Monday, March 31, 2008

Παραμύθι ν' αρχινήσει

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, σε μια μακρινή και παράξενη εποχή, ένα νησί ολομόναχο. Μια κακιά μάγισσα, που της άρεσε να βασανίζει μικρά νησιά, το είχε μαγέψει να μην καταλαβαίνει τις γειτονικές του στεριές, γιατί φύσαγε πολύς αέρας και άλλαζε τα λόγια τους και έφταναν σ' αυτό παραμορφωμένα και πέταγαν πάλι πίσω άπρακτα και τίποτε δικό του δεν έπαιρναν μαζί τους στην απέναντι στεριά.
Να που όμως μια καλή νεράιδα που προσέχει τα νησιά που είναι μόνα, τάραξε με το μαγικό ραβδάκι της δυνατά τα νερά και έγινε μεγάλος σεισμός και μπουρμπουλήθρες πολλές και κύματα θεόρατα. Κι εκεί που κοίταζε κι εθαύμαζε λοιπόν το νησάκι, να σου ξάφνου που πρόβαλε ένα άλλο νησί, μεγάλο και δυνατό, με γενναίους πολεμιστές και λυράρηδες, με λυγερές και κάστρα κι αρχοντόπουλα. Κι όλα αυτά μαζί χίλιες δυο ιστορίες λέγανε και τραγούδια πολλά και χρώματα γαλάζια στέλνανε στο νησάκι μας.
Και όσο να πεις και να καλοπείς, να που κι άλλο νησί ξεφύτρωσε δίπλα στο πρώτο. Πράσινο αυτό, με χώμα και δένδρα, που είχανε μακριά κλαδιά και ρίζες βαθιές και φέρνανε χυμούς ωραίους από πολύ παλιά και τους έκαναν καρπούς γλυκούς και θρεπτικούς για κάθε πεινασμένο διαβάτη. Και μπορούσε τώρα το νησάκι μας να ξαποστάσει στους ίσκιους και να γευθεί τους καρπούς και να ακούσει τις ιστορίες που λέγανε τα φύλλα στον άνεμο που τα ρωτούσε.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ξάφνου από τα νερά, νησί μαγικό αναδύεται. Άλικο και φωτεινό σαν τα ηλιοβασιλέματα του Αιγαίου, γεμάτο με όλα τα θαυμαστά στολίδια που θεοί αρχαίοι και πειρατές και θαλασσοπόροι άφησαν πάνω του. Και το νησάκι μας μπορούσε να ανοίγει όλα τα σεντούκια, να βγάζει θησαυρούς και να στολίζεται και να κάνει κι αυτό πως είναι πότε πριγκίπισσα, πότε μεγαλοκυρά κι αρχόντισσα με πύργους και υποστατικά και κτήματα.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί καλά καλά και να σου επάνω στα νερά κι άλλο ένα μικρό νησάκι, πορτοκαλί και κίτρινο, χαρούμενο σαν τόπι, που ξέφυγε από ροδομάγουλο παιδάκι μια Κυριακή απόγευμα.
Αυτό το νησί πολύ γελαστό ήτανε και ήθελε να δίνει τα παιχνίδια του τα μαγικά σε όλα τα νησιά να παίζουν και τα ρούχα του τα ανθισμένα να ντύνονται και να ζεστοκοπιούνται. Ένα μεγάλο τζάκι άναβε στη μέση του κι εκεί κόνευε το νησάκι μας κι απάγκειαζε κι άκουγε τις ιστορίες του και τα τραγούδια του, μέχρι να ξημερώσει.
Κι η ζωή πια μαλάκωσε απ' τη ζέστη, το γέλιο, τη συντροφιά και τα όμορφα λόγια και κύκλος έγινε και έκλεισε όμορφα γύρω τους. Έκλεισε, μα δεν κλείδωσε κανέναν απέξω, γιατί είναι για να μπαινοβγαίνει όποιος τις ιστορίες και τα τραγούδια αγαπά και θέλει να του λένε παραμύθια.

Tuesday, March 25, 2008

Η πεθερά μου η αντάρτισσα

Η πρώτη μας συνάντηση, εντελώς απομυθοποιητική. Σου έδειξα τα μαξιλαράκια του καναπέ στο φοιτητικό μου διαμέρισμα, που τα είχα πιάσει με συρραπτικό. "Δεν ξέρω να ράβω". Το όνειρο "νύφη χρυσοχέρα" κάθε ελληνίδας μάνας τέλος. Δεν σε είπα ποτέ "μαμά" ή "μητέρα", δεν σου μίλησα ποτέ στον πληθυντικό. Πάει και το στερεότυπο του "σεβασμού". Δεν σε άφησα ποτέ να μου κάνεις "κουμάντο", μια δυο φορές δειλά το επιχείρησες και σε κατατρόπωσα. Δεν ξανατόλμησες.
Κι όμως, έπαιζα με τη φωτιά, πού να το ξέρω;
Μια μέρα πριν ξεκινήσει για κυνήγι ο γιος σου του είπες: "Δώσε μου και μένα να ρίξω" Βγαίνεις έξω, παίρνεις την καραμπίνα και πυροβολείς σαν έμπειρος πολεμιστής. Ωχ! Τι έπαθα! Πεθερά- ράμπο, να θυμηθώ να μην την τσαντίσω αυτήν!
Σε έβαλα κάτω με την πρώτη ευκαιρία και μου τα είπες. 17 χρονώ σε πήραν οι αντάρτες. Σε έμαθαν να πολεμάς, χωρίς καλά καλά να ξέρεις γιατί. Ήσουν πολύ όμορφη (ακόμα είσαι) δεν σε πείραξε κανείς, σας σέβονταν. Μετά κάποιος σε κάρφωσε, έκανες φυλακή για ένα διάστημα, κάποιος φίλος του πατέρα σου μεσολάβησε και βγήκες. Μίλησες για όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή έπαρση, με μια αποστασιοποίηση, σαν να ήταν φυσική καταστροφή. Σου συνέβη. Σε πήρε το ποτάμι της ιστορίας και απλώς πήγες με τα νερά του. Οι άνδρες, ο πατέρας σου, τα αδέλφια σου, ο άνδρας σου, κολύμπησαν κόντρα, εξορίστηκαν, πολέμησαν με τα αδέλφια τους απέναντι, μάτωσαν στις δαγκάνες της ιστορίας. Εσύ με τη σοφία και τη χοϊκότητα του φύλου σου, βάλθηκες να αναστήσεις παιδιά, να φροντίσεις γερόντους, να υπομένεις να περάσει το κακό.
Κι όμως, μάνα (εδώ μόνο μπορώ να το λέω, που δεν θα το ακούσεις), το κακό δεν τελειώνει ποτέ. Θάνατοι, αρρώστιες, βάσανα, δουλειές, έγνοιες, φροντίδα, όλα τα πάλεψες και τα παλεύεις, έτσι όπως σε δίδαξε η ζωή. Κι ακόμα το φαΐ σου μας γλυκαίνει από τον κάματο των άξενων ημερών, ακόμα ο λόγος σου καθησυχάζει τη φουρτούνα του δικού μας πολέμου, του αναίμακτου.
Σ' ευχαριστώ που καμαρώνεις ακόμα και γι' αυτά που δεν σου ταιριάζουν, σ' ευχαριστώ που ποτέ δεν μέτρησες τα βήματα που κάλυπταν τη μεταξύ μας απόσταση.
Χρόνια σου πολλά, αντάρτισσα.

Wednesday, March 19, 2008

Ήρθε κι εδώ η άνοιξη!


Μια και η παρέα, έστω και κάπως απρόθυμα, υπέκυψε λίγο στην εαρινή γοητεία, ας προσπαθήσω κι εγώ, παραμερίζοντας σκουπίδια και "ευωδιές", να συμπορευθώ.
Η δική μου άνοιξη;
Σκόρπιες εικόνες τη συνθέτουν:

Ένα φοιτητικό πάρτι που έγινε διαγωνισμός για την ανάδειξη του πιο ερωτικού στίχου και βγήκε το δικό μου: "Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;"
Ο βλάσφημος ερωτισμός του επιταφίου, μνήμες του Άδωνη, της Περσεφόνης. Ο νεκρός θεός που ανασταίνεται μέσα στα λουλούδια, ο θρήνος που κρύβει τη χαρά, η ζωή μεταμφιεσμένη σε θάνατο, για να θριαμβεύσει καλύτερα με βεγγαλικά και λαμπάδες.
Η άσπρη και κόκκινη κλωστή δεμένη βραχιολάκι, αρραβώνας μυστικός με το θαύμα που μας τριγύριζε και δεν είχε όνομα κάποτε.
Τα στεφάνια, οι μάηδες, ποιος θα μας φέρει το καλύτερο στρογγυλό ξύλο να το στολίσουμε, ποιος θα μας βρει τα πιο ωραία, τα πιο σπάνια αγριολούλουδα ή ποιος θα τα μαδήσει πιο βάναυσα;
Πότε έπαψαν τα παιχνίδια να είναι μόνο παιχνίδια, θυμάται κανείς;
Πότε αρχίσαμε να κρυβόμαστε καλά, όχι μόνο για να μη μας βρούνε; Πότε να κυνηγιόμαστε, για να μας φτάσουν; Θυμάται κανείς πότε το θαύμα άρχισε να αποκτάει όνομα...πρόσωπο...;
Τότε ήταν που άρχισε να γίνεται σκληρή η άνοιξη, να της κλείνουν τις πόρτες, να μη μπει από τις χαραμάδες και μας πάρει μαζί της. Η άνοιξη υπό διωγμό, κάτι ξωκλήσια άρχιζαν να έχουν συνέχεια αναμμένα καντήλια, κάτι τάφοι ξεχασμένοι να αποκτούν φροντίδα και νοικοκύρεμα... Πολυμήχανα νιάτα και οι θεοί προστάτες. Εκεί, θεματοφύλακες των ερώτων και των αποδράσεων, ίδιοι πάντα, σκαλιστοί στο μάρμαρο ή στο ξύλο, με εξαίσια σώματα ή ασώματοι.
Κι ακόμα, ένα περιβολάκι, το τσπαράκι. Ο μικρός παράδεισος της γιαγιάς. Όλα σε μικρογραφία, λουλούδια, μυριστικά, δεντράκια. Η χαρά της, να σε ξεναγήσει. Ένα ένα λουλουδάκι να στο συστήσει, μη παρεξηγηθεί. Με τόσους να μπαξεβανεύουνε, σπουδαίους και άξιους, μόνο σε κείνη βρίσκαμε τα μυρωδικά για το λαμπριάτη, μόνο εκείνη ήξερε ποιο χόρτο πάει πού, πόσο από αυτό πόσο από κείνο. Πού πηγαίναμε μετά; Ποιος τα πότιζε μετά; Πώς να είναι τώρα άραγε εκεί; Ποτέ δεν ξαναπήγα. Δεν νοθεύω τις εικόνες μου με πραγματικότητες.
Κι ένα παιχνίδι:
Παίρνεις το μπουμπούκι της παπαρούνας και ρωτάς: "Τούρκος, ρούσος ή ρωμιός;" Το ανοίγεις και νικάει όποιος έχει βρει το χρώμα. Τούρκος το κόκκινο, ρούσος το ροζ, λευκό το ρωμιός.
(Πόσο παλιό πρέπει να 'ναι; Από τότε που οι γνωστοί μας λαοί ήταν αυτοί οι τρεις, από τότε που οι Έλληνες λέγονταν ρωμιοί κι οι ρώσοι ρούσοι. Κι όμως παίζονταν έτσι μέχρι την εποχή που ήμουν παιδί.)
Κι ένα λουλούδι;
Ένα ροζ τριαντάφυλλο, που γίνεται και γλυκό, το ρόδο. Ένα ροζ τριαντάφυλλο χαρισμένο.
Ένα τραγούδι
http://www.youtube.com/watch?v=AERehHc15vc
Μόνο η Χαρούλα ξέρει πως "έχουμε ζήσει", έστω και με μικρές ή μεγάλες απώλειες, έστω κι αν το βήμα μας δεν είναι πια τόσο ταχύ εις προϋπάντησιν ανοίξεως.

Saturday, March 15, 2008

Fragile

Nα μοιραστώ ένα αγαπημένο τραγούδι με τα φιλαράκια μου απόψε;


http://www.youtube.com/watch?v=x0dMBqtGtOU

Thursday, March 13, 2008

Δεκαεφτά μέρες μοναχά



Στον Αυγουστή, που θα ταξιδέψει αύριο, γαμπρός, με τα βιολιά και τις λαμπάδες, και στους αγαπημένους του που θα τον κατευοδώσουν.

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
27 ΙΟΥΝΙΟΥ 1906, 2 μ.μ.

Σαν το 'φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ' τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαεφτά χρόνια μοναχά με τα 'ζησες παιδί μου».
Και όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το 'πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κι ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα.
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα παιδί μου"

(Ανέκδοτα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος 1982)

Friday, March 7, 2008

Μουσκαράδες και βιολιά από το νησί μου.

Μια και έχουμε συγκινηθεί λίγο απόψε, με κάτι αποκαλύψεις και " αναγνωρίσεις", είπα να αλαφρύνω λίγο το κλίμα με το γνωστό γυριστρούλειο τρόπο:




Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Πάντα να " ανταμώνουμε" και να ξεφαντώνουμε φίλοι.

Saturday, March 1, 2008

Το νεοελληνικό εκκρεμές


Κάποτε ήταν η Μακεδονία η ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα. Παθιάζονταν τα πλήθη με τις σημαίες, τα λάβαρα και τις ντουντούκες για την ελληνικότητά της. Τώρα επικράτησε ο σκεπτικισμός, η σύνεση, η διαλλακτικότητα, και άφησαν τις κραυγές στους ακροδεξιούς και τους θερμοκέφαλους, ακόμα και η Εκκλησία επέδειξε συγκράτηση και μέτρο. Κι όχι μόνο. Φτάσαμε σε μία εθνική...κούραση, μια παραίτηση, έναν σχετικισμό.
Οι συζητήσεις που ακούω αυτές τις μέρες περιστρέφονται γύρω από το: "πολύς θόρυβος για το τίποτα"
Ανάμεσα στις δύο ακραίες θέσεις του εκκρεμούς, μεσολαβούν χρόνια ανεμελιάς, πλήρης απραξία, διπλωματική και πολιτική, ήγουν κανείς δεν άγγιζε το ξεχασμένο θέμα, παρά μόνο με αφορμή κάτι αθλητικές συναντήσεις, που έθεταν υποχρεωτικά το διαφιλονικούμενο όνομα και κάποιοι έπρεπε να το αποκηρύξουν.
Την ίδια περίοδο, όλος σχεδόν ο κόσμος έχει αποδεχθεί και αποκαλεί το νεοσύστατο κράτος με το όνομα που εμείς αποκηρύσσουμε.
Παράλληλα, στην γείτονα χώρα δρουν αλυτρωτικά σωματεία και οργανώσεις, σχολικά βιβλία, ακόμα και σύνταγμα, δίπλα στις προσοδοφόρες επενδύσεις των συμπατριωτών μας και τις ανάλογες "καταθέσεις" των ελλήνων επισκεπτών.
Ένας λαός που μεγάλωσε με το όνομα Μακεδόνία, όσο κι αν είναι αντικειμενικά ανιστόρητο και ψευδεπίγραφο, μια ιστορική παραχάραξη, δεν πείθεται να το αλλάξει, ούτε από την ιστορική αλήθεια, ούτε από το οικονομικό συμφέρον κι οπωσδήποτε, ούτε από τη διπλωματική αυθεντία.
Και τώρα φτάσαμε στο άλλο άκρο: "Δικαιούνται να λέγονται Μακεδονία","είναι πια τετελεσμένο", "γίναμε διεθνώς ρεζίλι με τον εθνικισμό μας", "σιγά μη μας πάρουν τη Μακεδονία", "όλα τα κάνουν οι Αμερικάνοι, δεν υπάρχει θέμα", "είναι μια μικρή χώρα, δεν θα τολμήσουν ποτέ τίποτε εναντίον μας, λίγα προβλήματα έχουν με τους Αλβανούς;"
Από τον εθνικισμό του "κάτω τα ξερά σας από το όνομα, το Μεγαλέξανδρο και το Βουκεφάλα μας", στο "Έλα μωρέ, σιγά, έσταξε η ουρά του... αλόγου για ένα όνομα!"

Δυστυχώς, οι εξελίξεις στην περιοχή μας δεν ακολουθούν ακριβώς τις διαθέσεις του...επαμφοτερίζοντος ψυχισμού μας. Υπάρχει θέμα και δεν έχει νόημα να στρουθοκαμηλίζουμε εμπρός του. Τα βαλκάνια, το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης, μετά την ανάπαυλα των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, που υποχρέωσαν σε αναγκαστική ύπνωση τους εθνικισμούς των λαών τους, μοιάζουν να ξυπνάνε για τα καλά σιγά σιγά και να διεκδικούν ο καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί να αποκτήσει, με την εκμετάλλευση των διεθνών συγκυριών, των πιέσεων και των αντίστοιχων στηριγμάτων τους.
Αυτή η ρευστότητα δεν φαίνεται να χαλάει καθόλου τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, αφού μπορούν μια χαρά να το παίζουν προστάτες και αφεντικά και να χτίζουν μαγαζάκια σε καλά σημεία για τα συμφέροντά τους.
Δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε όλα αυτά, δεν μπορούμε να δεχθούμε με αμεριμνησία να εκτρέφονται αλυτρωτικά κινήματα που μας έχουν στόχο, χωρίς να ασκούμε όχι μόνο τα νόμιμα διπλωματικά μέσα, αλλά και όσα δεν έχουμε κάνει όλα αυτά τα χρόνια, ενημέρωση , προβολή των θέσεών μας, χάραξη ορίων και όρων καλής γειτονίας και καλής συνεργασίας, με νηφαλιότητα, αλλά και αποφασιστικότητα.
Χωρίς να εξετάζω την ουσία, μου έμεινε στο μυαλό το πανό στην Καθημερινή της Κυριακής που έγραφε:Kosova Republik? Republik of Scotland? Republik of Corsica?
Ήταν ένα δείγμα πως και η ρεάλ πολιτίκ έχει τα όριά της εκεί που αρχίζει το συμφέρον των "ρεαλιστών"

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...