
Τον τελευταίο καιρό με αφορμή το νέο τρόπο διδασκαλίας των λογοτεχνικών κειμένων στο λύκειο, αυξήθηκε το ενδιαφέρον μου για ξεσκόνισμα θεωρητικών εργαλείων της λογοτεχνίας. Η πιθανότερη εξήγηση γι' αυτό είναι ότι όσο αυτά δεν προορίζονται για παπαγαλία από τους μαθητές, μπορούν να ξαναγίνουν αυτό που εξαρχής προορίζονταν:κλειδιά για την ανάγνωση, προαγωγοί αισθητικής απόλαυσης, ψιθυριστές μικρών μυστικών που κρύβουν τα λογοτεχνικά κείμενα.
Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν για την διακειμενικότητα από το εξαιρετικό σχολικό βιβλίο "Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων"- που παρεμπιπτόντως είναι το καλύτερο στο είδος του που έχω διαβάσει και το χρηστικότερο διδακτικά- συνειδητοποίησα πόσο "μεταφυσικός" τείνει να είναι ο ρόλος της και πόσο αγγίζει την ίδια την ουσία του λογοτεχνικού φαινομένου. Τα κείμενα που "συνομιλούν" μεταξύ τους πέρα από εποχές, ρεύματα, εθνικότητες, γλώσσες κλπ αντιστοιχούν τελικά στην ίδια μαγική "συνομιλία" του αναγνώστη με το έργο, που ποτέ δεν μπορεί να καταλάβει και να εξηγήσει αντικειμενικά τους όρους της, ακόμα κι αν είναι θεωρητικά εξοπλισμένος γι' αυτό. Άλλωστε ο κάθε αναγνώστης στην ουσία "γράφει" το δικό του έργο πάνω στο έργο που διαβάζει, που ποτέ δεν ταυτίζεται με αυτό που γράφει ένας άλλος αναγνώστης, ούτε με αυτό που βγαίνει από τα χέρια του δημιουργού.
Το εκπληκτικό είναι όμως πόσο κρυφοί είναι οι κώδικες αυτής της ανάγνωσης, ακόμα και για πολυδιαβασμένα και πολυαγαπημένα αναγνώσματα.
Ας πούμε, πάντα αναρωτιόμουνα για τη μεταφυσική συγκίνηση που μου προκαλεί μια στροφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού, σε τέτοιο βαθμό που να μην επιχειρώ ποτέ να τη διαβάσω στην τάξη, για να μην γίνει το μάθημα ...μελό.
ΧΙΙ
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγιζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είναι εκεί που οι πολιορκημένες γυναίκες, λίγο πριν από την Έξοδο, καίνε τα κρεβάτια τους, για να μην τα μαγαρίσουν οι εισβολείς.
Πού τις ξέρω εγώ αυτές τις "αντρογυναίκες" που σε λίγο θα ντυθούν με ανδρικά ρούχα και θα πάρουν όπλα, για να περάσουν μέσα από τις τάξεις των πολιορκητών;
Γιατί να με συγκινεί τόσο μια τέτοια πράξη, τόσο ξένη με τα ήθη και τη νοοτροπία του καιρού μου; Σήμερα το τελευταίο πράγμα που θα σώζαμε σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν το κρεβάτι, με ό,τι αυτό συμβολίζει.
Κι όμως εκεί μαγεμένη κάθομαι δίπλα στη φωτιά χρόνια τώρα, κοιτάω αυτά τα χέρια, να γεμίζουν με στάχτη, ιερή στάχτη, κι όσο αυτές μένουν αδάκρυτες κι αστέναχτες, τόσο εγώ να παλεύω με μια αδιάκριτη και αμήχανη συγκίνηση.
Δεν ξέρω πότε κατάλαβα το γιατί. Σαν σε όνειρο μου αποκαλύφθηκε το μυστικό. Οι αντρογυναίκες αυτές μου είναι τόσο γνώριμες γιατί είναι οι γυναίκες του τόπου μου. Ακόμα κι αυτό το πρώτο συνθετικό αντρο- πρέπει να λειτούργησε συνειρμικά προς αυτό. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Αυτός ο τύπος γυναίκας, που γίνεται άντρας για να τα βγάλει πέρα, όσο οι άντρες λείπουν στα καράβια ή στην ξενιτιά είναι ο παραδοσιακός τύπος γυναίκας του νησιού μου. Φαίνεται πως ζώντας κοντά τους από παιδί είχα ζήσει πολλές τέτοιες αναμμένες "φωτιές" να κρατάνε άσβηστη τη φλόγα τους. Όταν εκείνοι έλειπαν κι εκείνες νέες, όμορφες, έριχναν τα νιάτα τους, τις ανάγκες του κορμιού τους, της ψυχής τους σε τέτοιες φωτιές, για να μη μαγαρίσουν την ιερότητα του κρεβατιού τους.
Αυτή λοιπόν η τόσο προσωπική και βιωματική ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου, δείχνει πόσο δύσκολο είναι να ξεκλειδώσεις τα μυστικά του, ακόμα κι αν κρατάς τα κατάλληλα ερμηνευτικά εργαλεία, πόσο μάλλον όταν απαιτείς να γίνει αυτό μονοδιάστατα και δογματικά από κάθε αναγνώστη-μαθητή.
Ελπίζω τουλάχιστον αυτή η συγκίνηση που μετέθετα στις πολιορκημένες του Σολωμού να μετριαστεί τώρα που βρήκε τον πραγματικό της αποδέκτη.