Monday, August 26, 2013

Η εκδίκηση των σφηκών



Όταν ήμασταν παιδιά, τα ζωντανά πλάσματα της φύσης χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: τα καλά, που τα αφήναμε να ζήσουν γιατί δεν μας ενοχλούσαν και τα σκοτώναμε μόνο για να τα φάμε, και τα κακά που υπήρχαν ακριβώς για να τα σκοτώνουμε. Φίδια, ποντίκια, σφήκες, μύγες, σκορπιοί, κατσαρίδες, εξολοθρεύονταν άμα τη εμφανίσει και γίνονταν τρόπαια ανδραγαθίας και αφορμές να πανηγυρίσει όλη η παρέα. Τους νικητές τους θαύμαζαν τα κορίτσια και τους ζήλευαν τα αγόρια. Αρκούσε μια κραυγή από ένα τρομαγμένο κορίτσι: "φίδι!" , για να τρέξει ο ιππότης να αναλάβει την εξολόθρευση του κακού όφεως και την αποκατάσταση της γαλήνης στον παιδικό κήπο της Εδέμ. Θυμάμαι, με ανάμεικτα συναισθήματα τρόμου και θαυμασμού, ένα αγόρι  να πιάνει τα φίδια από την ουρά και να τα στριφογυρνάει πριν τα σκοτώσει. Αυτός κι αν ήταν ο αγαπημένος των κοριτσιών, γιατί όχι μόνο δεν φοβόταν τα φίδια, αλλά μπορούσε και να ρίξει προς το μέρος σου κανένα. Τέτοιους γητευτές δεν συμφέρει να τους έχεις απέναντι. Εμείς τα κορίτσια σπάνια τα βάζαμε με φίδια και ποντίκια, αλλά τα υπόλοιπα σιχαμερά του καταλόγου έδιναν αφορμή και στη δική μας φυσική επιθετικότητα να διοχετευθεί κάπου, αφού κατά τα άλλα, έπρεπε να είμαστε γλυκά και χαριτωμένα πλάσματα, άξια να τα σώσει ένα γενναίο αγόρι. Την πλήρωναν λοιπόν τα έντομα, που τα κυνηγούσαμε και τα σκοτώναμε, στα πλαίσια-υποτίθεται- του νοικοκυριού. Και λέω υποτίθεται γιατί δεν θυμάμαι να συνοδευόταν το σκούπισμα ή το ξεσκόνισμα από την ίδια άγρια χαρά που έφερνε το κυνήγι της σφήκας ή της κατσαρίδας. Ειδικά η μάχη με τις σφήκες ήταν καθημερινή, γιατί τα πιάτα τότε τα πλέναμε σε έναν υπαίθριο νεροχύτη- οι πιο πολλές δουλειές έξω γίνονταν, θαρρώ- και φυσικά μαζεύονταν σμήνος από αυτές. Στο τέλος του πλυσίματος ο νεροχύτης γέμιζε με πτώματα σφηκών που τις είχα πνίξει, αφού τις κατάβρεχα πρώτα, για να μην μπορούν να πετάξουν. Ίσως ξέρανε τι σφαγέας ήμουνα για το είδος τους, γι' αυτό κάθε τόσο βρισκόμουνα με πρησμένα χέρια από τα τσιμπήματα, που τα έδενα σαν να ήτανε σπασμένα και παρίστανα τον τραυματία πολέμου.
Αυτές οι παιδικές συνήθειες γίνονται τελικά δεύτερη φύση και δεν μου φάνηκε περίεργο αυτό που συνειδητοποίησα ότι κάνω κάθε πρωί τα καλοκαίρια που πίνω καφέ στην αυλή. Μαζί με τον καφέ, το ψωμοτύρι μου και το βιβλίο, έχω πάντα μαζί μια μυγοσκοτώστρα. Κάθομαι στο σκαλοπάτι και καιροφυλακτώ να μυρίσουν το τυρί τα υποψήφια θύματα και αρχίζω το κυνήγι. Από ένα σημείο και μετά,  δόλωμα γίνονται τα ίδια τα συσσωρευμένα πτώματα και το διασκεδάζω τόσο πολύ που διακόπτω και το πιο συναρπαστικό βιβλίο, για να προσθέσω ένα ακόμη μικρό πτώμα στο σωρό που σχηματίζεται.
( Βέβαια, ξέχασα να πω ότι ποτέ ένα παιδί που μεγαλώνει σε αγροτική κοινωνία δεν σκοτώνει μέλισσα. Ίσα, ίσα, ακόμα κι αν μπει στο σπίτι, τη βγάζει προσεκτικά, τινάζοντάς την και από τις σκόνες ή απελευθερώνοντάς την από ρούχα ή μαλλιά που έμπλεξε. Ακόμα κι αν σε τσιμπήσει δεν θυμώνεις, μα λυπάσαι που τώρα θα ψοφήσει, γιατί αφήνει το κεντρί της μέσα σου.)
Ωραία, όλα αυτά και αρκούντως γραφικά, αλλά πώς εξηγείται το χθεσινό μου όνειρο;
Ήμουνα λέει κάπου με πολλές σφήκες και τις σκότωνα ανελέητα με μεγάλη επιτυχία. Την ίδια στιγμή όμως κάποιος ήταν δίπλα μου και μου έλεγε: "-Μη, αμαρτία! Δεν βλέπεις τα μάτια τους; Δεν τα λυπάσαι; Ζωντανά είναι κι αυτά!" Δεν θυμάμαι να του είπα ότι είναι τρελός, όπως θα έκανα στον ξύπνιο μου, αντίθετα ένιωθα να επηρεάζομαι και να αναχαιτίζω την δολοφονική μου ορμή.
Πολύ με προβλημάτισε η προέλευση αυτής της οικολογικά ευαίσθητης φωνής στο όνειρό μου.
Μπορούν άραγε τα κηρύγματα της οικολογίας και της πολιτικής ορθότητας να φτάσουν τόσο βαθιά, ξεριζώνοντας υγιή ένστικτα και καταστρέφοντας τις απλές χαρές μιας φυσικής ύπαρξης;


Thursday, August 22, 2013

Εφεδρείες κάτω απ' την πανσέληνο του Αυγούστου.





Τελειώνει ένα καλοκαίρι γεμάτο ένταση και απρόοπτα στο χώρο της εκπαίδευσης. Αφήνει συναδέλφους της τεχνικής με αβέβαιο ή ανύπαρκτο μέλλον στο δημόσιο σχολείο, συναδέλφους άλλων ειδικοτήτων με την ψυχή στο στόμα από τα σκοτσέζικα ντους του υπουργείου, κάποιους άλλους να φεύγουν πρόωρα, διωγμένοι από τις δυσμενείς εργασιακές εξελίξεις και εμάς που απομένουμε να προσπαθούμε να καταλάβουμε σε τι σχολείο θα βρεθούμε το Σεπτέμβριο.


Το στοίχημά μου προσωπικά ήταν να μαζέψω δυνάμεις. Ποτέ άλλοτε δεν το χρειαζόμουν αυτό. Πάντα ένιωθα έτοιμη να αρχίσω την καινούρια χρονιά στις 30 Ιουνίου. Το μικρό μυστικό μου θαύμα να μην με κουράζει η δουλειά μου, να μην τη βαριέμαι ποτέ, να μην με τρομάζει ποτέ το τέλος του καλοκαιριού, κινδύνεψε σοβαρά στα νύχια του τέρατος που λυμαίνεται εδώ και τρία χρόνια τον τόπο μας και τις ζωές μας. Ένιωθα ανέτοιμη, ψυχικά κουρασμένη, ευάλωτη σε κάθε επίθεση που δεχόμασταν, σε κάθε αρνητικό σχόλιο, σε κάθε κανιβαλικό κοινωνικό αυτοματισμό. Άρχισα για πρώτη φορά να κοιτάω τη νομοθεσία της συνταξιοδότησης, ενώ μέχρι τώρα με έπιανε δυσανεξία και στο άκουσμα της λέξης σύνταξη. Πιο πολύ από όλα με εξουθένωνε η ιδέα ενός σχολείου χαρακωμάτων, "οι ξενόγλωσσοι και εμείς, οι θεολόγοι και εμείς, οι ασεπίτες και εμείς, εμείς και οι νέοι" , μια εφιαλτική διελκυστίνδα που θα συμπαρασύρει ό,τι απέμεινε από το δημόσιο σχολείο.

Αυτός ο Αύγουστος όμως μου επιφύλασσε και κάτι καλό προς το τέλος του: τη χθεσινή βραδιά με την πανσέληνο, στα τραπεζάκια δίπλα στη θάλασσα. Μια παρέα από τα παλιά,η πιο αγαπημένη των θρανίων, που 21 χρόνια τώρα κρατάει δεσμούς και ζωντανεύει μνήμες ξεγνοιασιάς, ξαναβρέθηκε και μου θύμισε πώς ήταν παλιά το δημόσιο σχολείο. Τι κληρονομιά άφησε  παρά τις ελλείψεις του.  Όλα αυτά για τα οποία δέσαμε τη ζωή μας με αυτό το  σχολείο ήταν εκεί, γύρω από ένα τραπέζι με μπίρες και σουβλάκια, δίπλα σε ανυποψίαστες παρέες τουριστών και ντόπιων θαμώνων.Τα λόγια, οι σκέψεις, οι επιλογές, τα όνειρα, τα σχέδια, τα διαβάσματα, οι αγωνίες και τα ερωτήματα αυτών των νέων ανθρώπων, που ο καθένας τους ακολούθησε μια διαφορετική πορεία ζωής, είχαν τον ίδιο κοινό παρονομαστή, μια πνευματική και ηθική ευρωστία, αφύσικη για "τους καιρούς αυτούς τους σακάτικους".
Γύρισα στο σπίτι περπατώντας σταθερά και ανάλαφρα, παρά τις μπίρες και τη βαριά πανοπλία που κονόμησα εκεί κάτω από το φεγγαράκι το αυγουστιάτικο.
Συνεχίζουμε τώρα!

ΥΓ:  Η φωτογραφία είναι της Ιωάννας Δ. Μωράκη


.

Sunday, August 4, 2013

Εις μνήμην




Ήταν μια μέρα του Ιουνίου πριν από 5-6 χρόνια περίπου. Δεν είχα επιστρέψει ακόμη μόνιμα στο Κόρθι, αλλά έδινα το παρών στις παραλίες του με κάθε ευκαιρία. Εκείνη τη μέρα, δεν βρήκα τη γνωστή ησυχία της αρχής του καλοκαιριού.Μια παρέα πιτσιρικάδων λίγα μέτρα πιο πέρα χάλαγε τον κόσμο. Φώναζαν, έκαναν βουτιές, έσπρωχναν ο ένας τον άλλον, έπεφταν στην άμμο και πάλευαν. Τους πιο πολλούς τους ήξερα, παιδιά της περιοχής μας, σε λίγα χρόνια θα τους είχα μαθητές. Ξεχώριζε ένας. Ψηλός, ξανθός, φατσούλα υπέροχη, το κέντρο της προσοχής όλων, ο καπετάν φασαρίας της παρέας. Με λίγη προσπάθεια, μέσα από τη σκιά του καπέλου μου τον γνώρισα: Ο Σταύρος, ο Παντερλής, της Φλώρας. Μεγάλωσε κι αυτός...Πότε κιόλας...Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν τον σκέπτομαι- και συμβαίνει συχνά- τον βλέπω σε κείνη την παραλία, χαρούμενο, να κάνει παλαβομάρες, να βουτάει στη θάλασσα... Δεν μπορώ να συνδέσω το Σταύρο με ό,τι ακολούθησε...δεν του πάνε όσα ακολούθησαν. Διάλεξε να μείνει δεμένος στη μνήμη μας με το καλοκαίρι, τη νιότη, τη χαρά της ζωής. Λες και ήξερε πως δεν θα μπορέσουμε να του χαλάσουμε το χατίρι...

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...