Στο χωριό μου, την Αλαμανιά, έγινε ένα πείραμα πεντηκονταετούς και βάλε διάρκειας: "χωριό χωρίς παπά" ήταν το θέμα του και τα αποτελέσματά του δεν θα τα δούμε ποτέ δημοσιευμένα σε επιστημονικό περιοδικό. Αξίζει όμως να τολμήσουμε, έτσι, μια μικρή αναδίφηση σε παλιές αναμνήσεις. Πορείες βραδινές, παπαδιαμάντειας ατμόσφαιρας, σε δύσβατα μονοπάτια, για να βρούμε την πιο κοντινή εκκλησία να κάνουμε κι εμείς Πάσχα. Αργότερα, με τα αυτοκίνητα, διαλέγαμε σαν τους τουρίστες την καλύτερη εκκλησία, τον καλύτερο ψάλτη...
Αξέχαστο ένα Πάσχα στη δεκαετία του '80 αρχές, ακόμα δεν είχαμε κανονικό δρόμο, που μας ήρθε για πρώτη φορά, ο νυν μητροπολίτης Δωρόθεος, ως ιεροκήρυκας, και μας έκανε Επιτάφιο και Ανάσταση, νωρίς το απόγευμα. Αυτό το ζήσαμε σαν μικρό θαύμα, ακόμα κι εμείς οι "αντίχριστοι" φοιτητές του '80, που μόνο στην επανάσταση και στους έρωτες είχαμε το νου μας.
Στα τελευταία χρόνια, ο παπα Γιώργης ερχόταν από την Καππαριά, τη δική του ενορία, και λειτουργούσε. Ποτέ όμως δεν είχαμε τη χαρά να κάνουμε ένα κανονικό Πάσχα με όλο το τελετουργικό των ημερών και τις καθιερωμένες ώρες και μέρες.
Έτσι, η εκκλησία ήταν πιο πολύ για μας χώρος παιχνιδιού και συναντήσεων και η καμπάνα κτύπαγε περισσότερο για να μας καλέσει για κρυφτό και "μήλα" ή επειδή γίνοταν αυτή η ίδια το μοναδικό παιχνίδι της φιλόξενης "παιδικής χαράς"
Η αλήθεια είναι πως αυτή η έλλειψη μάς μεγάλωσε σε ένα καθεστώς ελευθερίας πολύ μεγαλύτερης από αυτήν που απολάμβαναν τα παιδιά της ηλικίας μας στα χωριά και στις μικρές πόλεις. Δεν δίναμε το παρόν στην εκκλησία κάθε Κυριακή, και μόνο το σχολείο στα χρόνια της Χούντας μας υποχρέωνε να περπατάμε 3 ώρες και τις Κυριακές, για να εκκλησιαστούμε. Ήταν τόσο οδυνηρό αυτό το μέτρο, που οι περισσότεροι από μας περάσαμε μια μεγάλη περίοδο στη ζωή μας, που βλέπαμε εκκλησία και αλλάζαμε δρόμο.
Φέτος που για πρώτη φορά είχαμε δικό μας παπά-έναν δραστήριο νέο άνθρωπο, που προσπαθεί να γεφυρώσει ένα χάσμα μισού αιώνα- καταλάβαμε τι χάσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Για πρώτη φορά βρεθήκαμε όλοι κάτω από την ίδια στέγη, χαιρετηθήκαμε, κουβεντιάσαμε, αρκετοί μείνανε και για μεζέ και κρασί. Είδαμε τα παιδιά, τα εγγόνια συγχωριανών μας από την Αθήνα, γνωρίσαμε καινούριους ανθρώπους που φιλοξενήθηκαν από συγγενείς και συμπεθέρους. Νιώσαμε ότι ανήκουμε στην ίδια κοινότητα, ότι όπου και να κατοικούμε πια, ο ομφάλιος λώρος με τη γενέθλια γη και τους ανθρώπους της δεν έχει κοπεί και θα μας φέρνει έστω μια φορά το χρόνο κάτω από την ίδια στέγη της Αγίας Μόνης να ψάλλουμε όλο και πιο εύηχα (ελπίζω) το "Ω γλυκύ μου έαρ", ακόμα κι αν αυτό μάλλον με χειμώνα μοιάζει τώρα τελευταία.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι το πείραμα αφενός απέτυχε, αν ήθελε να μας αποκόψει οριστικά από την Εκκλησία, ως κοινότητα ανθρώπων, έτσι όπως την όρισαν οι αιώνες. Αφετέρου όμως, ίσως και να πέτυχε να αποδείξει ότι ακόμα κι αν μεγαλώσεις σε ένα χωριό χωρίς παπά, δεν παύεις να πιστεύεις σε θαύματα και να τα απολαμβάνεις όταν συμβαίνουν.
ΥΓ: Αφιερωμένο από καρδιάς στους αδελφούς Αυγουστή και Βασίλη Βουραζέρη για τη συγκίνηση που μοιραστήκαμε το βράδυ του Επιταφίου.