Όταν ήμασταν παιδιά, τα ζωντανά πλάσματα της φύσης χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες: τα καλά, που τα αφήναμε να ζήσουν γιατί δεν μας ενοχλούσαν και τα σκοτώναμε μόνο για να τα φάμε, και τα κακά που υπήρχαν ακριβώς για να τα σκοτώνουμε. Φίδια, ποντίκια, σφήκες, μύγες, σκορπιοί, κατσαρίδες, εξολοθρεύονταν άμα τη εμφανίσει και γίνονταν τρόπαια ανδραγαθίας και αφορμές να πανηγυρίσει όλη η παρέα. Τους νικητές τους θαύμαζαν τα κορίτσια και τους ζήλευαν τα αγόρια. Αρκούσε μια κραυγή από ένα τρομαγμένο κορίτσι: "φίδι!" , για να τρέξει ο ιππότης να αναλάβει την εξολόθρευση του κακού όφεως και την αποκατάσταση της γαλήνης στον παιδικό κήπο της Εδέμ. Θυμάμαι, με ανάμεικτα συναισθήματα τρόμου και θαυμασμού, ένα αγόρι να πιάνει τα φίδια από την ουρά και να τα στριφογυρνάει πριν τα σκοτώσει. Αυτός κι αν ήταν ο αγαπημένος των κοριτσιών, γιατί όχι μόνο δεν φοβόταν τα φίδια, αλλά μπορούσε και να ρίξει προς το μέρος σου κανένα. Τέτοιους γητευτές δεν συμφέρει να τους έχεις απέναντι. Εμείς τα κορίτσια σπάνια τα βάζαμε με φίδια και ποντίκια, αλλά τα υπόλοιπα σιχαμερά του καταλόγου έδιναν αφορμή και στη δική μας φυσική επιθετικότητα να διοχετευθεί κάπου, αφού κατά τα άλλα, έπρεπε να είμαστε γλυκά και χαριτωμένα πλάσματα, άξια να τα σώσει ένα γενναίο αγόρι. Την πλήρωναν λοιπόν τα έντομα, που τα κυνηγούσαμε και τα σκοτώναμε, στα πλαίσια-υποτίθεται- του νοικοκυριού. Και λέω υποτίθεται γιατί δεν θυμάμαι να συνοδευόταν το σκούπισμα ή το ξεσκόνισμα από την ίδια άγρια χαρά που έφερνε το κυνήγι της σφήκας ή της κατσαρίδας. Ειδικά η μάχη με τις σφήκες ήταν καθημερινή, γιατί τα πιάτα τότε τα πλέναμε σε έναν υπαίθριο νεροχύτη- οι πιο πολλές δουλειές έξω γίνονταν, θαρρώ- και φυσικά μαζεύονταν σμήνος από αυτές. Στο τέλος του πλυσίματος ο νεροχύτης γέμιζε με πτώματα σφηκών που τις είχα πνίξει, αφού τις κατάβρεχα πρώτα, για να μην μπορούν να πετάξουν. Ίσως ξέρανε τι σφαγέας ήμουνα για το είδος τους, γι' αυτό κάθε τόσο βρισκόμουνα με πρησμένα χέρια από τα τσιμπήματα, που τα έδενα σαν να ήτανε σπασμένα και παρίστανα τον τραυματία πολέμου.
Αυτές οι παιδικές συνήθειες γίνονται τελικά δεύτερη φύση και δεν μου φάνηκε περίεργο αυτό που συνειδητοποίησα ότι κάνω κάθε πρωί τα καλοκαίρια που πίνω καφέ στην αυλή. Μαζί με τον καφέ, το ψωμοτύρι μου και το βιβλίο, έχω πάντα μαζί μια μυγοσκοτώστρα. Κάθομαι στο σκαλοπάτι και καιροφυλακτώ να μυρίσουν το τυρί τα υποψήφια θύματα και αρχίζω το κυνήγι. Από ένα σημείο και μετά, δόλωμα γίνονται τα ίδια τα συσσωρευμένα πτώματα και το διασκεδάζω τόσο πολύ που διακόπτω και το πιο συναρπαστικό βιβλίο, για να προσθέσω ένα ακόμη μικρό πτώμα στο σωρό που σχηματίζεται.
( Βέβαια, ξέχασα να πω ότι ποτέ ένα παιδί που μεγαλώνει σε αγροτική κοινωνία δεν σκοτώνει μέλισσα. Ίσα, ίσα, ακόμα κι αν μπει στο σπίτι, τη βγάζει προσεκτικά, τινάζοντάς την και από τις σκόνες ή απελευθερώνοντάς την από ρούχα ή μαλλιά που έμπλεξε. Ακόμα κι αν σε τσιμπήσει δεν θυμώνεις, μα λυπάσαι που τώρα θα ψοφήσει, γιατί αφήνει το κεντρί της μέσα σου.)
Ωραία, όλα αυτά και αρκούντως γραφικά, αλλά πώς εξηγείται το χθεσινό μου όνειρο;
Ήμουνα λέει κάπου με πολλές σφήκες και τις σκότωνα ανελέητα με μεγάλη επιτυχία. Την ίδια στιγμή όμως κάποιος ήταν δίπλα μου και μου έλεγε: "-Μη, αμαρτία! Δεν βλέπεις τα μάτια τους; Δεν τα λυπάσαι; Ζωντανά είναι κι αυτά!" Δεν θυμάμαι να του είπα ότι είναι τρελός, όπως θα έκανα στον ξύπνιο μου, αντίθετα ένιωθα να επηρεάζομαι και να αναχαιτίζω την δολοφονική μου ορμή.
Πολύ με προβλημάτισε η προέλευση αυτής της οικολογικά ευαίσθητης φωνής στο όνειρό μου.
Μπορούν άραγε τα κηρύγματα της οικολογίας και της πολιτικής ορθότητας να φτάσουν τόσο βαθιά, ξεριζώνοντας υγιή ένστικτα και καταστρέφοντας τις απλές χαρές μιας φυσικής ύπαρξης;