Σε είδα για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια. Ξαφνικά,πάνω στην καλύτερη ώρα του γλεντιού, τα βιολιά σταμάτησαν, οι χοροί ξεδιπλώθηκαν, η παρέα έμεινε με παγωμένα λόγια και χαμόγελα. Δεν άκουγα τι λέγανε, δεν ανταποκρινόμουν σε αστεία και προσκλήσεις για χορό. Σε είχα δει εκεί στο βάθος, μόνο όπως πάντα, σιωπηλό όπως πάντα, με την ταπεινή αυτάρκεια των ανθρώπων που έχουν αποδεχθεί τη ζωή όπως τους δόθηκε.
Σε μια στιγμή κάλυψα σχεδόν τριάντα χρόνια. Καλοκαιρινό πανηγύρι, αρχές του '80, ήρθαν και μας φώναξαν. Ήσουν άσχημα. Ήταν η πρώτη επαφή με την αρρώστια. Η πρώτη ρωγμή στον κόσμο σου. Στον κόσμο μας, που μέχρι τότε τον πηγαίναμε καβάλα στο άλογο. Ή μάλλον στο μουλάρι. Θυμάσαι τις μουλαροδρομίες, που δεν είχανε και την καλύτερη έκβαση για μένα; Θυμάσαι πόσο γέλασες που με πέταξε το μουλάρι μας κάτω και παραλίγο να κολυμπήσω στη χαμολάκα με τα μπουγαδόνερα; Στο τέλος γελούσα κι εγώ μέσα στον πόνο μου.
Θυμάσαι τις κουβέντες της παρέας, τις ατελείωτες πολιτικές αναλύσεις, που γκρεμίζαμε και χτίζαμε κόσμους από την αρχή; Όσο έλειπες, το μόνο που χτίσαμε ήταν αυτή η βαβέλ που είναι έτοιμη τώρα να σωριαστεί πάνω στις ζωές μας. Θυμάσαι το σκάκι που το παίρναμε παντού μαζί, στην παραλία, στη βρύση; Από τότε έχω να χαρώ μια καθαρή ήττα. Μια ήττα που να την έχω παλέψει εγώ. Τώρα κάνω πως νικάω παντού,μα ούτε ένα στρατιωτάκι δεν κέρδισα.
Ήσουν ο μόνος που πήγε πολύ παραπέρα από το σκοινί που του δώσανε. Το'σπασες, μα έμεινες κι εσύ σπασμένος, μαζί του.
Κάποτε σε φοβήθηκα. Τα κομμάτια σου δεν έδεναν με τον τακτοποιημένο κόσμο μου. Παράταιρα αντηχούσαν τα λόγια σου στην εύρυθμη ζωή μου. Βρήκα μια θέση για σένα στα απωλεσθέντα μου και φερόμουν με συμπόνια και συμπάθεια στο φάντασμά σου, όπου το έβλεπα.
Δεν ξέρω πώς έγινε και σε είδα έτσι ξαφνικά. Είναι αυτές οι παράξενες μέρες που ζούμε που καθαρίζουν και την πιο αριστοκρατική όραση; Είναι που σιγά σιγά θαμπώνουν τα ψεύτικα χαϊμαλιά που κρεμάσαμε και λάμπουν μόνο τα αληθινά μέταλλα, έστω κι αν έχουν ραγίσει; Ή μήπως τώρα ο κόσμος σου ο ταπεινός γίνεται το μόνο αληθινό καταφύγιο για μας τους κατατρεγμένους της νέας εποχής;
Ό,τι και να 'ναι πάντως, τα βήματα που με οδήγησαν στο τραπέζι σου γεφύρωσαν μια απόσταση σχεδόν τριάντα χρόνων. Με δυο λόγια, δυο κρασιά, χωρίς απολογισμούς και αμηχανίες. Σαν να αφήσαμε στη μέση μια παρτίδα σκάκι από χθες και τη συνεχίσαμε. Σαν να είχες αφήσει απείραχτα τα πιόνια στις θέσεις τους. Χωρίς ζαβολιές. Και η παρτίδα η πιο κερδισμένη εδώ και χρόνια.
Να σ' εύρω, παλιέ μου φίλε. Ίβα πρώτο!