Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, σε μια μακρινή και παράξενη εποχή, ένα νησί ολομόναχο. Μια κακιά μάγισσα, που της άρεσε να βασανίζει μικρά νησιά, το είχε μαγέψει να μην καταλαβαίνει τις γειτονικές του στεριές, γιατί φύσαγε πολύς αέρας και άλλαζε τα λόγια τους και έφταναν σ' αυτό παραμορφωμένα και πέταγαν πάλι πίσω άπρακτα και τίποτε δικό του δεν έπαιρναν μαζί τους στην απέναντι στεριά.
Να που όμως μια καλή νεράιδα που προσέχει τα νησιά που είναι μόνα, τάραξε με το μαγικό ραβδάκι της δυνατά τα νερά και έγινε μεγάλος σεισμός και μπουρμπουλήθρες πολλές και κύματα θεόρατα. Κι εκεί που κοίταζε κι εθαύμαζε λοιπόν το νησάκι, να σου ξάφνου που πρόβαλε ένα άλλο νησί, μεγάλο και δυνατό, με γενναίους πολεμιστές και λυράρηδες, με λυγερές και κάστρα κι αρχοντόπουλα. Κι όλα αυτά μαζί χίλιες δυο ιστορίες λέγανε και τραγούδια πολλά και χρώματα γαλάζια στέλνανε στο νησάκι μας.
Και όσο να πεις και να καλοπείς, να που κι άλλο νησί ξεφύτρωσε δίπλα στο πρώτο. Πράσινο αυτό, με χώμα και δένδρα, που είχανε μακριά κλαδιά και ρίζες βαθιές και φέρνανε χυμούς ωραίους από πολύ παλιά και τους έκαναν καρπούς γλυκούς και θρεπτικούς για κάθε πεινασμένο διαβάτη. Και μπορούσε τώρα το νησάκι μας να ξαποστάσει στους ίσκιους και να γευθεί τους καρπούς και να ακούσει τις ιστορίες που λέγανε τα φύλλα στον άνεμο που τα ρωτούσε.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ξάφνου από τα νερά, νησί μαγικό αναδύεται. Άλικο και φωτεινό σαν τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου, γεμάτο με όλα τα θαυμαστά στολίδια που θεοί αρχαίοι και πειρατές και θαλασσοπόροι άφησαν πάνω του. Και το νησάκι μας μπορούσε να ανοίγει όλα τα σεντούκια, να βγάζει θησαυρούς και να στολίζεται και να κάνει κι αυτό πως είναι πότε πριγκίπισσα, πότε μεγαλοκυρά κι αρχόντισσα με πύργους και υποστατικά και κτήματα.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί καλά καλά και να σου επάνω στα νερά κι άλλο ένα μικρό νησάκι, πορτοκαλί και κίτρινο, χαρούμενο σαν τόπι, που ξέφυγε από ροδομάγουλο παιδάκι μια Κυριακή απόγευμα.
Αυτό το νησί πολύ γελαστό ήτανε και ήθελε να δίνει τα παιχνίδια του τα μαγικά σε όλα τα νησιά να παίζουν και τα ρούχα του τα ανθισμένα να ντύνονται και να ζεστοκοπιούνται. Ένα μεγάλο τζάκι άναβε στη μέση του κι εκεί κόνευε το νησάκι μας κι απάγκειαζε κι άκουγε τις ιστορίες του και τα τραγούδια του, μέχρι να ξημερώσει.
Κι η ζωή πια μαλάκωσε απ' τη ζέστη, το γέλιο, τη συντροφιά και τα όμορφα λόγια και κύκλος έγινε και έκλεισε όμορφα γύρω τους. Έκλεισε, μα δεν κλείδωσε κανέναν απέξω, γιατί είναι για να μπαινοβγαίνει όποιος τις ιστορίες και τα τραγούδια αγαπά και θέλει να του λένε παραμύθια.
Να που όμως μια καλή νεράιδα που προσέχει τα νησιά που είναι μόνα, τάραξε με το μαγικό ραβδάκι της δυνατά τα νερά και έγινε μεγάλος σεισμός και μπουρμπουλήθρες πολλές και κύματα θεόρατα. Κι εκεί που κοίταζε κι εθαύμαζε λοιπόν το νησάκι, να σου ξάφνου που πρόβαλε ένα άλλο νησί, μεγάλο και δυνατό, με γενναίους πολεμιστές και λυράρηδες, με λυγερές και κάστρα κι αρχοντόπουλα. Κι όλα αυτά μαζί χίλιες δυο ιστορίες λέγανε και τραγούδια πολλά και χρώματα γαλάζια στέλνανε στο νησάκι μας.
Και όσο να πεις και να καλοπείς, να που κι άλλο νησί ξεφύτρωσε δίπλα στο πρώτο. Πράσινο αυτό, με χώμα και δένδρα, που είχανε μακριά κλαδιά και ρίζες βαθιές και φέρνανε χυμούς ωραίους από πολύ παλιά και τους έκαναν καρπούς γλυκούς και θρεπτικούς για κάθε πεινασμένο διαβάτη. Και μπορούσε τώρα το νησάκι μας να ξαποστάσει στους ίσκιους και να γευθεί τους καρπούς και να ακούσει τις ιστορίες που λέγανε τα φύλλα στον άνεμο που τα ρωτούσε.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ξάφνου από τα νερά, νησί μαγικό αναδύεται. Άλικο και φωτεινό σαν τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου, γεμάτο με όλα τα θαυμαστά στολίδια που θεοί αρχαίοι και πειρατές και θαλασσοπόροι άφησαν πάνω του. Και το νησάκι μας μπορούσε να ανοίγει όλα τα σεντούκια, να βγάζει θησαυρούς και να στολίζεται και να κάνει κι αυτό πως είναι πότε πριγκίπισσα, πότε μεγαλοκυρά κι αρχόντισσα με πύργους και υποστατικά και κτήματα.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί καλά καλά και να σου επάνω στα νερά κι άλλο ένα μικρό νησάκι, πορτοκαλί και κίτρινο, χαρούμενο σαν τόπι, που ξέφυγε από ροδομάγουλο παιδάκι μια Κυριακή απόγευμα.
Αυτό το νησί πολύ γελαστό ήτανε και ήθελε να δίνει τα παιχνίδια του τα μαγικά σε όλα τα νησιά να παίζουν και τα ρούχα του τα ανθισμένα να ντύνονται και να ζεστοκοπιούνται. Ένα μεγάλο τζάκι άναβε στη μέση του κι εκεί κόνευε το νησάκι μας κι απάγκειαζε κι άκουγε τις ιστορίες του και τα τραγούδια του, μέχρι να ξημερώσει.
Κι η ζωή πια μαλάκωσε απ' τη ζέστη, το γέλιο, τη συντροφιά και τα όμορφα λόγια και κύκλος έγινε και έκλεισε όμορφα γύρω τους. Έκλεισε, μα δεν κλείδωσε κανέναν απέξω, γιατί είναι για να μπαινοβγαίνει όποιος τις ιστορίες και τα τραγούδια αγαπά και θέλει να του λένε παραμύθια.