Friday, May 24, 2013

Η Ελένη του Ευριπίδη φέτος είχε πολλές κατακτήσεις

Όταν τελειώνει μια σχολική χρονιά, συχνά αναρωτιέμαι πώς θα καταγραφεί στη μνήμη μου. Τι θα θυμάμαι πιο πολύ, τι θέλω να θυμάμαι. Φέτος από τα πολλά καλά που έζησα στο σχολείο, νομίζω, ότι πιο έντονη ανάμνηση θα είναι η Ελένη του Ευριπίδη. Ναι, αυτή που κάποτε χρειάστηκε να τη βάλω σε λαϊκό πάλκο, για να την προσέξουν οι μαθητές, φέτος την υποδέχτηκαν με τον πιο φιλόξενο τρόπο που έχω συναντήσει. Μπήκε στην τάξη, στρογγυλοκάθισε, μας τα είπε όλα της τα βάσανα, μας γοήτευσε με την αειθαλή ομορφιά της, θαυμάσαμε την καπατσοσύνη της, την πονηριά της, το κουράγιο της. Κι αυτή την αντοχή της αγάπης της για το Μενέλαο θαυμάσαμε, γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν μας έπεισε και τόσο για την αξία του αυτός.
Δεν ξέρω στ' αλήθεια αν της έχει ξανασυμβεί. Αν έχει ξαναβρεθεί μπροστά σε τέτοιο κοινό, ικανό να συνομιλήσει με ωριμότητα και στοχασμό με ένα μεγάλο έργο και να πάρει από αυτό όλα όσα προορίζονταν γι' αυτό το κοινό. Όλη την κληρονομιά που του ανήκει.
Δεν ξέρω πώς το έκανε αυτό η γητεύτρα: Κάθε φορά αδιαμαρτύρητα να αλλάζουν τα θρανία, για να έχουν όλοι θέα στη "σκηνή". Κάθε φορά οι "κορυφαίοι" να λένε τα λόγια τους, χωρίς να διαβάζουν από τα χαρτιά τους και όλοι να τους παρακολουθούν με ιερή προσήλωση. Μόλις όμως τέλειωναν, δεν έμενε "βουβό πρόσωπο" στην τάξη.  Κι αυτοί οι περίφημοι "διδακτικοί στόχοι" που μια ζωή τους έβλεπα να μου γνέφουν από την κορυφή του Ολύμπου, τώρα έγιναν πιο υπάκουοι και εξημερωμένοι κι απ' τον καημένο το Θεοκλύμενο μπροστά στην Ελένη.

Στις εξετάσεις, τους έβαλα ένα απόσπασμα από την Έξοδο, εκεί που ο Θεοκλύμενος οργισμένος που έχασε την Ελένη, ετοιμάζεται να σκοτώσει την αδερφή του, τη μάντισσα Θεονόη, γιατί δεν του αποκάλυψε την παρουσία του Μενέλαου και το σχέδιο φυγής του ζευγαριού. Τότε, ορμάει ένας υπηρέτης, ένας δούλος, και προσπαθεί να τον σταματήσει, προστατεύοντας το δίκιο με κίνδυνο της ζωής του. Ως παράλληλο κείμενο, τους έδωσα αυτό το ποίημα του Μπρεχτ:

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: "Μ' αρέσει ο νόμος τους".
Τον κόσμο αντίκρισα μεσ' απ' τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν "Σε διασκεδάζει;", είπα: "Πολύ!"
Κι από την ώρα εκείνη, λέω "Ναι" σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
"Καλά τους κάνουν- για του έθνους την ομόνοια!"
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: "Σταματήστε!"
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ' άκουσα να φωνάζω: "Ζήτω! Προχωρήστε!"
Δεν μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι' αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρόμικού σας κόσμου τη βρομιά
ταιριάζει, βέβαια- το ξέρω- κι η έγκρισή μου.


Στη σύγκριση που τους ζητήθηκε πήρα ωραίες απαντήσεις από όλους. Παραθέτω εδώ δύο αντιπροσωπευτικές για να γίνουν επίλογος μιας από τις καλύτερες διδακτικές εμπειρίες της ζωής μου:
 Ο υπηρέτης του Θεοκλύμενου με το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα έχουν αρκετές διαφορές. Ο υπηρέτης φαίνεται θαρραλέος, φαίνεται να μην φοβάται το αφεντικό του, αφού τον διατάζει και όπως λέει δεν τον νοιάζει να σκοτωθεί, ενώ το πρόσωπο του ποιήματος φαίνεται να έχει αποδεχθεί ότι θα είναι για πάντα κατώτερος. Μπορεί εκείνα τα χρόνια να άκμαζε η δουλεία, αλλά οι άνθρωποι είχαν περισσότερο θάρρος και πίστη για ελευθερία από ό,τι αυτοί του 20ου αιώνα που αποδέχονται τη μοίρα τους χωρίς να παλέψουν. Και σκεφθείτε ότι αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που η δουλεία θεωρείται έγκλημα.

Το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα είναι το άκρως αντίθετο από τον υπηρέτη του Θεοκλύμενου. Ο υπηρέτης, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να τρέφει μίσος εφόσον ήταν δούλος, έτρεφε ανθρωπιά, πρόθυμος να θυσιαστεί για το δίκαιο, που λίγοι το υποστηρίζουν πιστά. Αντίθετα το πρόσωπο του ποιήματος είναι ένας άνθρωπος του 20ου αιώνα, που γνωρίζει ποιο είναι το σωστό, αλλά δεν το κάνει, γιατί υπερνικά το συμφέρον του. Είναι ένας υποκριτής που ζει μέσα στο ψέμα...Ο υπηρέτης μίλησε με λογική, συναίσθημα και σεβασμό, σε μια εποχή που ο δούλος ήταν συνώνυμο του ζώου. Η ηρωική στάση του δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα πρόσωπο που μιλάει για δικαιοσύνη, ενώ δεν έχει υποστηρίξει ποτέ τη γνώμη του, γιατί η δειλία νικά μέσα του και ζει σε ψευδαισθήσεις. Γιατί ένας άνθρωπος που καλύπτεται με το "γνωρίζω", αλλά όχι με το "γνωρίζω και κάνω" ή έστω "προσπαθώ", θέλει να μη νιώθει ότι ζει σε ψευδαισθήσεις, αλλά ζει. Η σύγχρονη κοινωνία του, σε αντίθεση με του υπηρέτη, έπρεπε να τον βοηθούσε να υποστηρίζει τη γνώμη του, να αγωνίζεται κι όχι να μένει στο "γνωρίζω". Γιατί κάτι το γνωρίζεις καλά, μόνο όταν το κάνεις πράξη.

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...