Sunday, December 8, 2013

Η Μικρά Αγγλία



Στην αρχή είναι η θάλασσα. Σαν να μην είναι αυτή που αντικρίζεις κάθε μέρα, πότε ήρεμη, πότε φουρτουνιασμένη, μα πάντα οικεία, γνώριμη, δική σου. Αυτή είναι άλλη, ξένη, μια οντότητα με δική της βούληση, παραμονεύει τα ανθρώπινα πλάσματα, ζηλεύει την εφήμερη ζωή τους και τα κτυπάει στο φτερό ανελέητα, όταν βρει την ευκαιρία. Αυτή η θάλασσα του Παντελή Βούλγαρη θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου ως η καλύτερη εμψύχωση του φυσικού στοιχείου, που την ανέδειξε σε αληθινή πρωταγωνίστρια του έργου. Ο έρωτας αρχίζει μέσα της με ένα μακροβούτι, δίπλα της ανθίζει, για να μαραθεί βίαια, με τη δική της  βοήθεια, κι όταν όλα τον καταδικάζουν, βρίσκει πάλι κοντά της  λίγες στιγμές αιωνιότητας για να ξαναζήσει.  Ο θάνατος, ο σπαραγμός, η κραυγή, δικά της δώρα κι αυτά, ξεσπάνε και γκρεμίζουν όλα τα τοιχαλάκια που χτίσαν οι άνθρωποι να προστατέψουν τις ζωές τους.
Βγαίνοντας έξω μετά την προβολή είναι σαν να πέρασες τον Καβοντόρο με 9 μποφόρ.
Μαζί σου ταξίδεψε εκείνο το τρίχρονο παιδάκι που ενώ έπαιζε στην αυλή, είδε για πρώτη φορά τον πατέρα του,  μόλις ξεμπαρκάρησε,  και κρύφτηκε από το φόβο του. Το κορίτσι που δεν έχει βαλίτσα στο σπίτι του, γιατί  η βαλίτσα, όταν κατέβαινε από το βόλτο μια βδομάδα πριν από την αναχώρηση του πατέρα, σήμαινε την αρχή ενός πένθους που τελείωνε μόνο με τον ερχομό του. Η κοπέλα που πρόσεχε το κάθε της βήμα, μη δώσει καμιά αφορμή για σχόλια και το μάθει ο πατέρας  στο βαπόρι και "πέσει να πνιγεί από τον καημό του". Η γυναίκα αυτή που μισούσε τον μπελά του έρωτα και έκοβε τα φτερά του όπου τα έβλεπε να φυτρώνουν. Ο άντρας, ο άπραγος από στεριά, αυτό το "ζώο της θάλασσας", που κάθε φορά ξεμπάρκαρε σε έναν άλλο τόπο, σε μια άλλη άγνωστη οικογένεια.

Αξιωθήκαμε να δούμε τον τόπο μας, την ιστορία του, τους ανθρώπους μας, τη ζωή μας, να γίνονται τέχνη στα χέρια δυο μεγάλων δημιουργών, του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη.
Νιώθουμε βαθύτατη ευγνωμοσύνη, βαθύτατη συγκίνηση.
Κάποτε θα συνέλθουμε και θα μπορέσουμε κι εμείς να τη δούμε αντικειμενικά, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, σαν μια από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού σινεμά, σύμφωνα με τις κριτικές.



Sunday, December 1, 2013

Το Νέο Λύκειο σε...πρώτη ανάγνωση

Το Νέο Λύκειο είναι πια στη ζωή μας και μόλις τώρα αρχίζουμε σιγά σιγά να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει για μας. Οι μαθητές αντιλαμβάνονται ότι τίποτε δεν θα είναι όπως πρώτα στη λυκειακή βαθμίδα, ούτε η προαγωγή, ούτε η εισαγωγή στα πανεπιστήμια, ούτε οι επιλογές που τους παρέχονται. Δυσκολεύουν οι προϋποθέσεις προαγωγής και απόλυσης, αφού η βάση του  9,5 που ίσχυε μέχρι τώρα έγινε 10 και μάλιστα όσον αφορά την Αρχαία, τη Νέα Ελληνική Γλώσσα, τη Λογοτεχνία και τα Μαθηματικά, το 10 είναι ο ελάχιστος βαθμός, ανά κλάδο,  που πρέπει να έχουν για να περάσουν στην επόμενη τάξη, πράγμα που, σε συνδυασμό με το 8 των υπολοίπων μαθημάτων, ανεβάζει το επίπεδο δυσκολίας σε πρωτόγνωρα ύψη για τα έως τώρα ισχύοντα.
 Για όποιον φαίνονται λογικές αυτές οι προϋποθέσεις, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως η βαθμολογία είναι τόσο εύκολο να ανεβεί στα ύψη ή να καταποντιστεί στα τάρταρα με τα κατάλληλα θέματα, όσο εύκολα αλλάζουν οι πολιτικές σκοπιμότητες στην εκπαίδευση. Γι' αυτό άλλωστε τα θέματα θα προέρχονται κατά 50% από Τράπεζα θεμάτων, υπό τον έλεγχο ασφαλώς του Υπουργείου. Επιπλέον, αν δεχθούμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών στο λύκειο έχει πολύ χαμηλό μαθησιακό επίπεδο, πριν αρχίσουμε να τους πετσοκόβουμε, μήπως θα έπρεπε να διορθώσουμε τις προηγούμενες βαθμίδες που τους έφτασαν έως εδώ αστοιχείωτους; Κι όμως, αντί να ερευνήσουμε το τι και το πώς μαθαίνουν ή το γιατί δεν μαθαίνουν οι μαθητές από το δημοτικό, ασχολούμαστε πάλι με το εξεταστικό σύστημα του λυκείου και τις εισαγωγικές εξετάσεις. Η πιο καταστροφική εμμονή κάθε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης τα τελευταία 30 χρόνια.
Γιατί, λοιπόν, δεν ακούγονται και πολλές αντιρρήσεις από μέρους των καθηγητών και των εκπροσώπων τους σε συνδικαλιστικό και επιστημονικό επίπεδο;
Μήπως, μας αρέσει που η βαθμολογία μας θα είναι πολύ πιο σημαντική για το μέλλον  των μαθητών μας, από ό,τι μέχρι τώρα;
Μήπως, οι βασικές ειδικότητες, είδαμε τις αυξημένες ώρες και ησυχάσαμε;
Μήπως βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα ότι με τους προφορικούς βαθμούς, το 50% των θεμάτων  και τη βαθμολογία του γραπτού, θα "σώσουμε" τους μαθητές μας από τον Καιάδα της απόρριψης; Έχουν γνώση οι φύλακες. Ο κεντρικός έλεγχος κάθε μύγας που θα πετάει στο σχολείο δεν θα μας αφήσει για πολύ να ονειρευόμαστε "σωσίβιες" βαθμολογίες και άλλα παρόμοια.
Ειδικά, εμείς οι φιλόλογοι, όπως πάει το πράγμα, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουμε και πολλούς να σώσουμε. Αυτό που μας καθησυχάζει, οι πολλές ώρες της αρχαίας ελληνικής στον θεωρητικό κύκλο, η βαρύτητά τους στη γενική παιδεία των δύο πρώτων τάξεων, θα είναι, πολύ φοβάμαι, και αυτό που θα μας δημιουργήσει το μεγαλύτερο πρόβλημα στο μέλλον. Τα αρχαία δεν είναι και το δημοφιλέστερο μάθημα, όπως διδάσκονται με έμφαση στο τυπικό και όχι στην ουσία, στη γλώσσα και όχι στο περιεχόμενο, στην παπαγαλία τύπων και όχι στην επαφή με κείμενα και ιδέες που ακόμα δίνουν το νόημα και το μέτρο του πεπαιδευμένου ανθρώπου, όπου γης.  Με τι κίνητρα θα ακολουθήσουν θεωρητικό κύκλο οι μαθητές μας, όταν οι σχολές στις οποίες οδηγεί αυτός είναι μόνο οι θεωρητικές, χωρίς καμιά άλλη δυνατότητα επιλογής, ούτε καν οι παιδαγωγικές με κάποιο μάθημα επιλογής (πχ μαθηματικά);  Γιατί άραγε εντάσσονται τα παιδαγωγικά στον οικονομικό κύκλο, ενώ ο φυσικός τους χώρος ανέκαθεν ήταν οι θεωρητικές- παιδαγωγικές σχολές;

Μήπως, τελικά, το Νέο Λύκειο είναι ο δούρειος ίππος της δραστικής μείωσης των θεωρητικών σπουδών από λύκειο και πανεπιστήμια; Μήπως έτσι γλιτώσουν μια κι έξω οι επόμενες γενιές από κάτι ενοχλητικούς που όχι μόνο δεν αρέσουν στις αγορές, αλλά επιμένουν να απευθύνονται στη σκέψη και στην ψυχή των νέων ανθρώπων και όπως λέει η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler «... επιτρέπουν να μάθουμε να διαβάζουμε προσεκτικά, να αξιολογούμε και να οξύνουμε το βλέμμα μας, να εντοπίζουμε τους εαυτούς μας, απροσδόκητα, στη μέση των αρχαίων κειμένων που διαβάζουμε και, επίσης, να ανακαλύπτουμε τρόπους ζωής, σκέψης, δράσης, αντανακλάσεις που ανήκουν σε χρόνους και χώρους που δεν βρεθήκαμε ποτέ»;
Μακάρι όλοι αυτοί οι φόβοι να μην επιβεβαιωθούν από την πραγματικότητα και το Νέο Λύκειο να είναι μια ακόμα μεταρρύθμιση από τις πολλές που δεν "περπάτησαν" στην εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια, αλλά ακόμα κι έτσι, είναι καιρός να προβληματιστούμε σοβαρά εμείς οι φιλόλογοι για το ρόλο μας στην παιδεία και την ευθύνη μας για το μέλλον των θεωρητικών σπουδών στη χώρα μας.

 

Thursday, October 17, 2013

Οι ταξιδιώτες του χρόνου


Τους συναντώ πότε πότε στα πιο απίθανα μέρη. Στον προθάλαμο ενός ιατρείου,  περιμένουν υπομονετικά και αμήχανα να ανοίξει η πόρτα και η εικόνα τους δείχνει αταίριαστη εκεί μέσα. Δεν ξέρουν να κάθονται άπραγοι. Τα χέρια τους δυσανασχετούν για αυτή τη σχόλη, λες και θέλουν μόνα τους να πάνε να συνεχίσουν το όργωμα, το πότισμα. Αν μπουν σε μια δημόσια υπηρεσία, είναι σαν να μπαίνουν σε εκκλησιά. Με ευλάβεια ζητάνε κάτι, σχεδόν με έκπληξη δέχονται την εξυπηρέτηση, την ευγένεια. Όταν χρειαστεί να ταξιδέψουν- ακόμα και μέχρι την πρωτεύουσα του νησιού γι' αυτούς είναι ταξίδι- ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος, περπατάνε αλλιώς, κοιτάνε αλλιώς, λες και βρέθηκαν με μια μηχανή του χρόνου στο σήμερα, από το κοντινό και μακρινό χθες των ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Στο νησί μου, υπάρχουν ακόμα ευλογημένοι θύλακες του χρόνου, που κρατάνε όπως κρατάει μια πηγή το νερό της μέσα στην πέτρα, ανθρώπους αυθεντικούς, "φυσικούς", μνημεία ενός πολιτισμού που χάνεται χωρίς επιστροφή. Στέκονται κι αυτοί κόντρα στον άνεμο της εξέλιξης, μαζί με τους περιστεριώνες και τα πυργόσπιτα. Στον ίσκιο τους μπορείς να σταθείς να πάρεις ανάσα από τον ανελέητο καύσωνα της σύγχρονης ερήμου. Σε μαθαίνουν συνέχεια τα βασικά από την αρχή. Το αλφαβητάρι σου. Το νερό. Η γη. Ο καρπός. Η δουλειά. Ο πόνος. Η αποδοχή. Το τέλος.


Τους είδα και σ' αυτές τις φωτογραφίες των Αυστραλών αρχαιολόγων από τις παλιές ανασκαφές στη Ζαγορά. Φαίνεται ήξεραν αυτοί οι αρχαιολόγοι να αποτιμήσουν όλους τους θησαυρούς που έβρισκαν και να τους διασώσουν στο χρόνο.

Αυτή η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Παναγιώτη του Καλογρίδη, του γείτονά μου, που τον είδα σε μια φωτογραφία  με την κυρά του στο τραπέζι των αρχαιολόγων και τον θυμάμαι να διηγείται στις βεγγέρες που κάναμε τότε στο χωριό πώς τον βάζανε να σκάβει μ' ένα σκαλιστηράκι και να βρίσκει σταμνάκια. "Μα τι θα τα κάν'νε όλα αυτά τα σταμνιά;"
Πού να 'ξερες, μπάρμπα- Παναγιώτη, ότι αυτά τα σταμνιά μας ποτίζουν ακόμα!

(Και η φωτογραφία από τον Περίγυρο)

Monday, August 26, 2013

Η εκδίκηση των σφηκών



Όταν ήμασταν παιδιά, τα ζωντανά πλάσματα της φύσης χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: τα καλά, που τα αφήναμε να ζήσουν γιατί δεν μας ενοχλούσαν και τα σκοτώναμε μόνο για να τα φάμε, και τα κακά που υπήρχαν ακριβώς για να τα σκοτώνουμε. Φίδια, ποντίκια, σφήκες, μύγες, σκορπιοί, κατσαρίδες, εξολοθρεύονταν άμα τη εμφανίσει και γίνονταν τρόπαια ανδραγαθίας και αφορμές να πανηγυρίσει όλη η παρέα. Τους νικητές τους θαύμαζαν τα κορίτσια και τους ζήλευαν τα αγόρια. Αρκούσε μια κραυγή από ένα τρομαγμένο κορίτσι: "φίδι!" , για να τρέξει ο ιππότης να αναλάβει την εξολόθρευση του κακού όφεως και την αποκατάσταση της γαλήνης στον παιδικό κήπο της Εδέμ. Θυμάμαι, με ανάμεικτα συναισθήματα τρόμου και θαυμασμού, ένα αγόρι  να πιάνει τα φίδια από την ουρά και να τα στριφογυρνάει πριν τα σκοτώσει. Αυτός κι αν ήταν ο αγαπημένος των κοριτσιών, γιατί όχι μόνο δεν φοβόταν τα φίδια, αλλά μπορούσε και να ρίξει προς το μέρος σου κανένα. Τέτοιους γητευτές δεν συμφέρει να τους έχεις απέναντι. Εμείς τα κορίτσια σπάνια τα βάζαμε με φίδια και ποντίκια, αλλά τα υπόλοιπα σιχαμερά του καταλόγου έδιναν αφορμή και στη δική μας φυσική επιθετικότητα να διοχετευθεί κάπου, αφού κατά τα άλλα, έπρεπε να είμαστε γλυκά και χαριτωμένα πλάσματα, άξια να τα σώσει ένα γενναίο αγόρι. Την πλήρωναν λοιπόν τα έντομα, που τα κυνηγούσαμε και τα σκοτώναμε, στα πλαίσια-υποτίθεται- του νοικοκυριού. Και λέω υποτίθεται γιατί δεν θυμάμαι να συνοδευόταν το σκούπισμα ή το ξεσκόνισμα από την ίδια άγρια χαρά που έφερνε το κυνήγι της σφήκας ή της κατσαρίδας. Ειδικά η μάχη με τις σφήκες ήταν καθημερινή, γιατί τα πιάτα τότε τα πλέναμε σε έναν υπαίθριο νεροχύτη- οι πιο πολλές δουλειές έξω γίνονταν, θαρρώ- και φυσικά μαζεύονταν σμήνος από αυτές. Στο τέλος του πλυσίματος ο νεροχύτης γέμιζε με πτώματα σφηκών που τις είχα πνίξει, αφού τις κατάβρεχα πρώτα, για να μην μπορούν να πετάξουν. Ίσως ξέρανε τι σφαγέας ήμουνα για το είδος τους, γι' αυτό κάθε τόσο βρισκόμουνα με πρησμένα χέρια από τα τσιμπήματα, που τα έδενα σαν να ήτανε σπασμένα και παρίστανα τον τραυματία πολέμου.
Αυτές οι παιδικές συνήθειες γίνονται τελικά δεύτερη φύση και δεν μου φάνηκε περίεργο αυτό που συνειδητοποίησα ότι κάνω κάθε πρωί τα καλοκαίρια που πίνω καφέ στην αυλή. Μαζί με τον καφέ, το ψωμοτύρι μου και το βιβλίο, έχω πάντα μαζί μια μυγοσκοτώστρα. Κάθομαι στο σκαλοπάτι και καιροφυλακτώ να μυρίσουν το τυρί τα υποψήφια θύματα και αρχίζω το κυνήγι. Από ένα σημείο και μετά,  δόλωμα γίνονται τα ίδια τα συσσωρευμένα πτώματα και το διασκεδάζω τόσο πολύ που διακόπτω και το πιο συναρπαστικό βιβλίο, για να προσθέσω ένα ακόμη μικρό πτώμα στο σωρό που σχηματίζεται.
( Βέβαια, ξέχασα να πω ότι ποτέ ένα παιδί που μεγαλώνει σε αγροτική κοινωνία δεν σκοτώνει μέλισσα. Ίσα, ίσα, ακόμα κι αν μπει στο σπίτι, τη βγάζει προσεκτικά, τινάζοντάς την και από τις σκόνες ή απελευθερώνοντάς την από ρούχα ή μαλλιά που έμπλεξε. Ακόμα κι αν σε τσιμπήσει δεν θυμώνεις, μα λυπάσαι που τώρα θα ψοφήσει, γιατί αφήνει το κεντρί της μέσα σου.)
Ωραία, όλα αυτά και αρκούντως γραφικά, αλλά πώς εξηγείται το χθεσινό μου όνειρο;
Ήμουνα λέει κάπου με πολλές σφήκες και τις σκότωνα ανελέητα με μεγάλη επιτυχία. Την ίδια στιγμή όμως κάποιος ήταν δίπλα μου και μου έλεγε: "-Μη, αμαρτία! Δεν βλέπεις τα μάτια τους; Δεν τα λυπάσαι; Ζωντανά είναι κι αυτά!" Δεν θυμάμαι να του είπα ότι είναι τρελός, όπως θα έκανα στον ξύπνιο μου, αντίθετα ένιωθα να επηρεάζομαι και να αναχαιτίζω την δολοφονική μου ορμή.
Πολύ με προβλημάτισε η προέλευση αυτής της οικολογικά ευαίσθητης φωνής στο όνειρό μου.
Μπορούν άραγε τα κηρύγματα της οικολογίας και της πολιτικής ορθότητας να φτάσουν τόσο βαθιά, ξεριζώνοντας υγιή ένστικτα και καταστρέφοντας τις απλές χαρές μιας φυσικής ύπαρξης;


Thursday, August 22, 2013

Εφεδρείες κάτω απ' την πανσέληνο του Αυγούστου.





Τελειώνει ένα καλοκαίρι γεμάτο ένταση και απρόοπτα στο χώρο της εκπαίδευσης. Αφήνει συναδέλφους της τεχνικής με αβέβαιο ή ανύπαρκτο μέλλον στο δημόσιο σχολείο, συναδέλφους άλλων ειδικοτήτων με την ψυχή στο στόμα από τα σκοτσέζικα ντους του υπουργείου, κάποιους άλλους να φεύγουν πρόωρα, διωγμένοι από τις δυσμενείς εργασιακές εξελίξεις και εμάς που απομένουμε να προσπαθούμε να καταλάβουμε σε τι σχολείο θα βρεθούμε το Σεπτέμβριο.


Το στοίχημά μου προσωπικά ήταν να μαζέψω δυνάμεις. Ποτέ άλλοτε δεν το χρειαζόμουν αυτό. Πάντα ένιωθα έτοιμη να αρχίσω την καινούρια χρονιά στις 30 Ιουνίου. Το μικρό μυστικό μου θαύμα να μην με κουράζει η δουλειά μου, να μην τη βαριέμαι ποτέ, να μην με τρομάζει ποτέ το τέλος του καλοκαιριού, κινδύνεψε σοβαρά στα νύχια του τέρατος που λυμαίνεται εδώ και τρία χρόνια τον τόπο μας και τις ζωές μας. Ένιωθα ανέτοιμη, ψυχικά κουρασμένη, ευάλωτη σε κάθε επίθεση που δεχόμασταν, σε κάθε αρνητικό σχόλιο, σε κάθε κανιβαλικό κοινωνικό αυτοματισμό. Άρχισα για πρώτη φορά να κοιτάω τη νομοθεσία της συνταξιοδότησης, ενώ μέχρι τώρα με έπιανε δυσανεξία και στο άκουσμα της λέξης σύνταξη. Πιο πολύ από όλα με εξουθένωνε η ιδέα ενός σχολείου χαρακωμάτων, "οι ξενόγλωσσοι και εμείς, οι θεολόγοι και εμείς, οι ασεπίτες και εμείς, εμείς και οι νέοι" , μια εφιαλτική διελκυστίνδα που θα συμπαρασύρει ό,τι απέμεινε από το δημόσιο σχολείο.

Αυτός ο Αύγουστος όμως μου επιφύλασσε και κάτι καλό προς το τέλος του: τη χθεσινή βραδιά με την πανσέληνο, στα τραπεζάκια δίπλα στη θάλασσα. Μια παρέα από τα παλιά,η πιο αγαπημένη των θρανίων, που 21 χρόνια τώρα κρατάει δεσμούς και ζωντανεύει μνήμες ξεγνοιασιάς, ξαναβρέθηκε και μου θύμισε πώς ήταν παλιά το δημόσιο σχολείο. Τι κληρονομιά άφησε  παρά τις ελλείψεις του.  Όλα αυτά για τα οποία δέσαμε τη ζωή μας με αυτό το  σχολείο ήταν εκεί, γύρω από ένα τραπέζι με μπίρες και σουβλάκια, δίπλα σε ανυποψίαστες παρέες τουριστών και ντόπιων θαμώνων.Τα λόγια, οι σκέψεις, οι επιλογές, τα όνειρα, τα σχέδια, τα διαβάσματα, οι αγωνίες και τα ερωτήματα αυτών των νέων ανθρώπων, που ο καθένας τους ακολούθησε μια διαφορετική πορεία ζωής, είχαν τον ίδιο κοινό παρονομαστή, μια πνευματική και ηθική ευρωστία, αφύσικη για "τους καιρούς αυτούς τους σακάτικους".
Γύρισα στο σπίτι περπατώντας σταθερά και ανάλαφρα, παρά τις μπίρες και τη βαριά πανοπλία που κονόμησα εκεί κάτω από το φεγγαράκι το αυγουστιάτικο.
Συνεχίζουμε τώρα!

ΥΓ:  Η φωτογραφία είναι της Ιωάννας Δ. Μωράκη


.

Sunday, August 4, 2013

Εις μνήμην




Ήταν μια μέρα του Ιουνίου πριν από 5-6 χρόνια περίπου. Δεν είχα επιστρέψει ακόμη μόνιμα στο Κόρθι, αλλά έδινα το παρών στις παραλίες του με κάθε ευκαιρία. Εκείνη τη μέρα, δεν βρήκα τη γνωστή ησυχία της αρχής του καλοκαιριού.Μια παρέα πιτσιρικάδων λίγα μέτρα πιο πέρα χάλαγε τον κόσμο. Φώναζαν, έκαναν βουτιές, έσπρωχναν ο ένας τον άλλον, έπεφταν στην άμμο και πάλευαν. Τους πιο πολλούς τους ήξερα, παιδιά της περιοχής μας, σε λίγα χρόνια θα τους είχα μαθητές. Ξεχώριζε ένας. Ψηλός, ξανθός, φατσούλα υπέροχη, το κέντρο της προσοχής όλων, ο καπετάν φασαρίας της παρέας. Με λίγη προσπάθεια, μέσα από τη σκιά του καπέλου μου τον γνώρισα: Ο Σταύρος, ο Παντερλής, της Φλώρας. Μεγάλωσε κι αυτός...Πότε κιόλας...Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν τον σκέπτομαι- και συμβαίνει συχνά- τον βλέπω σε κείνη την παραλία, χαρούμενο, να κάνει παλαβομάρες, να βουτάει στη θάλασσα... Δεν μπορώ να συνδέσω το Σταύρο με ό,τι ακολούθησε...δεν του πάνε όσα ακολούθησαν. Διάλεξε να μείνει δεμένος στη μνήμη μας με το καλοκαίρι, τη νιότη, τη χαρά της ζωής. Λες και ήξερε πως δεν θα μπορέσουμε να του χαλάσουμε το χατίρι...

Saturday, July 13, 2013

Άκου, καθηγητάκο!

Σε σένα μιλάω, που για να καθησυχάσεις το φόβο ότι θα είσαι ο επόμενος για σφαγή, εκφράστηκες απαξιωτικά, στα εκπαιδευτικά φόρουμ, για τις "μοδίστρες και τις κομμώτριες" της εκπαίδευσης που απολύονται εν μια νυκτί, χωρίς προειδοποίηση ή αποζημίωση, και προπαντός χωρίς την παραμικρή αξιολόγηση.
Και μη βιαστείς να πεις ότι αξιολόγηση δεν χρειάζεται, αφού αυτές οι ειδικότητες δεν έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο, γιατί θα σε διαψεύσουν οι ίδιοι οι μαθητές σου, αν τους ρωτήσουν.
Αυτοί, ντε, που τους υποτιμάς, τους ειρωνεύεσαι και δεν μπαίνεις στο κόπο να κατεβείς από το βάθρο της ακαδημαϊκής σου ανωτερότητας για να τους βοηθήσεις να καταλάβουν, χωρίς να χρειαστούν ακριβοπληρωμένα ιδιαίτερα, τα "υψηλά σου διανοήματα" που κραδαίνεις σαν σπάθα πάνω από τα κεφάλια τους. Αυτοί, που όταν τους απέρριπτες με περισσή ευκολία, για να μην πω με σαδιστική ικανοποίηση, τους αναλάμβαναν μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους που απολύθηκαν προχθές και-ναι, ω του θαύματος- αυτά τα παραπεταμένα παιδιά δέχονταν τη φροντίδα ενός αληθινού δασκάλου, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους. Ενός δασκάλου, που μαζί με τις βελονιές, τα χτενίσματα ή την περιποίηση προσώπου που τους δίδασκε, τους μάθαινε συγχρόνως ότι μπορούν, αξίζουν, δικαιούνται μια θέση κάτω από τον ήλιο και μάλιστα ότι διαθέτουν δεξιότητες και ταλέντα που δεν πίστευαν ποτέ ότι έχουν, χάρη και στη δική σου συστηματική προσπάθεια υπέρ του αντιθέτου. Στα πέντε χρόνια που δίδασκα ως φιλόλογος, παράλληλα με το λύκειο, σε ένα τέτοιο επαγγελματικό σχολείο, είδα τόσα πολλά τέτοια θαύματα, όσα δεν είδα στα υπόλοιπα 20 και βάλε που διδάσκω στη γενική εκπαίδευση. Μαθητές που τους έφεραν οι γονείς τους με μεγάλη επιφύλαξη, γιατί ήταν πεπεισμένοι ότι τίποτε δεν μπορούν να καταφέρουν, να ανθίζουν πραγματικά και να βελτιώνονται και στα υπόλοιπα (κλασικά) μαθήματα, επειδή βρήκαν ένα πεδίο γνώσης και κυρίως πρακτικής εφαρμογής της, που αξιοποιούσε και ενίσχυε τις ικανότητες που έτσι κι αλλιώς διαθέτει κάθε ανθρώπινο πλάσμα, μέχρι να τις στομώσει η επαφή έστω και με έναν "προφέσορα" του είδους σου, καθηγητάκο.
Ψάξε στη μνήμη σου να βρεις πότε πήρες ένα παιδί χαμηλών επιδόσεων, του έδωσες θάρρος, ασχολήθηκες με τα ενδιαφέροντά του, έλυσες τις απορίες του, το έκανες να αγαπήσει το μάθημά σου, να αγαπήσει το διάβασμα, το είδες να πιστεύει στον εαυτό του και να προχωράει στη ζωή με τα φτερά που εσύ το βοήθησες να αναπτύξει; Τι έχεις να θυμάσαι; Πόσους έβαλες στο πανεπιστήμιο; Πόσους μαθητάρες είχες που σαν αλογάκια σε κούρσα σε "δικαίωσαν" με τις πρωτιές τους; Αυτό που είσαι μπορεί να λέγεται καλός προπονητής, καλός ειδικός, καλός φροντιστής. Δάσκαλος όμως δεν λέγεται. Δάσκαλος είναι να κερδίσεις τη χαμένη εκπαιδευτικά ψυχή, να φέρεις πίσω στο σπίτι της παιδείας που ανήκει, το χαμένο πρόβατο που με ευκολία το στέλνεις στο στόμα του λύκου αμόρφωτο και ακαλλιέργητο. Και μην σου κάνει εντύπωση, αλλά πολλές από αυτές τις "μοδίστρες και κομμώτριες" που απολύθηκαν έχουν να θυμούνται για μια ολόκληρη ζωή τέτοιες περιπτώσεις κερδισμένων παιδιών από τη σύντομη θητεία τους στην εκπαίδευση.
Και να χαίρεσαι όχι γιατί ξεφορτώθηκε το καράβι από τη "σαβούρα" και δεν θα βουλιάξει παρασύροντας και την επιστημονική σου υψηλότητα, αλλά γιατί κανείς μέχρι τώρα δεν ανακάλυψε πού κρύβεται η αληθινή σαβούρα που μολύνει με την τοξικότητά της όλους τους επιβάτες του καραβιού.

Monday, July 1, 2013

Η Άνδρος του Παναγιώτη Αναστασόπουλου










Στο Κόρθι, στη Σχολή της Αγίας Τριάδας, όπου στεγάζεται το Περιβαλλοντικό Κέντρο, έγινε χθες Κυριακή 30 Ιουνίου, η παρουσίαση του βιβλίου του εκδότη και Κορθιανού εξ αγχιστείας Παναγιώτη Αναστασόπουλου:  Η Άνδρος μου, πηγές και βρύσες στο Κόρθι. Ένα βιβλίο που αποτυπώνει σε δύσκολους εκδοτικά καιρούς κάτι που γνωρίζαμε κι από άλλα παρόμοια "διαβήματα" : την τρέλα ενός καλλιτέχνη του βιβλίου σε συνδυασμό με την πετριά ενός λάτρη του Κορθίου, ως τοπίου και ως τόπου ψυχής. Αυτός ο ωραίος τρελός γύριζε δυο χρόνια τώρα την περιοχή μας, φωτογράφίζε και μάζευε πληροφορίες για κάθε πηγή και βρυσούλα και εμπλουτίζοντας την έρευνά του με μυθολογικές, ιστορικές και λαογραφικές αναφορές, έφτιαξε ένα μοναδικό βιβλίο, χάρμα οφθαλμών και ψυχής. Όταν μου  έδειξε το προσχέδιο για πρώτη φορά πριν από μήνες μου είχε πει: "δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ωραία πέρασα φτιάχνοντάς το, γνώρισα ανθρώπους που δεν θα τους είχα ποτέ γνωρίσει αλλιώς, άκουσα τις  ιστορίες τους, μπήκα στα σπίτια τους" Χθες ήταν ακόμα πιο αποκαλυπτικός: "Το βιβλίο το έγραψα για να βρεθώ κοντά στους ανθρώπους αυτού του τόπου".  Και οι άνθρωποι αυτού του τόπου, Παναγιώτη, θα βρεθούν με το βιβλίο σου σε μέρη γνώριμα και ξεχασμένα, θα θυμηθούν πώς ξεδίψαγαν κάποτε πάνω σε δροσερά ψινάρια και πώς κοινωνούσαν το νάμα μιας άλλης ζωής, όταν αρκούσε μια πλάκα σαπούνι κι ένα κοφίνι με ρούχα, για να βρεθείς με τους συχωριανούς σου, να μιλήσεις, να γελάσεις και να μοιραστείς την έγνοια σου.
Σου οφείλουμε ακόμα μια αντάξια του βιβλίου σου παρουσίαση. Ήταν απόλαυση να ακούς το Γιάννη Βόγλη, το μεγάλο μας ηθοποιό να διαβάζει αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του για τις παιδικές του αναμνήσεις στην Άνδρο, στα χρόνια της Κατοχής. Η Άνδρος του Βόγλη και η δική σου, Παναγιώτη, είναι ο ίδιος τόπος κι ας τις χωρίζουν καμιά εβδομηνταριά χρόνια. Ή μάλλον είναι αυτό που προκύπτει όταν ένας τόπος συναντηθεί με ψυχές που του δίνουν την ψυχή του.
Ο καθηγητής βυζαντινολογίας Φώτης Δημητρακόπουλος στη συνέχεια της εκδήλωσης  μας έδειξε πώς ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος μπορεί να συνδυάζει την επιστημονική αρτιότητα με το χιούμορ και την απλότητα. Μεγάλο μάθημα για κάθε εκπαιδευτικό που θέλει να λέγεται δάσκαλος. Ο  Γιάννης Πολέμης, ο δικός μας καθηγητής βυζαντινολογίας, επίσης, αφιέρωσε τη δική του παρουσίαση στον ιστορικό Δημήτρη Πασχάλη, γιατί η νεότερη ιστορία του τόπου μας του οφείλει κυριολεκτικά την ύπαρξή της. Πικρή διαπίστωση το έλλειμμα ιστορικής γνώσης τοπικής και γενικής στην εκπαίδευση σήμερα και πρόκληση για όσους την υπηρετούμε να εντείνουμε την προσπάθειά μας προς αυτή την κατεύθυνση.Τέλος ο πανεπιστημιακός γιατρός Παναγιώτης Δημόπουλος, άγνωστος στους περισσότερους, ενώ υποθέσαμε ότι ήταν εκεί λόγω φιλίας με τον συγγραφέα, ήταν μια ακόμα αποκάλυψη, έκλεισε την παρουσίαση με ένα λόγο αριστοτεχνικό, έμπλεο νοήματος και ουσίας.
Όπως όμως είπε κι ο Δήμαρχος Γιάννης Γλυνός τίποτε δεν τελειώνει εδώ. Ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος πιάστηκε μόνος του στο δίχτυ που ύφανε ο ίδιος, γιατί όλοι περιμένουμε τη συνέχεια και ξέρουμε πως μας αγαπάει πολύ για να μας χαλάσει το χατήρι.
Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια!



Monday, June 10, 2013

Capulcu: Έλληνες και Τούρκοι πλιατσικολόγοι

Συναντιέστε συχνά στα πολυεθνικά περιβάλλοντα των σπουδών σας και της εργασίας σας σε χώρες του εξωτερικού. Μέσα σ' αυτές τις πολύχρωμες παρέες, ανακαλύπτετε την κρυμμένη συγγένεια. Τακιμιάζετε: στο φαγητό, στο γλέντι, στις συνήθειες του σπιτιού, στη νοοτροπία, στη ζεστασιά της ψυχής. Μοιράζεστε τη φέτα, το γιαούρτι, το γύρο, τον καφέ. Συνεννοείστε χωρίς μεσολάβηση τρίτης γλώσσας με λέξεις που κουβαλάνε μνήμες κι απ' τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Πολλά χρόνια, πολλοί και δυνατοί άνθρωποι και μεγάλα συμφέροντα προσπάθησαν να σας κάνουν εχθρούς. Η ιστορία σάς άλεσε στις μυλόπετρές της, σας πέταξε από δω κι από κει, χωρίς πατρίδα. Τεράστια υψώθηκαν τείχη ανάμεσά σας: αίμα, πόνος, μνήμη, χαλασμός. Μεγαλώσατε μέσα σ' αυτά τα τείχη με ελάχιστες ρωγμές: η Διδώ Σωτηρίου, ο Ναζίμ Χικμέτ, η Πολίτικη Κουζίνα, κανένα παλιό σμυρναίικο.
Στις γιορτές του σχολείου "σκοτώνατε" ο ένας τον άλλον πολλές φορές κι άλλες τόσες μετρούσατε τον ηρωισμό και την αγάπη για την πατρίδα με μέτρο το μίσος για τον άλλο, τον κακό.
 Τι λέτε εσείς όταν θυμώνει πολύ κάποιος; Εμείς λέμε: " Έγινε Τούρκος". Πώς φωνάζει η μαμά του το άτακτο κοριτσάκι της; "-Τουρκάλα! Τώρα θα σου δείξω εγώ!"

Πολύ βαρύ φορτίο για τις μικρές σας πλάτες κι, όταν ήρθε να προστεθεί και η λειψή και αλλήθωρη γνώση του ιστορικού παρελθόντος, ήταν πολύ εύκολο να γίνετε αρχετυπικοί εχθροί μεταξύ σας.
Πώς γίνεται όμως και μόλις συναντηθείτε έξω από τα χωρικά σας ύδατα, μετανάστες στην Αμερική και στη Γερμανία ή στην υπόλοιπη Ευρώπη, φοιτητές και νέοι επιστήμονες και εργαζόμενοι, να χάνονται όλα αυτά τα κατάλοιπα του παρελθόντος και να αναδεικνύονται οι ομοιότητες, η κοινή κληρονομιά αιώνων συνύπαρξης, το πολιτισμικό και γεωγραφικό γονιδίωμα που μας ενώνει;

Σας είδα σε μια αυτοσχέδια  διαδήλωση, στο Παρίσι, δίπλα δίπλα να κρατάτε κόλλες χαρτί με συνθήματα συμπαράστασης στον αγώνα των Τούρκων πολιτών. Μια λέξη με παραξένεψε:  Capulcu. Έμαθα πως έτσι (πλιατσικολόγους) αποκάλεσε ο Ερντογάν τους Τούρκους διαδηλωτές κι αυτοί έκαναν τη βρισιά σύνθημα της αντίστασης.
Τώρα τη μοιράζεστε κι εσείς Ekin,Anthi, Deniz, Eirini,

όπως μοιράζεστε και τη φέτα τα πρωινά στο δωμάτιο της φοιτητικής εστίας.
   

Friday, May 24, 2013

Η Ελένη του Ευριπίδη φέτος είχε πολλές κατακτήσεις

Όταν τελειώνει μια σχολική χρονιά, συχνά αναρωτιέμαι πώς θα καταγραφεί στη μνήμη μου. Τι θα θυμάμαι πιο πολύ, τι θέλω να θυμάμαι. Φέτος από τα πολλά καλά που έζησα στο σχολείο, νομίζω, ότι πιο έντονη ανάμνηση θα είναι η Ελένη του Ευριπίδη. Ναι, αυτή που κάποτε χρειάστηκε να τη βάλω σε λαϊκό πάλκο, για να την προσέξουν οι μαθητές, φέτος την υποδέχτηκαν με τον πιο φιλόξενο τρόπο που έχω συναντήσει. Μπήκε στην τάξη, στρογγυλοκάθισε, μας τα είπε όλα της τα βάσανα, μας γοήτευσε με την αειθαλή ομορφιά της, θαυμάσαμε την καπατσοσύνη της, την πονηριά της, το κουράγιο της. Κι αυτή την αντοχή της αγάπης της για το Μενέλαο θαυμάσαμε, γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν μας έπεισε και τόσο για την αξία του αυτός.
Δεν ξέρω στ' αλήθεια αν της έχει ξανασυμβεί. Αν έχει ξαναβρεθεί μπροστά σε τέτοιο κοινό, ικανό να συνομιλήσει με ωριμότητα και στοχασμό με ένα μεγάλο έργο και να πάρει από αυτό όλα όσα προορίζονταν γι' αυτό το κοινό. Όλη την κληρονομιά που του ανήκει.
Δεν ξέρω πώς το έκανε αυτό η γητεύτρα: Κάθε φορά αδιαμαρτύρητα να αλλάζουν τα θρανία, για να έχουν όλοι θέα στη "σκηνή". Κάθε φορά οι "κορυφαίοι" να λένε τα λόγια τους, χωρίς να διαβάζουν από τα χαρτιά τους και όλοι να τους παρακολουθούν με ιερή προσήλωση. Μόλις όμως τέλειωναν, δεν έμενε "βουβό πρόσωπο" στην τάξη.  Κι αυτοί οι περίφημοι "διδακτικοί στόχοι" που μια ζωή τους έβλεπα να μου γνέφουν από την κορυφή του Ολύμπου, τώρα έγιναν πιο υπάκουοι και εξημερωμένοι κι απ' τον καημένο το Θεοκλύμενο μπροστά στην Ελένη.

Στις εξετάσεις, τους έβαλα ένα απόσπασμα από την Έξοδο, εκεί που ο Θεοκλύμενος οργισμένος που έχασε την Ελένη, ετοιμάζεται να σκοτώσει την αδερφή του, τη μάντισσα Θεονόη, γιατί δεν του αποκάλυψε την παρουσία του Μενέλαου και το σχέδιο φυγής του ζευγαριού. Τότε, ορμάει ένας υπηρέτης, ένας δούλος, και προσπαθεί να τον σταματήσει, προστατεύοντας το δίκιο με κίνδυνο της ζωής του. Ως παράλληλο κείμενο, τους έδωσα αυτό το ποίημα του Μπρεχτ:

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: "Μ' αρέσει ο νόμος τους".
Τον κόσμο αντίκρισα μεσ' απ' τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν "Σε διασκεδάζει;", είπα: "Πολύ!"
Κι από την ώρα εκείνη, λέω "Ναι" σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
"Καλά τους κάνουν- για του έθνους την ομόνοια!"
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: "Σταματήστε!"
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ' άκουσα να φωνάζω: "Ζήτω! Προχωρήστε!"
Δεν μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι' αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρόμικού σας κόσμου τη βρομιά
ταιριάζει, βέβαια- το ξέρω- κι η έγκρισή μου.


Στη σύγκριση που τους ζητήθηκε πήρα ωραίες απαντήσεις από όλους. Παραθέτω εδώ δύο αντιπροσωπευτικές για να γίνουν επίλογος μιας από τις καλύτερες διδακτικές εμπειρίες της ζωής μου:
 Ο υπηρέτης του Θεοκλύμενου με το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα έχουν αρκετές διαφορές. Ο υπηρέτης φαίνεται θαρραλέος, φαίνεται να μην φοβάται το αφεντικό του, αφού τον διατάζει και όπως λέει δεν τον νοιάζει να σκοτωθεί, ενώ το πρόσωπο του ποιήματος φαίνεται να έχει αποδεχθεί ότι θα είναι για πάντα κατώτερος. Μπορεί εκείνα τα χρόνια να άκμαζε η δουλεία, αλλά οι άνθρωποι είχαν περισσότερο θάρρος και πίστη για ελευθερία από ό,τι αυτοί του 20ου αιώνα που αποδέχονται τη μοίρα τους χωρίς να παλέψουν. Και σκεφθείτε ότι αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που η δουλεία θεωρείται έγκλημα.

Το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα είναι το άκρως αντίθετο από τον υπηρέτη του Θεοκλύμενου. Ο υπηρέτης, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να τρέφει μίσος εφόσον ήταν δούλος, έτρεφε ανθρωπιά, πρόθυμος να θυσιαστεί για το δίκαιο, που λίγοι το υποστηρίζουν πιστά. Αντίθετα το πρόσωπο του ποιήματος είναι ένας άνθρωπος του 20ου αιώνα, που γνωρίζει ποιο είναι το σωστό, αλλά δεν το κάνει, γιατί υπερνικά το συμφέρον του. Είναι ένας υποκριτής που ζει μέσα στο ψέμα...Ο υπηρέτης μίλησε με λογική, συναίσθημα και σεβασμό, σε μια εποχή που ο δούλος ήταν συνώνυμο του ζώου. Η ηρωική στάση του δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα πρόσωπο που μιλάει για δικαιοσύνη, ενώ δεν έχει υποστηρίξει ποτέ τη γνώμη του, γιατί η δειλία νικά μέσα του και ζει σε ψευδαισθήσεις. Γιατί ένας άνθρωπος που καλύπτεται με το "γνωρίζω", αλλά όχι με το "γνωρίζω και κάνω" ή έστω "προσπαθώ", θέλει να μη νιώθει ότι ζει σε ψευδαισθήσεις, αλλά ζει. Η σύγχρονη κοινωνία του, σε αντίθεση με του υπηρέτη, έπρεπε να τον βοηθούσε να υποστηρίζει τη γνώμη του, να αγωνίζεται κι όχι να μένει στο "γνωρίζω". Γιατί κάτι το γνωρίζεις καλά, μόνο όταν το κάνεις πράξη.

Friday, April 5, 2013

Φον Δημητράκης: Μια παράσταση που περιμέναμε πολύ

Μερικές φορές στη ζωή μας μας στιγματίζουν αρνητικά όσα δεν καταφέραμε να ολοκληρώσουμε. Στην παιδεία όμως μπορείς να δρέψεις καρπούς ακόμα κι από τις αποτυχημένες προσπάθειες ή μάλλον, στην προκειμένη περίπτωση, ακριβώς εξαιτίας μιας τέτοιας αποτυχημένης προσπάθειας.
Δεν είχαμε καταφέρει εκείνη τη χρονιά-1986-87;- στο Γυμνάσιο- Λύκειο Κορθίου να ανεβάσουμε το Φον Δημητράκη του Ψαθά. Είχαμε ξεκινήσει με πολύ καλές προοπτικές, ωραία διανομή ρόλων, καλές επιδόσεις στις πρόβες, αλλά στην πορεία άρχισαν οι διαρροές. Όλο και κάποιος αποχωρούσε-ίσως ήταν πολύ απαιτητικό έργο για μαθητές-και αρχίζαμε από την αρχή, ώσπου στο τέλος απογοητευθήκαμε και σταματήσαμε το ανέβασμα του έργου.
Αυτή η ματαίωση ήταν το εφαλτήριο μιας μεγάλης αγάπης. Ένα από τα παιδιά, ο Γιώργος Μαγκανιώτης, που είχε  το ρόλο του Φον Δημητράκη, αγάπησε από τότε πολύ το θέατρο και όλα αυτά τα χρόνια, αφενός δεν έπαψε να μου θυμίζει με καημό το έργο που δεν ανεβάσαμε και αφετέρου να συμμετέχει σε ωραίες θεατρικές παραστάσεις, ευλογημένη δροσιά στο  διψασμένο για καλό θέατρο νησί μας. Μια θεατρική πορεία που παράλληλα μεταμορφώνει έναν ενθουσιώδη ερασιτέχνη σε όλο και καλύτερο ηθοποιό. Φέτος ήρθε και η ώρα να εκπληρώσει εκείνο το παλιό όνειρο, αφού πρωταγωνιστεί στο Φον Δημητράκη, που  ανεβαίνει από τη  Λαϊκή Σκηνή Άνδρου, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσαπέκου (παραστάσεις 12, 14, 15, 17, 18, 19, 26 & 27 Απριλίου 2013 στο Δημοτικό Θέατρο της Χώρας).
Περιμένουμε λοιπόν με ανυπομονησία να απολαύσουμε μια παράσταση που έρχεται από τόσο μακριά, έχοντας μεταμορφώσει μια αποτυχία σε αληθινή και διαρκή προσφορά στο θέατρο και στους ανθρώπους που το αγαπάνε.

Monday, April 1, 2013

Για δυο παιδικές φίλες

Σας φαντάζομαι μαζί στην καφετέρια του Πανεπιστημίου, όπως σας είδα στη φωτογραφία, μπροστά σε δυο τεράστια πλαστικά χάρμπουργκερ , με τα γυαλάκια σας και συνωμοτικά χαμόγελα σκανταλιάς: "Αν μπορείτε τώρα, ελάτε  να μας δώσετε φακές, αρακά, πορτοκαλάδες, γιαούρτια. Αν σας βαστάει, σφυρίξτε, όσο θέλετε,την ώρα που τρώμε κρυφά παγωτό μέσα στο χειμώνα, δεν θα μας τρομάξετε να το πετάξουμε πάνω στη γλύκα.Εμείς όμως μπορούμε να τρομάζουμε όσους θέλουμε με πλαστικές αράχνες, να αντιγράφουμε μαζί την ορθογραφία με το τετράδιο ανάμεσά μας στο θρανίο, να ακολουθούμε μαζί κατά πόδας το νεαρό που μας αρέσει. Πού να φανταστεί, άλλωστε, ο καημενούλης, δυο μέτρα παλικάρι, γιατί τον ακολουθούν δυο μυξιάρικα κάθε φορά που βγαίνει από το σπίτι του; Και μην κοιτάτε τα συγυρισμένα και καθαρά δωμάτιά μας. Κατά βάθος, πίσω από τη φαινομενική τάξη, κρύβονται δυο βομβαρδισμένα εφηβικά δωμάτια, ιδεώδες τοπίο για ομηρικές μάχες με μανάδες και ατελείωτο χάζεμα ταβανιού".
Εντάξει, όσο και να διαρρέει  η νοσταλγία αυτών των ωραίων εποχών, θα το αντέξουμε, θα στεγανοποιήσουμε τη ρωγμή, αρκεί, εσείς κορίτσια, να μαγειρέψετε κανένα αρακά, τίποτε φακές...
Αυτά τα χάρμπουργκερ παραείναι πλαστικά!







Saturday, March 23, 2013

Η παλιά μας sony


Πώς ήρθε άραγε στο νου μου η παλιά μας sony; Μια τεράστια, ασήκωτη, έγχρωμη τηλεόραση, μοντέλο '79, που έζησε κοντά μας πάνω από 30 χρόνια, χωρίς να την αγγίξει χέρι τεχνικού. Ώσπου μια ωραία πρωία, άρχισε να έχει κάτι συμπτώματα γήρατος και μέσα σε λίγες μέρες είχε αντικατασταθεί από μια σύγχρονη συσκευή, χωρίς ούτε έναν καθωσπρέπει αποχαιρετισμό. Κι όμως αυτή η sony είχε κάνει το γύρο του κόσμου για να φτάσει στο φοιτητικό μας διαμέρισμα στις αρχές του '80. Την είχε αγοράσει ο πατέρας μου το 1979 στην Ιαπωνία, μόλις είχε βγει από το εργοστάσιο. Την έβαλε στην καμπίνα του, ταξίδεψε ένα χρόνο σε όλο τον κόσμο, ξαναγύρισε Ιαπωνία και μετά ήρθε στην Ελλάδα, σώα και αβλαβής. Τώρα δεν ξέρω γιατί, βλέπω για πρώτη φορά αυτές τις εικόνες, μια ασήκωτη sony από λιμάνι σε λιμάνι, από ταξί σε ταξί, να κατεβαίνει σκάλες, να μπαίνει σε μια μικρή καμπίνα. Πόσο μικρή να ήταν άραγε; Και να δεσπόζει εκεί κλειστή περιμένοντας να δοθεί στους παραλήπτες της, έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, ήταν ελάχιστες οι έγχρωμες συσκευές, η απόδοση των χρωμάτων κακή, τα πρόσωπα έδειχναν άσχημα και ψεύτικα σαν μπογιατισμένα και η θέση της μέσα σε ένα λιτό φοιτητικό δωμάτιο κάπως αταίριαστη. Άσε που ποιος είχε όρεξη για τηλεόραση τότε; Πάντως, ελπίζω να μην είχαν όλα αυτά επισκιάσει την υποδοχή της, που καθόλου δεν τη θυμάμαι. Ίσως μέτρησε υπέρ της και η ειδικότητα του αδελφού μου, που ως ηλεκτρονικός είχε ένα σεβασμό παραπάνω στα επιτεύγματα της τεχνολογίας και θα είχε την ευκαιρία να την εγκαταστήσει, να της βρει κεραία, να τη συντονίσει. Όταν αργότερα κατέληξε στο σπίτι μου, είχε όλη τη φροντίδα και την προσοχή που της άρμοζε. Ξεσκόνιζα πάντα την ωραία της ξύλινη κορνίζα, καθάριζα τα μεταλλικά κουμπάκια της και έλεγα σε όποιον με ρώταγε ότι μου την έφερε ο πατέρας μου από την Ιαπωνία. Σιγά σιγά έγινε κι αυτή αόρατη, όπως όλα όσα συνηθίζουμε, και σπάνια την κοιτάζαμε με τον τρόπο που αναλογούσε στην αντοχή και στη διάρκειά της. Μόνο τώρα τελευταία με τα γεγονότα στην Ιαπωνία, την αναζήτησα ως συνδετικό στοιχείο με τη μακρινή χώρα και έγραψα ότι έμεινε κοντά μας για 25 χρόνια. Της έφαγα έτσι απερίσκεπτα μια πενταετία, όπως απερίσκεπτα την έδωσα για ανακύκλωση, χωρίς να της πω ένα αντίο της προκοπής.
Να λοιπόν, που και τα πράγματα διεκδικούν με αιφνίδιες επιδρομές στη μνήμη το δικό τους μνημόσυνο.


Thursday, March 21, 2013

Η ημέρα κατά του ρατσισμού στο σχολείο μας

Την προηγούμενη βδομάδα με τη Β΄Λυκείου στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, είχαν γίνει εισηγήσεις από τις ομάδες των μαθητών για το ρατσισμό, τον φασισμό και το νεοναζισμό και για τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που τους τροφοδοτούν. Για αυτή την Πέμπτη, και χωρίς να έχουμε σκεφθεί καθόλου την επέτειο κατά του ρατσισμού, είχαν αναλάβει να εκφωνήσουν ομιλίες στην τάξη (προσχεδιασμένες βάσει σχεδιαγράμματος,  χωρίς έτοιμο κείμενο), μια εργασία δύσκολη, αλλά πολύ προαγωγική του γλωσσικού επιπέδου των μαθητών και του προβληματισμού τους γενικότερα.
Όταν μου θύμισε ο διευθυντής μας τη Μέρα Κατά του Ρατσισμού, συνειδητοποίησα ότι συνέπιπτε με τη μέρα που θα γίνονταν οι ομιλίες κι έτσι, επικαλούμενη τον Κοέλιο και το σύμπαν που συνωμοτεί, παρά τους εύλογους ενδοιασμούς των μαθητών, τους έπεισα να μεταφέρουμε το μάθημα στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου.Όσοι τόλμησαν να μιλήσουν μπροστά σε όλο το σχολείο, χωρίς την ασφάλεια ενός χειρογράφου, (και για αρχή ήταν αρκετοί) μου χάρισαν μια από τις καλύτερες στιγμές που έχω ζήσει σ' αυτή την ευλογημένη δουλειά. Μίλησαν με αμεσότητα και αυθεντικότητα, χωρίς τον συνήθη διδακτισμό των μεγάλων και...των μικρομέγαλων και ο λόγος τους μας άφησε με ένα αίσθημα ασφάλειας και γαλήνης. Αν μπορούν να μιλάνε έτσι, αν μπορούν να σκέπτονται έτσι, καμιά κακιά σκουριά δεν απειλεί το λαμπερό τους μέταλλο, καμιά βαρβαρότητα δεν θα σκιάσει ποτέ την ανθρωπιά και τον πολιτισμό τους.
Τους ευχαριστώ και δηλώνω υπερήφανη που είναι μαθητές μου και επίσης αξίξουν κι ένα μεγάλο μπράβο τα τρία πρωτάκια που συμμετείχαν στην εκδήλωση με τις δικές τους εργασίες.

Sunday, March 10, 2013

Οι λεμπίνοι

Υπάρχουν διακρίσεις στα λουλούδια; Πόσο φιλελεύθερος και αδογμάτιστος μπορείς να γίνεις συνθέτοντας μια ανθοδέσμη; Αν αφήσεις την πεπατημένη οδό των καλλιεργημένων και αγορασμένων και ψάξεις να βρεις λουλούδια σε χωράφια και δρόμους, φαινομενικά έχεις απεριόριστες επιλογές. Μπορείς να στολίσεις το βάζο σου με ό,τι σου γυαλίσει, ό,τι βρεις στο δρόμο σου ανάλογα με την εποχή και τη διάθεσή σου. Μόνο φαινομενικά όμως: "Μα, έβαλες λεμπίνοι στο βάζο;" Ευθεία βολή κατά των αισθητικών σου προτιμήσεων, αλλά τα σκάγια να παίρνουν και τη διανοητική σου...αρτιμέλεια. Τα καημένα τα κατοχικά λούπινα, οι λεμπίνοι της Άνδρου, που κάποτε τα ξεπικρίζανε και τα τρώγανε, δεν τα καταδέχονται για στολίδι. Είναι η αφθονία τους που δεν μας αφήνει να δούμε το όμορφο μωβ και άσπρο λουλούδι τους, με το λεπτό άρωμα; Τα λουλούδια αξίζουν όταν δεν τα βρίσκεις παντού, όταν σπανίζουν ή όταν κρατάνε λίγο. Είναι οι εκλεκτοί που ξεχωρίζουν από τη μάζα, το ομοιόμορφο πλήθος, που κανείς δεν διακρίνει τις άπειρες διαφορετικές μονάδες που το συνθέτουν.
Εκτός αν κάτι αλλάξει τη ματιά σου, κάτι σε βοηθήσει να δεις το ωραίο μέσα στο ίδιο και στο πολύ.
Για μένα είναι μια εικόνα από τα παλιά, από τον πρώτο καιρό που ήμουν καθηγήτρια στο Κόρθι. Σε εκείνη την πρώτη φουρνιά καθηγητών που διοριστήκαμε το '85 και γίναμε από την αρχή μια παρέα, υπήρχε μια...αταίριαστη. Μια κοπέλα, λίγο μεγαλύτερη από μας- κανένας μας δεν είχε πατήσει τα 30- που δίδασκε καλλιτεχνικά και ερχόταν από τη Χώρα. Ήταν τόσο διαφορετική στην εμφάνιση. Εμείς μοιάζαμε με φοιτητές κι αυτή με μοντέλο γαλλικού περιοδικού. Άψογο μακιγιάζ, εξεζητημένο ντύσιμο, αψεγάδιαστη σαν πίνακας ζωγραφικής. Ευγενέστατη και φιλική, αλλά μάλλον η εικόνα της ήταν αποτρεπτική για να την πλησιάσουμε και να γίνει μέλος της παρέας. Τη θυμάμαι έντονα μια μέρα να μαζεύει λεμπίνοι έξω από το σχολείο. Τους κράταγε ανάμεσα στα μακριά καλοβαμμένα της νύχια και έλεγε: -Τι όμορφα που είναι αυτά; Πώς τα λένε;-Λεμπίνοι. Δεν τα μαζεύουμε εμείς αυτά. Καλύτερα να μαζέψεις ανεμώνες ή ζιμπούλια. Συνέχισε να τα μαζεύει και αυτή η εικόνα της πεισματικά εγκαταστάθηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλη. Σαν να μου λέει χρόνια τώρα την ίδια ιστορία για την ομορφιά και τα μάτια που τη βλέπουν ή δεν τη βλέπουν.
Σαν να ζητάει συγχώρεση και εξιλέωση με μια ανθοδέσμη λεμπίνοι στο βάζο.

Monday, February 18, 2013

Νεοελληνική Γλώσσα Β΄ Λυκείου: Μερικές προτάσεις για τα βιογραφικά είδη


Πέρυσι η διδασκαλία της Γλώσσας στην Α΄Λυκείου πήγε καλύτερα από ποτέ. Ένας καινούριος τρόπος προσέγγισης μας απελευθέρωσε από τη συνήθη διδακτική πορεία τη συνδεδεμένη με το βιβλίο και τα κριτήρια αξιολόγησης του μαθήματος ενδοσχολικά και πανελλαδικά. Περιμένα, όπως ήταν φυσικό, τη συνέχεια στη Β΄Λυκείου, αλλά όπως πολλά καλά πράγματα στην ελληνική εκπαίδευση, σταμάτησε άδοξα και αναιτιολόγητα. Απογοητεύτηκα κι εγώ, όπως και άλλοι συνάδελφοι, και προσπάθησα να μην απογοητεύσω και τα παιδιά, που είχαν αποκτήσει τόσο καλή εμπειρία από το περυσινό μάθημα και είχαν δει στην πράξη να βελτιώνεται ο λόγος τους και να απελευθερώνεται η έκφρασή τους, όσο ποτέ άλλοτε.

 Στην αρχή της χρονιάς η ενότητα Είδηση έτσι κι αλλιώς δεν νοείται εκτός επικοινωνιακού πλαισίου διδασκαλίας και όλες οι εργασίες έχουν ένα αντίκρυσμα στην πραγματική ζωή και στα ΜΜΕ που την απεικονίζουν και την διαμορφώνουν. Τώρα όμως τα πράγματα δυσκολεύουν. Η Βιογραφία δεν είναι εξ ορισμού μέσα στις ανάγκες έκφρασης και επικοινωνίας των μαθητών, αν εξαιρέσουμε ίσως το cv ή την συστατική επιστολή, κι αυτά έχουν μια μορφή τόσο τυποποιημένη που δεν προσφέρεται, νομίζω, για ιδιαίτερα δημιουργικές προσεγγίσεις. Σκέφθηκα λοιπόν να επαναπλαισιώσω κατά κάποιο τρόπο τη διδασκαλία της ενότητας θέτοντας στόχο την παραγωγή συγκεκριμένων κειμένων από τους μαθητές με βιογραφικό ή αυτοβιογραφικό περιεχόμενο.

Για αρχή, τους ζητήθηκε να φέρουν στην τάξη 4-5 φωτογραφίες τους από διαφορετικές ηλικίες, να γράψουν λεζάντες για καθεμία και να τις παρουσιάσουν στην τάξη. Είχαμε έτσι πολύ ενδιαφέρουσες αυτοβιογραφικές παρουσιάσεις που, επειδή τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν μαζί, αλληλοσυμπληρώθηκαν και συνέθεσαν μια συλλογική αυτοβιογραφία όλης της τάξης.

Το επόμενο βήμα ήταν η συγγραφή βιογραφικών σημειωμάτων επιφανών και αφανών συντοπιτών τους. Από τον Θεόφιλο Καΐρη και την αδερφή του Ευανθία, στον γείτονά τους που η ζωή του για διάφορους λόγους έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Και στις δύο περιπτώσεις, τηρουμένων των αναλογιών, η ανθρωπογνωσία και η πατριδογνωσία που αποκομίζουμε συγκινητικά απρόσμενη και πολύ ευπρόσδεκτη.

Συνεχίζουμε με προσανατολισμό αυτή τη φορά στο μέλλον: Πώς βλέπουμε τον εαυτό μας σε 10 χρόνια; Τι βιογραφικό θα θέλαμε να έχουμε; Τι σπουδές, τι δουλειά, τι στόχους θα περιείχε ένα τέτοιο βιογραφικό; Δικαίωμα στο όνειρο; Όχι, υποχρέωση να βλέπουμε μπροστά, να βάζουμε στόχους, να οραματιζόμαστε ένα καλύτερο αύριο. Εντυπωσιακός ο ρεαλισμός και η ελπίδα που συνδύαζαν τα βιογραφικά των μαθητών, ούτε ανεδαφικά όνειρα, ούτε μίζερη αποδοχή της αδιέξοδης πραγματικότητας.

 Επόμενος στόχος η συστατική επιστολή:Τι θα έγραφε ο καθένας για τον διπλανό του σε μια τέτοια επιστολή, προκειμένου να τον βοηθήσει πχ στην εύρεση εργασίας ή στις σπουδές του; Πόσο καλά γνωρίζουμε τα προτερήματα και τις δεξιότητες του συμμαθητή μας, έτσι ώστε να μην του αποδώσουμε ανύπαρκτες αρετές ούτε να παραλείψουμε τα δυνατά του σημεία;

Στο επόμενο στάδιο με βάση το ερωτηματολόγιο μιας συνέντευξης, θα δοθεί η ευκαιρία να συνδυασθούν όλα τα προηγούμενα, με παραγωγή προφορικού λόγου, αυτή τη φορά.

 Το πρόβλημα είναι, βέβαια, ότι όλο αυτό θα καταλήξει σε μια εξέταση παλαιού τύπου με περίληψη, συνώνυμα-αντώνυμα, ερωτήσεις πάνω σε ένα κείμενο και μια έκθεση τύπου πανελληνίων.

 Κρίμα δεν είναι;


Friday, February 1, 2013

Οι φιλενάδες οι παλιές


Οι δυο παλιές φιλενάδες μεγάλωσαν μαζί σε ένα μικρό χωριό του νησιού που ούτε δρόμος ούτε ηλεκτρισμός το έφτασε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '70 σχεδόν. Τα παιδικά τους χρόνια γεμάτα, ξέχειλα, παιχνίδι. Παιχνίδι αδιάκοπο από διαβάσματα και σχολειά, που γέμιζε τις μέρες, τις εποχές, τα σπίτια, τις αυλές και τα δώματα, και κατέβαινε παραστημό- παραστημό μέχρι τον ποταμό, έτρεχε σε βρύσες και εκκλησιές και δεν σαλάγιαζε ούτε τις νύχτες, αφού όλο και κάποια βεγγέρα ή γιορτή θα τους έδινε την ευκαιρία να στήσουν το δικό τους κόσμο, δίπλα στις παρέες των μεγάλων. Πρώτη ανάμνηση μιας τέτοιας βραδιάς η γέννα του αδερφού της μιας, στα χοιροσφάγια. Η ετοιμόγεννη μάνα της να φωνάζει, άλλοι να τρέχουν για τη μαμμή κι άλλοι να προσπαθούν να αβγοκόψουν τη σούπα σε ένα καζάνι. Τα δυο κορίτσια τα είχε αναλάβει η μεγαλύτερη ξαδέρφη. Τους έδωσε τρία κόκκινα πραγματάκια να παίζουν (το ένα ήταν ένα μικρό σκουπάκι με κόκκινη λαβή, το άλλο ένα τσαντάκι, το τρίτο;). Καμιά δεν συμβιβάζονταν με καμιά μοιρασιά. Τα ήθελαν όλα τα κόκκινα και τα κλάματά τους ακούγονταν πιο δυνατά κι απ'της ετοιμόγεννης. Αυτό το βράδυ η μεγαλύτερη δεν ήταν ούτε τριών. Από τότε δεν ξανατσακώθηκαν ποτέ. Μερικοί άνθρωποι έχουν μια φυσική συνάφεια. Συνυπάρχουν χωρίς προσκόμματα, αλλά ούτε οι ίδιοι το εκτιμούν ιδιαίτερα. Τόσο φυσικό και αυτονόητο είναι. Σαν αναπνοή. Η μία από αυτές ήταν αγοροκόριτσο, πάλευε με τα αγόρια, ήθελε να κάνει τον καπετάνιο στο μεγάλο βράχο, τη Βαπόρα- αλλά μόνο μέχρι μάγειρας έφτασε- ήταν ατίθαση και γλωσσού και τα πήγαινε καλά στο σχολείο, χωρίς ωστόσο να αντιληφθεί εγκαίρως ότι έπρεπε να διαβάζει και στο σπίτι. Η άλλη πήγε μόνο στην Πρώτη γυμνασίου κι όταν έμεινε μετεξεταστέα, με μεγάλη ανακούφιση φόρεσε την ωραία ποδιά που της έραψε η μάνα της και επιδόθηκε με ζήλο στο νοικοκυριό. Κι από τότε αυτή η φιλία εξελίχθηκε συμπληρωματικά για την καθεμιά. Η νοικοκυρά προσγείωνε τη μαθήτρια στα παραδοσιακά έργα, στη γλύκα της σπιτικής ζωής, στην προσδοκία του γαμπρού και σε όλες τις ωραίες τελετουργίες που προετοιμάζουν τον ερχομό του:πανηγύρια, γιορτές, καλέσματα και επισκέψεις,κουτσομπολιά, κρυφομιλήματα και ατέλειωτες συζητήσεις μετά, αλλά και ωραία εργόχειρα για να φαίνεται η αξιοσύνη της νύφης. Τόσο, που ακόμα και η αρχικά ανεπίδεκτη στο κέντημα μαθήτρια κατάφερε να μάθει μια σταυροβελονιά και να φτιάξει κάτι χαριτωμένα καντράκια με γατάκια και λουλούδια, σαν αρχή μιας υποτυπώδους προίκας. Η νοικοκυρούλα, πάλι, άκουγε με ενδιαφέρον όσα της έφερνε η άλλη από το σχολείο,αποκτούσε εμπειρίες και ακούσματα πρωτόγνωρα για τον μικρόκοσμο του σπιτιού και δοκίμαζε έστω και δι'αντιπροσώπου τα καινούρια ήθη που σάρωναν τις αντιστάσεις της μικρής τους κοινωνίας. Γι'αυτό και αν δεν στο πει ότι πήγε μόνο μια τάξη στο γυμνάσιο, αποκλείεται να το καταλάβεις από τον τρόπο που σκέπτεται και μιλάει.Κάποτε όμως ήρθε η στιγμή να ακολουθήσει η καθεμιά το δρόμο της, αφού η μία πέρασε στο Πανεπιστήμιο, την ίδια εποχή που η άλλη έφτιαχνε το γάμο της. Δυο καθοριστικά γεγονότα για την υπόλοιπη ζωή τους, που φαινομενικά πια διέγραφε ασύμβατες τροχιές. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν απομακρύνθηκαν. Οι κλωστές που κλώθουν τα πρώτα μας βήματα στη ζωή είναι οι πιο γερές, όπως και οι πρώτες αγάπες. Δεν παλιώνουν ποτέ. Ακόμα στις συναντήσεις τους έχουν την ευκαιρία να βρεθούν για λίγο στην άλλη όχθη, σ' αυτό που δεν διάλεξαν και δεν έζησαν, αλλά ποτέ δεν θα είναι ξένο και άγνωστο γι' αυτές.

Wednesday, January 16, 2013

Τα Ματωμένα Χώματα σε συσκευασία δώρου


Τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου είναι ένα βιβλίο πολύ γνωστό και πολύ αγαπημένο εδώ και χρόνια. Διαβάστηκε πολύ, από πολλούς, μεταφράστηκε, βραβεύτηκε, έγινε ακόμα και σειρά στην τηλεόραση. Κι εκεί που νόμιζα ότι τα ξέρω όλα γι'αυτό το βιβλίο, ήρθε η ώρα του να μου κάνει το πιο όμορφο δώρο των φετινών Χριστουγέννων. Μου δόθηκε χωρίς ωραίο περιτύλιγμα σε μια σχολική τάξη μια κρύα μέρα του Γενάρη, σχεδόν μόλις άνοιξαν τα σχολεία. Καθόμουν αναπαυτικά στην έδρα μου και παρακολουθούσα με προσοχή τις ωραίες εργασίες των παιδιών της Πρώτης Γυμνασίου, που στο σύνολό τους ήταν παρουσιάσεις βιβλίων από τη σχολική βιβλιοθήκη. Τρεις μαθήτριες είχαν πάρει τα Ματωμένα Χώματα, και ήμουν ανυπόμονη να δω πώς τα πήγαν με το βιβλίο. Και τότε άρχισαν να ανοίγουν οι σελίδες και να χάνεται η αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Βρεθήκαμε εκεί στα μικρασιατικά παράλια σε καιρούς ειρηνικούς και ξέγνοιαστους και είδαμε μέσα από τα τρομαγμένα μάτια ενός παλικαριού να αλλάζουν όλα και να γίνονται φόβος, πόνος, καταστροφή. Και μαζί αγώνας. Αγώνας για επιβίωση, του σώματος και της ψυχής, μέσα στην πιο μεγάλη ιστορική περιπέτεια που έζησε ο άνθρωπος σ'αυτή τη γωνιά της γης κι απ'τις δυο όχθες του Αιγαίου. Κι όλα αυτά με απίστευτη άνεση έμπειρου αναγνώστη, που θυμάται λεπτομέρειες, γεγονότα, λέξεις, που είναι σε θέση να ανατρέχει στις σελίδες που του έκαναν εντύπωση, να σχολιάζει κριτικά και να ανταλλάσσει ιδέες και εντυπώσεις, να εκφράζει απορίες. Κι όλα αυτά τα...μεγαλίστικα, δοσμένα με όλη τη μαγεία που επιφυλλάσσουν τα παιδιά στα παραμύθια που αγαπούν, αυτή που κοιτάει τον κόσμο με "μάτια σαν κι αυτά, όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα" που λέει κι ο ποιητής. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι οι ξεναγοί μας σ'αυτό το ταξίδι ήταν τρία δεκατριάχρονα παιδιά, που σαν τις τρεις καλές μοίρες του παραμυθιού προφήτευαν καλύτερες μέρες για μας τους κουρασμένους ταξιδιώτες των καιρών. Τώρα πια μετά από ένα τέτοιο υπέροχο δώρο είμαι ξανά έτοιμη να πιστέψω κι εγώ σ'αυτές τις καλύτερες μέρες και μη σας πω και στον Άι Βασίλη ακόμα.

Monday, January 7, 2013

Για καλή χρονιά από τον Ανεμόμυλο της Γυριστρούλας


Τον τελευταίο καιρό έχω χαθεί από την μπλογκόσφαιρα, για να μην πω ότι σχεδόν έχω χαθεί κι από το διαδίκτυο συνολικά. Στην πραγματικότητα, αν ανοίξεις τη σελίδα των αναρτήσεων με τον κωδικό μου, θα δεις ένα σωρό προσχέδια. Κείμενα που αρχίζω να γράφω και δεν ολοκληρώνω ή κείμενα που ολοκληρώνω και δεν δημοσιεύω. Γιατί τόση δυστοκία; Φταίνε πολλά και διάφορα. Η μελαγχολική διάθεση που κυριαρχεί παντού ενισχύθηκε στην περίπτωσή μου από το πένθος για τον πατέρα μου και έγινε βασικό συστατικό της γραφής μου. Το τελευταίο πράγμα που επιζητώ ως αναγνώστης είναι να διαβάζω κείμενα σαν κι αυτά που μου προκύπτουν και τα καταδικάζω να μείνουν στα ηλεκτρονικά συρτάρια του blogger. Kαι καλώς παραμένουν, μέχρι να γραφεί κάτι που θα έχει λόγο ανάγνωσης. Γιατί το έχω αποφασίσει εδώ και καιρό, το αναμάσημα μελαγχολικών σκέψεων, ο θυμός, η αγανάκτηση, το καταγγελτικό ύφος και ο βομβαρδισμός με δεοντολογίες και καθηκοντολογίες, μπορεί να εκτονώνουν τον γράφοντα και να δρουν ψυχοθεραπευτικά, αλλά τον αναγνώστη τον κουράζουν και τον διώχνουν. Θα ξαναγράψω μόνο αν βρω τρόπο να καλλιεργήσω χαμόγελα, φωτεινά, συνωμοτικά, συγκαταβατικά, περιγελαστικά, αγαπητικά. Θα ξαναγράψω αν έχω κάτι να σας φέρω εδώ να το χαρείτε, να το βάλετε στη μέρα σας, ένα λουλουδάκι στο βάζο, μια γουλιά μυρωδάτο καφέ, μια ζεστή κουβέντα. Να ξέρετε πάντως ότι αυτά δεν θα τα ψάξω εδώ μέσα. Θα πάω να τα μαζέψω από τις τάξεις και τις συντροφιές μου. Θα βρεθούν μέσα στις χάρτινες σελίδες που διαβάζω και στους μεγάλους περιπάτους μου εκεί έξω. Αν με δείτε να περνώ δίπλα σας με ένα καλαθάκι, τώρα ξέρετε...δεν θα πηγαίνω για χόρτα. Καλή χρονιά!

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...