Στα 1918 που γεννήθηκε η Καλλιόπη Μουστάκα στη Μεσαριά της Άνδρου, τα κορίτσια, και μάλιστα τα ορφανά από πατέρα, όπως αυτή, δεν σπούδαζαν, δεν πήγαιναν καν γυμνάσιο (εδώ δεν πήγαιναν όλα τα κορίτσια γυμνάσιο, το 1985). Η μικρή Καλλιόπη χρειάστηκε να επιμείνει πολύ, για να την αφήσει η χήρα μάνα της να πάει στο γυμνάσιο με τα αγόρια. Χρειάστηκε όμως ακόμη μεγαλύτερη επιμονή και αποφασιστικότητα, για να την πείσει να στείλει το μοναχοπαίδι της-κορίτσι πράμα- στην Αθήνα να σπουδάσει δασκάλα, πέντε χρόνια περίπου πριν από την Κατοχή.
Κι αυτές οι δύο νίκες θα ήταν αρκετές για να τη θαυμάζουμε σήμερα, αλλά η μικρή Καλλιόπη είχε πολύ μεγάλο δρόμο ακόμα να βαδίσει. Στις αποσκευές της όμως είχε τη στέρεη πεποίθηση ότι "μόνο στα γράμματα και στη γνώση δεν θα βγεις γελασμένη. Η ζωή τι θα σου δώσει, καλά- κακά όλα θα τα περιμένει κανείς"
Με την αποφοίτησή της από τη Μαράσλειο το 1937, αρχίζει μια θητεία στην Εκπαίδευση αδιάκοπη και ακάματη, με όλο και μεγαλύτερες κατακτήσεις, με όλο και μεγαλύτερα εμπόδια. Ενώ δίδασκε σε διάφορα δημοτικά σχολεία (και στο Πρότυπο της Μαρασλείου), γράφτηκε το 1941 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ήρθε αντιμέτωπη, αυτή μια φτωχή δασκάλα, με την προκατάληψη ενός φοιτητικού χώρου που προερχόταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στην περίοδο της Κατοχής, η νεαρή φοιτήτρια στο πλευρό των ελεύθερων νέων της γενιάς της αγωνίζεται για λευτεριά και αξιοπρέπεια, τη στιγμή που άλλοι συνάδελφοί της υποτάσσονται στην ανάγκη για ψωμί, για δίπλωμα, για μια θεσούλα. "Σεις που αύριο θα βγήτε δασκάλοι θάχετε πάντα σκυφτό το κεφάλι για το λίγο ψωμί. Κόφτε τον ενθουσιασμό σας, θάψτε την ψυχή σας ζωντανή, από αύριο θάστε θαμμένοι για πάντα. Κι ακόμα θα σας στείλομε κι αλλού να φτιάξετε κι άλλες ψυχές σαν κι εσάς...δουλόπρεπες" γράφει στο ημερολόγιό της.
Μετά την αποφοίτησή της από το Πανεπιστήμιο στέλνεται στην Παιδόπολη Αγία Σοφία του Βόλου, όπου για 2 χρόνια αφήνει πολύ σημαντικό έργο, διαμορφώνοντας ελεύθερες προσωπικότητες, που τίποτε δεν τους επιβάλλεται, αλλά ό,τι κάνουν το κάνουν για το απρόσωπο "πρέπει", για τον ίδιο τον εαυτό τους και την αξιοπρέπειά τους . Χρόνια μετά ένας μαθητής της και δάσκαλος πια κι ο ίδιος, της γράφει: "Νομίζω πως σας βλέπω στην τραπεζαρία ή στ' αμφιθέατρο, να οικοδομείτε την ψυχή και με καλοσύνη κι ανθρωπιά και με γνώση που στεριώνει το είναι μου..."
Στο διάστημα 1951-1953, με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στα Παιδαγωγικά και στην Κοινωνική Ψυχολογία. Το 1959 περάτωσε τις διδακτορικές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι είχαν τέτοιες λαμπρές σπουδές στην Ελλάδα και μάλιστα στο χώρο της εκπαίδευσης. Η φτωχή δασκάλα της Κατοχής πήγε τελικά πολύ πιο μακριά από πολλούς ευνοημένους κοινωνικά και οικονομικά συμφοιτητές της.
Με την επιστροφή της θα περίμενε κανείς να διαγκωνίζονται τα πανεπιστήμια για το ποιο θα την πρωτοπάρει, αλλά δεν έγινε έτσι. Πρόσφερε σημαντικότατο έργο από πολύ λιγότερο υψηλές θέσεις από αυτές που της αναλογούσαν: Διεύθυνση Ψυχοπαιδαγωγικής Έρευνας, Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών, όπου ερευνά με πολύ πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο θέματα όπως η εσωτερική μετανάστευση ή οι αντιλήψεις για την πατρίδα και άλλα έθνη. Πολλές φορές εκεί συγκρούστηκε με τους κρατικούς μηχανισμούς που προσπαθούσαν να επιβάλλουν τακτικές που προσέκρουαν στο επιστημονικό και ερευνητικό της ήθος.
Επί Υπουργού Ευάγγελου Παπανούτσου διορίστηκε, το 1965, σύμβουλος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που μόλις είχε συσταθεί. Συμμετείχε στην επιτροπή που συνέγραψε τα νέα βιβλία του δημοτικού, έδωσε αγώνα για το θεσμό του ολοήμερου σχολείου, αντιμετωπίζοντας και την συντεχνιακή αντίδραση μερίδας του συνδικαλιστικού κινήματος των δασκάλων, που έβλεπαν το ολοήμερο ως πλήγμα για το ωράριό τους.
Στη χούντα απολύθηκε, όπως όλοι οι συνάδελφοί της, αφού έκλεισε το Π.Ι, και επειδή είχε πεθάνει ο άνδρας της,Θρασύβουλος Αετόπουλος, και δεν είχε άλλους πόρους ζωής εκτός από την εργασία της (σαφές δείγμα εντιμότητας και ακεραιότητας το ότι δεν πλούτισε από το πέρασμά της σε υψηλές διοικητικές θέσεις), βρέθηκε σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία, "επένετο" όπως όμορφα είπε σε διάλεξή της η βιογράφος της κ. Κούλα Κασιμάτη. Παρ' όλα αυτά όμως, αρνήθηκε να στελεχώσει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Χούντας, αν και της το ζήτησαν, λέγοντας: "τη στιγμή που άλλοι συνάδελφοί μου είναι στη φυλακή και στην εξορία, είναι ντροπή μου να δουλεύω εγώ, καλύτερα να πεθάνω από την πείνα" .
Ήταν άξια γυναίκα όμως και δεν το έβαλε κάτω. Δούλεψε ως επιμελήτρια εκδόσεων, δίδαξε ελληνικά σε στελέχη ξένων επιχειρήσεων, συνεργάστηκε με εταιρίες ερευνών αγοράς. Βιοπορισμός με αξιοπρέπεια και αξιοσύνη, σε αντίθεση με πολλούς που "προσκύνησαν" λόγω ανωτέρας βίας. Και η Καλλιόπη Μουστάκα δεν ήταν αριστερή ή επαναστάτρια, κεντρώων, "συντηρητικών" πολιτικών πεποιθήσεων ήταν. Να, που πιο πολύ κι από τις ιδεολογικές περγαμηνές, η στάση και η συμπεριφορά είναι αυτό που μας καταξιώνει και μας σώζει.
Στη μεταπολίτευση, επανέρχεται στο Υπουργείο Παιδείας και εντάσσεται ως σύμβουλος στο ΚΕΜΕ (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μελετών και Επιμόρφωσης) ως το θάνατό της το 1978.
Οι παιδαγωγικές απόψεις της, όπου κλήθηκε να τις εκφράσει και να τις υλοποιήσει, από την Παιδόπολη του Βόλου, μέχρι το ΚΕΜΕ, διέπονται από μεγάλη αγάπη για τα παιδιά και τους νέους, των οποίων τα δικαιώματα αναγνώριζε και σέβοταν 40 χρόνια πριν από την επίσημη χάρτα, από απόλυτη αφοσίωση στο αγαθό της παιδείας, στης οποίας την ιδιωτικοποίηση αντιτασσόταν σθεναρά, και από φλογερή πίστη στο έργο του δασκάλου, που ρόλος του είναι να βγάζει ελεύθερους ανθρώπους με φρόνηση και ήθος.
Πεθαίνοντας, αφήνει το σπίτι της στο Δήμο Χαλανδρίου με την επιθυμία να ονομαστεί Αετοπούλειο Κέντρο (το όνομα του άνδρα της) και να στεγάσει εκδηλώσεις παιδείας και πολιτισμού για τους νέους. Ο Δήμος πράγματι αξιοποίησε τη δωρεά και έφτιαξε γύρω από το ίδρυμα αυτό μια εστία τέχνης και πολιτισμού, με το περίφημο φεστιβάλ και τόσα άλλα γνωστά στο κοινό της πόλης.
Ο μόνος όμως που θυμήθηκε να τιμήσει την Καλλιόπη Μουστάκα, δίνοντας το όνομά της στο Νηπιαγωγείο, είναι ο Δήμος Κορθίου με δήμαρχο το Γιάννη Γλυνό. Υπό την αιγίδα του, έγινε και μια ωραία τιμητική εκδήλωση για την Καλλιόπη Μουστάκα στις 20 Αυγούστου, στο Πνευματικό Κέντρο της Αγίας Τριάδας Κορθίου, όπου μίλησε η καθηγήτρια του Παντείου κ Κούλα Κασιμάτη*, της πολύ ενδιαφέρουσας ομιλίας της οποίας απόσταγμα είναι και η παρούσα ανάρτηση.
Τέλος, αφιερώνω σε όλους τους συναδέλφους μου που ετοιμάζονται για την καινούρια σχολική χρονιά, μέσα σ' αυτό το αποπνικτικό τοπίο, αυτά τα λόγια της Καλλιόπης Μουστάκα: Τι όμορφο πράγμα να νιώθεις πως οι λάσπες γύρω σου σ' αγγίζουν αλλά δεν σε λερώνουν...Μέσα μου νιώθω ένα θεό μεγάλο. Θα μπορούσα άραγε κάποτε να τον κάμω ύλη; Ύλη θα πει πράξη, δουλειά και φως...πάντα υπάρχουν αξίες στη ζωή. Πιστεύω στη ζωή ακόμη κι όταν είναι τόσο βρώμικη όσο είναι τελευταία. Έχει όμως κι ομορφιές. Ας μην ξεχνάμε τα βουνά που μας περιμένουν και μας τραβάνε ψηλά. Ας μην ξεχνάμε τη γεμάτη ζωή. (Από το ημερολόγιό της, Οκτώβρης 1943)
*Από την ομιλία στις 20/8/09 και το άρθρο της στο περιοδικό ΝΗΣΟΣ ΑΝΔΡΟΣ/2009/3,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΥΠΩΘΗΤΩ σελ.155-167