. Και η παρτίδα η πιο κερδισμένη εδώ και χρόνια.
Να σ' εύρω, παλιέ μου φίλε. Ίβα πρώτο!

Friday, May 21, 2010

Ακούγοντας ένα τραγούδι της Σύμης



Μια στροφή του καραβιού κι έχεις όλη τη θέα του λιμανιού ξαφνικά μπροστά σου. Δεν προλαβαίνεις παρά μόνο ένα α! Κυκλώνεσαι από την ομορφιά, και αυτή η αιχμαλωσία δε λύνεται ποτέ, όσο μακριά και να πας, όσα χρόνια και να περάσουν.



Μια παλιά κασέτα με βιολιά, που προχθές έγινε cd, ήταν αυτή τη φορά το εισιτήριο επιστροφής:
"Παερμιωτάκι μου χρουσό βάλε τους μαμουτζάδες
και πάνε και χαιρέτα μου ούλους τους βουτηστάδες
καλό παερμιωτάκι μου βλέπε με να βουτήσω
σαράντα ‘ργιες στη θάλασσα και να σε λουτουργήσω"
Παερμιωτάκι, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ο Πανορμίτης, ο άγγελος φύλακας του νησιού της Σύμης. Δεν ξέρω αν μπορείς να βρεις κάπου αλλού τέτοιο τρυφερό υποκοριστικό για τον ψυχοπομπό- χάρο που εδώ γίνεται το συντροφάκι των σφουγγαράδων και τους "βλέπει" να βουτάνε στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας, της ίδιας εκείνης θάλασσας που βούταγε κι ο Νηρέας ο όμορφος,ο ομηρικός.


Περπάταγα στους δρόμους πρωί πρωί, αφήνοντας βαλίτσες μισάνοιχτες σ’ ένα μικρό σπίτι με ένα δωμάτιο και 2 σοφίτες. (Το πιο μικρό και το πιο αγαπημένο σπίτι που είχα ποτέ. )Περπάταγα και διαλυόμουν μέσα στην ομορφιά του τοπίου, της θάλασσας, του οικισμού. Μια αρχιτεκτονική, αστική και παραδοσιακή συγχρόνως, ανοιχτόκαρδη, φωτεινή, πολύχρωμη. Σκαλιά ατελείωτα, πέτρινα καλντερίμια, βοτσαλωτές αυλές κι από παντού να πετιούνται παιδιά ξυπόλητα, αληθινά αγριμάκια ελεύθερα. Πώς θα είναι αυτά τα παιδιά μέσα στην τάξη άραγε;

Στο σχολείο στην αρχή τα δαιμόνια συμιακάκια μιλάγανε με όλους τους ιδιωματισμούς της τραγουδιστής τους ντοπιολαλιάς, για να μην καταλαβαίνουμε λέξη εμείς οι δάσκαλοι και να σπάνε πλάκα με το απελπισμένο ύφος μας.
«Καλέ κυρία, τιν που κάμνεις;» « Πού κάισαι;» «Μη με βρίτζεις, δάσκαλε, ένι φταίω!» «Μωωωωρή, κοράκι!» Μέχρι να καταλάβω ότι το κοράκι είναι το κορίτσι, βρίτζω σημαίνει μαλώνω και το μωωωωρή δεν είναι βρισιά, περάσανε λίγες... δύσκολες μέρες. Μετά που ξεσκόλισα στα συμιακά, απολάμβανα αυτή τη γλώσσα και ανακάλυπτα μέσα της πανάρχαιους ξεχασμένους ήχους, όπως την προφορά του θ ως th, που καταργήθηκε από την ελληνιστική εποχή περίπου και επιβίωσε στην πετhεριά, τη συμιακή πεθερά, που την ακούω τώρα δα στο τραγούδι με τα παινέματα του γάμου.

Πώς τα κατάφερα να "φύγω" αλήθεια από αυτό το μέρος; Σχεδόν με μαχαίρι έκοψα το γερό σχοινί που μας έδενε. Νόμιζα... Τίποτε δεν ξέχασα, τίποτε δεν ξεπέρασα. Το ακούω τώρα δα με το τραγούδι:
"Εσύ ΄σαι το καράβι κι εγώ η βάρκα σου
ρίξε μου παλαμάρι να 'ρθω στην μπάντα σου"

Εξόριστη στον τόπο μου, εξόριστη στη μεγάλη πόλη δέκα χρόνια τώρα, δεμένη κρυφά και δυνατά με το νησί που μου χάρισε τρία από τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου και που δεν είναι τυχαίο που το νοσταλγώ τώρα που πάνε και σκοτεινιάζουν οι καιροί και οι άνθρωποι.

Του παερμιώτη τάσσου του πολύ κερί και λάδι τάσσω και γω τη νιότη μου που δεν την τάζουν άλλοι

Κάποτε θα το ξεπληρώσουμε το τάμα, Παερμιώτη, βλέπε μας εσύ τώρα να βουτάμε σαράντα οργιές στα βαθιά.

Saturday, May 15, 2010

Περί αυτομόρφωσης: Μια άλλη ανάγνωση του θέματος της έκθεσης.


Το φετινό θέμα της έκθεσης δέχεται ήδη τα πυρά των φιλολόγων, και όχι μόνο, για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς, κυρίως. Και από μεριάς της Π.Ε.Φ, για μια…ασάφεια σε ένα ερώτημα (αν έπρεπε, λέει, να τεκμηριωθεί η απάντηση, αν είναι δυνατόν!)
Εγώ θα αρχίσω από αλλού. Ονομάτων επίσκεψις: Τι θα απαντούσε ένας καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, αν τον ρωτούσαμε τι είναι η αυτομόρφωση; Πιθανότατα ότι είναι η μόρφωση που αποκτάμε μόνοι μας, χωρίς δασκάλους και σχολεία. Από το διάβασμα βιβλίων, από την παρακολούθηση του τύπου, ηλεκτρονικού και έντυπου, από την επαφή με το κοινωνικό σύνολο, τα ταξίδια, τις επιστήμες, την τέχνη και τον πολιτισμό, γενικά.
Αν απαντούσε ότι αυτομόρφωση είναι η επαγγελματική κατάρτιση, η επιμόρφωση, το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας κλπ, θα του λέγαμε ότι συγχέει τους όρους. Άλλο αυτομόρφωση, άλλο επιμόρφωση ή κατάρτιση, αν και όλα αυτά ανήκουν στο γενικότερο όρο, της Δια βίου μάθησης.
Εδώ, στο κείμενο που δόθηκε στους μαθητές, είναι φανερό ότι τραβήχτηκε στα όριά του ο όρος αυτομόρφωση (μάλλον ως συνήθης τεχνοκρατική μεταγραφή ξένου όρου, στα πλαίσια της εκπαίδευσης ενηλίκων), για να συμπεριλάβει και όλα τα άλλα, που παρέχονται από οργανωμένους φορείς, κρατικούς ή ιδιωτικούς. Λες και η κατάρτιση, η επιμόρφωση δεν είναι παρά ατομικό ζήτημα, μια επιλογή όποιου δεν θέλει να υστερήσει πνευματικά και επαγγελματικά στους σύγχρονους καιρούς.
Το ζήτημα εδώ όμως δεν είναι μόνο αμιγώς πολιτικό, όπως το είδαν όσοι σχολίασαν το θέμα. Κατά πόσο δηλαδή χειραγωγούνται οι μαθητές να αποδέχονται ότι θα είναι απασχολήσιμοι και αναδομήσιμοι, ανάλογα με τις ορέξεις του καπιταλιστικού συστήματος.
Καλώς ή κακώς, την κοινωνία της αγοράς επιλέγει κι αυτός ο λαός και σχεδόν όλοι οι άλλοι, οπότε οφείλουν να προσαρμόζονται σε αυτά που ζητάει. Δεν γίνεται να έχεις καπιταλιστική οικονομία και εσύ να ζητάς να μην διέπεται η ζωή σου και το επάγγελμά σου από τους νόμους της αγοράς. Υπήρξαν, και υπάρχουν ακόμη, κάποιες νησίδες εναλλακτικές, έχουν κόστος όμως, έχουν άλλο τρόπο ζωής, χωρίς αυτήν την καταναλωτική αφθονία, με προστατευτισμό, με ενδοστρέφεια. Αυτό θέλουμε; Μακάρι, να μπορέσουμε να προχωρήσουμε τόσο μπροστά ως κοινωνία και ως άνθρωποι και να προκρίνουμε άλλο μοντέλο ζωής από τον ανθρωποφάγο καπιταλισμό. Μέχρι τότε όμως, και η κατάρτιση και η προσαρμογή στους νόμους της αγοράς είναι εκ των ων ουκ άνευ. Κι ας μην βαυκαλίζουμε τα παιδιά με τις φρούδες ελπίδες ότι θα βγαίνουν από ένα πανεπιστήμιο, έχοντας σπουδάσει πχ θεωρία της επιστήμης και η αγορά θα τους στρώνει το κόκκινο χαλί να περάσουν. Άλλο οι σπουδές, παιδιά μου, που θα σας ανοίξουν το μυαλό, την ψυχή, τα φτερά κι άλλο το πώς θα χρησιμοποιήσετε τις γνώσεις σας, την ψυχή, τα φτερά σας, για να κερδίσετε μια θέση σ’ αυτή την εκ προοιμίου ανταγωνιστική παγκόσμια κοινωνία. Εκεί και μια κατάρτιση ταχύρρυθμη, πχ στο πώς κρατάς μια αγροτοτουριστική επιχείρηση, μπορεί να σου δώσει εφόδια να γίνεις ένας μορφωμένος επιχειρηματίας, που θα πάει μπροστά τον τόπο του, την πατρίδα του, αντί να περιμένει στη γωνία να τον διορίσουν καθηγητή στη θεωρία της επιστήμης.
Η ουσιαστική ένστασή μου εμένα στο θέμα της έκθεσης, είναι ότι παραγνωρίζει το ρόλο του πρώτου συνθετικού αυτο-, δηλαδή της προσωπικής ευθύνης για την ουσιαστική μόρφωση, που δεν μπορούν να σου δώσουν ούτε τα σχολεία, όποιας βαθμίδας, ούτε οι δάσκαλοι, ούτε οι φορείς, αν δεν μάθεις να αναπνέεις μαζί της κάθε μέρα της ζωής σου. Αν δεν μάθεις να αντλείς μόρφωση από ό,τι καλό ευδοκιμεί στη χώρα σου και στον κόσμο: βιβλία, ιδέες, ανθρώπους, τέχνη, ζωή…ναι, ναι ακόμη κι από τον έρωτα που έλεγε και κάποια ψυχή χθες, σχολιάζοντας το θέμα!
Αυτή είναι η πολιτική μου ένσταση: Κανείς επιμορφούμενος ή καταρτιζόμενος ή απασχολήσιμος δεν θα γίνει ποτέ πιόνι και ενεργούμενο κανενός συστήματος, αν γηράσκει αεί αυτο…διδασκόμενος και αυτομορφούμενος.

Tuesday, May 11, 2010

Ένας μικρός αποχαιρετισμός για τη χρονιά που πέρασε.



(Αφιερωμένο στους μαθητές μου της Τρίτης λυκείου που δεν τους αποχαιρέτησα κανονικά)

Μου συμβαίνει συχνά να νιώθω τις ρίζες μου στους ανθρώπους. Ζωντανοί και πεθαμένοι, παρόντες και απόντες, από αίμα και σάρκα ή από πνεύμα και λόγο, βρίσκονται εκεί κάτω από τα πόδια μου, δίπλα στην καρδιά μου, τρέχουν μέσα στα όνειρά μου, ανήσυχοι για τον πόνο ή τη δίψα μου. Δεν ήμουν ποτέ αυτόφωτη, πάντα με φώτιζε κάποιο φως τους κρυφό ή φανερό και στις σκιές ακόμη ήταν εκεί αόρατο, μέχρι να το διακρίνουν τα μάτια μου.
Κανείς τους δεν υποπτεύεται πόσο τροφοδοτική γίνεται η ύπαρξή του για μένα, άσε που καμιά φορά μπορεί να πιστεύουν ότι γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Στην περίπτωση, ας πούμε, που ο τροφοδότης είναι μαθητής και του μαθαίνεις αρχαία ή έκθεση, πώς να πάει το μυαλό του ότι κρυφά η ροή έχει αντιστραφεί κι έγινε δάσκαλος του δασκάλου του;
Να, λόγου χάρη τι έγινε εκεί στα μέσα της χρονιάς φέτος: Ήμασταν στη σχολική βιβλιοθήκη με τα παιδιά της Τρίτης λυκείου. Είχα καλέσει... εξωτερική βοήθεια για να ενισχύσω το λόγο και το στοχασμό τους. Δυο επιστήμονες, ο ένας φίλος, ταξίδεψαν για χάρη μας, μας έφεραν κείμενα, συζήτησαν μαζί μας...αλλιώς. Έφεραν στην τάξη το αεράκι της ζωής έξω, της ματιάς των ανθρώπων που δημιουργούν στην επιστήμη, στην οικονομία, μακριά από τον "ιδρυματισμό" που καιροφυλαχτεί σε ανήλιαγες σχολικές αίθουσες. Εκεί λοιπόν, μεταξύ πολλών άλλων θεμάτων, αναπτύχθηκε το θέμα της επιτυχίας στη ζωή. Ρώτησε σε μια στιγμή ο ένας επισκέπτης: "Παιδιά, εσείς ποιον άνθρωπο θεωρείτε επιτυχημένο από τους συντοπίτες σας; Σε ποιον θα θέλατε να μοιάσετε μεγαλώνοντας και προοδεύοντας;" Και ήρθε μετά από λίγη σιωπή μια απάντηση: "Εγώ θεωρώ σαν πιο επιτυχημένο άνθρωπο από όσους γνωρίζω, το Δημήτρη το Ζάννε. Είναι ψαράς, γιατί αυτό το επάγγελμα διάλεξε και του αρέσει, ζει στον τόπο που αγαπάει και κυρίως, βοηθάει όσο μπορεί να κρατήσουμε καθαρή και ζωντανή τη θάλασσά μας, αφού είναι οργανωμένος στην Γκρίνπις και στο σωματείο των ψαράδων. Κι όλα αυτά με κίνδυνο ακόμα και της ζωής του."
Το "νυν απολύεις" λίγο έλειψε να με προδώσει, μα σώπασα. Απόλαυσα την ευχάριστη έκπληξη των επισκεπτών, την ήρεμη συναίνεση των υπολοίπων μαθητών. Μέσα μου όμως άνοιγα τις δεξαμενές να γεμίσουν τόνους δύναμης και δικαίωσης. Όχι από αυταρέσκεια, άλλωστε αυτό το έργο δεν το δημιούργησα εγώ. Ήμουν όμως εκεί να το ακούσω και να καμαρώσω διπλά και για τον παλιό και για τον καινούριο μαθητή μου.
Μια τέτοια μεγάλη στιγμή έζησα και σήμερα, παρακολουθώντας από μακριά μια άλλη τάξη. Είδα μέσα εκεί μια υπέροχη γυναίκα να μιλάει σε μαθητές του δημοτικού. Δυο δασκάλες,λίγα παιδιά κι ο λόγος ο αληθινός να διατρέχει δυο γενιές και να φτάνει ατόφιος στο σήμερα, στα παιδιά του σήμερα, που έμαθαν τι σπουδαίο είναι να έχεις τις ρίζες σου στους ανθρώπους.

ΥΓ: Καλή επιτυχία, παιδιά! Σαν κι αυτή του Δημήτρη του Ζάννε πάνω απ' όλα.

Tuesday, May 4, 2010

Λαϊκό παραμύθι


Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λαός που πίστευε πολύ ό,τι του λέγανε. Του είπανε, κάποτε θα είμαστε όλοι ίσοι, δεν θα υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι, θα ζούμε με ελευθερία και δίκιο και το πίστεψε. Βγήκε σε δρόμους και πλατείες, γκρέμισε κάστρα και βασιλιάδες, πόνεσε και μάτωσε σε μεγάλες μάχες και νόμιζε πως τώρα ήταν καιρός να απολαύσει τους κόπους του. Μα πριν καλά καλά το καταλάβει, καινούρια τείχη υψώθηκαν, καινούριοι βασιλιάδες, πάει η ελευθερία, πάει και το δίκιο και βρέθηκε κυνηγημένος, αυτός ο νικητής, και δακτυλοδεικτούμενος σαν προδότης και φονιάς.
Μάζεψε όμως τα κομμάτια που του περίσσεψαν, κρατήθηκε γερά, ανάστησε παιδιά, φύτεψε δέντρα,έκτισε σπίτια, ξενιτεύτηκε, έκανε προκοπή και καζάντια και είπε ας ζήσω τώρα καλύτερα, ας ζήσουν τα παιδιά μου καλύτερα.
Μα, αυτά ζήτησαν να πάρουν όχι μόνο σπίτια και χωράφια, θέλανε και το δίκιο, τη λευτεριά, θέλανε να κρατήσουν και το τιμόνι στα χέρια τους και με πολύ αγώνα, πολλά βάσανα, έφεραν και σ' αυτή τη χώρα τη δημοκρατία που ονειρεύτηκαν οι παππούδες τους.
Τώρα όμως οι εχθροί δεν φορούσαν κορώνες ή σειρήτια, ακριβά κοστούμια φορούσαν και καμιά φορά και ένα σκέτο ψηλολαίμικο μπλουζί να μην ξεχωρίζουν από το λαό, αλλά μόλις κάθονταν στο τιμόνι, ξέχναγαν και το λαό και το δίκιο του και άρχιζαν να γεμίζουν τις τσέπες με ό, τι μπορούσαν να αρπάξουν.
Κι ο λαός έκανε πως δεν έβλεπε τη μεγάλη κλεψιά, γιατί όλο και του έδιναν κι αυτουνού κανένα απομεινάρι, όλο και έκαναν τα στραβά μάτια, όταν πήγαινε κι αυτός να απλώσει το χέρι για να κλέψει κάτι.
Κι έτσι, σιγά σιγά, ακόμη κι αυτοί που δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κλέψουν, συνήθισαν τόσο πολύ στην κλεψιά, που δεν θύμωναν καθόλου, αλλά έκαναν καλή παρέα με τους άλλους και τρωγόπιναν σαν καλοί φίλοι. Κι όλοι μαζί σιγά σιγά, ξέχασαν γιατί αγωνίστηκαν οι παππούδες κι οι πατεράδες τους, βάφτισαν το συμφέρον δίκιο, την αδιαντροπιά ελευθερία, το φαγοπότι και τη σπατάλη προκοπή.
Και το μεγάλο φαγοπότι καλά κρατούσε. Πρώτα φάγανε τους κόπους των γερόντων, μετά το μέλλον των παιδιών,τα δάση, τα ποτάμια, τις όμορφες πόλεις με τα πάρκα και τους κήπους. Δεν άφησαν ούτε τα σχολειά και τα νοσοκομεία, ούτε τις εκκλησιές και τα μοναστήρια. Το αφεντικό μασούλαγε το μεροκάματο του εργάτη, ο γιατρός το χέρι που του άπλωνε ο άρρωστος για βοήθεια,ο δάσκαλος τα γράμματα που μάθαινε στο μαθητή του, ο έμπορος καταβρόχθιζε ολόκληρο το πορτοφόλι του πελάτη του κι ο δικαστής έτρωγε με τα φλούδια το δίκιο ή το άδικο του κατηγορούμενου. Κι όσοι είχανε μια καλή καρέκλα πιάσει, την κάνανε μηχανή να κόβει λεφτά, άλλο αν αυτή έκοβε μαζί και τις σάρκες αυτής της χώρας της βαριόμοιρης.
Μα το πιο γερό και ανελέητο φαγοπότι έγινε σε άλλο τραπέζι. Στην πιο καλά κρυμμένη γωνιά της ακυβέρνητης πολιτείας, στις ψυχές του λαού της.
Τα άλεσαν όλα, το φιλότιμο, την ανθρωπιά, την ντροπή, τη λεβεντιά, την ανάγκη του διπλανού, την έγνοια, την απλότητα, την ντομπροσύνη, την ομορφιά.
Μόνη τους έγνοια να μην αφήσουν αυτά τα κακά ζιζάνια να ανθίσουν, και φρόντισαν να βάλουν πολλές οθόνες να τα ξεριζώνουν από τις ψυχές και τα μυαλά, σπέρνοντας άλλα υπναγωγά βότανα και ματζούνια.
Και μια μέρα, όλα αυτά έγιναν ένα μεγάλο κανόνι που έσκασε και για πρώτη φορά είδαν με τα μάτια τους και άκουσαν με τα αυτιά τους αυτό που τόσον καιρό κρύβοταν κάτω από τη μύτη τους: Η χώρα τους, όπως την ξέρανε, πια δεν υπήρχε, όλα όσα χτίσανε οι παππούδες τους με το αίμα τους και τον ιδρώτα τους, δεν υπήρχαν και δεν είχανε τίποτα να αφήσουν στα παιδιά τους. Μόλις έσκασε η κανονιά, σκόρπισαν όλοι σαν τους λαγούς και έψαχναν τους φταίχτες, μα πουθενά δεν τους έβρισκαν. Μόνο μεγάλους καθρέφτες παντού έβρισκαν. Και κάθε φορά που τους κοίταγαν, ένας άγνωστος απελπισμένος λαός τους ανταπέδιδε το βλέμμα.

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...