Sunday, August 29, 2010

Αίθουσα αναμονής


Κάθονται στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου μαιευτηρίου, στο τμήμα μαστογραφίας. Η νοσηλεύτρια έρχεται και καλεί με τη σειρά τις γυναίκες να εξεταστούν. Το ομολογημένο αμάρτημα της παρατήρησης ανθρώπων, σε ένα τέτοιο χώρο, βρίσκει τη δικαίωσή του. Βοηθά να περάσει η ώρα, να μειωθεί το άγχος. Η γηραιά κυρία συνοδεύεται και υποβαστάζεται από το γιο της και μια άλλη γυναίκα μεγαλύτερή του και οδηγείται στο εξεταστήριο.
Όταν επιστρέφουν, ο γιος μοιάζει πολύ ανήσυχος, κόβει βόλτες στο χώρο, βρίσκει γιατρούς, μιλάει στο κινητό του. Οι δυο γυναίκες κάθονται δίπλα δίπλα και η νεότερη φροντίζει τη μεγαλύτερη, της δίνει νερό, τη χαϊδεύει, της κρατάει το χέρι. Μάνα και κόρη; Η απορία λύνεται όταν χτυπάει το τηλέφωνό της, είναι αλλοδαπή.
Όταν τελειώνει η τηλεφωνική συνομιλία, η μεγάλη κυρία γυρνάει στη συνοδό της και της λέει με γλυκύτητα: "Δάκρυσες, Μαρίνα; Τι σου είπαν; " Κάτι της απάντησε ψιθυριστά εκείνη και η γιαγιά συνέχισε: "Ε, τι να γίνει; Όσο μεγαλώνει κανείς, όλο και κάτι θα παρουσιαστεί στην υγεία του."
Τα χέρια τους έμειναν ενωμένα μέχρι που έφυγαν. Μείναμε για το υπόλοιπο της αναμονής με τη γαλήνη που χαρίζει η συνάντηση με αληθινούς ανθρώπους.
Καλή τους ώρα...

Sunday, August 22, 2010

Προετοιμασία για το Σεπτέμβριο


Μαθαίνω ότι μαζεύεστε όλοι στις παραλίες με κιθάρες, ανάβετε κεράκια, τα αφήνετε στο κύμα να τα ταξιδέψει και ανηφορίζετε όλοι μαζί πάλι για το ταφείο να γκρεμίσετε τη βαριά σιωπή του με τα τραγούδια σας. Η επανάσταση των μικρών. Των θυμωμένων. Των ανυπόταχτων στις τελεσίδικες απώλειες. Συνασπίζεστε εναντίον όσων μεγάλων ζουν, καταργώντας τη φυσική σειρά, συνωμοτείτε κατά του τυπικού πένθους, εσείς πενθείτε με ερωτικά τραγούδια και αστεία, με λουλούδια και κεράκια. Ακόμα και οι τελετές σας είναι καταφατικές προς τη ζωή, ανέγγιχτες από το θάνατο.
Εμείς πάλι συνεχίζουμε να προσποιούμαστε πως συνεχίζουμε να ζούμε, με λίγη θλίψη υποδόρεια, που αρνείται να κρυφτεί εντελώς και μας βάζει τρικλοποδιά εκεί που δεν το περιμένουμε, στη μέση του γέλιου, στο βυθό καθώς χανόμαστε πίσω από τα ευκίνητα ψαράκια, στις παρέες του καλοκαιριού που έχουν εξορίσει δια ροπάλου κάθε γκρίζα σκιά.
Εμείς είμαστε μόνοι. Δεν μας αναγνωρίζουν το δικαίωμα της μη προσαρμογής στο αναπότρεπτο. Πρέπει να δίνουμε το παράδειγμα της ώριμης αντιμετώπισης, να δείχνουμε δυνατοί και συγκρατημένοι. Απαγορεύεται η διάλυση, η απόγνωση, η εμμονή στη θλίψη, το πένθος που δεν δικαιολογείται τυπικά.
Μας μένουν μόνο οι αποχές, ομαδικές και ατομικές, από πανηγύρια και εύθυμες συντροφιές. Μας μένουν κάτι βλέμματα που είχαμε να ανταλλάξουμε από τότε που κοιταζόμασταν στα μάτια, αναζητώντας όσα δεν θέλαμε να κρύψουμε στα λόγια.
Κοντεύουν οι μέρες που θα ανοίξουμε. Πρώτη φορά που αυτή η προοπτική δεν μου δίνει χαρά. Πρώτη φορά που φοβάμαι λιγάκι. Το προαύλιο, τις αίθουσες, το γήπεδο του μπάσκετ, τα πρόσωπά σας, τα λόγια μας,το πρώτο μάθημα, το δεύτερο...
Ίσως όμως να είναι καλύτερα για μας. Στο χώρο αυτό θα μας δείξετε να περνάμε μέσα από το πένθος ανηφορίζοντας προς τη χαρά της ζωής, όπως μόνο εσείς ξέρετε να κάνετε. Θα μας διδάξετε τι σημαίνει στην πράξη αυτή η ωραία φράση του Χαλίλ Γκιμπράν που σας βάλαμε στο fb:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου; Αλλά πώς θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής; Αν θέλετε πραγματικά να αντικρίσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα.

Wednesday, August 11, 2010

Kώστας Γαρύφαλλος: Ηχώ Εικόνες Είδωλα...Κάπου στην Άνδρο


Αυτό το καλοκαίρι μας χρωστάει ακόμη, ευτυχώς, ωραίες στιγμές. Μια από τις καλύτερες, το βιβλίο του ζωγράφου, Κώστα Γαρύφαλλου: "ΗΧΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΙΔΩΛΑ",των εκδόσεων ergo που παρουσιάστηκε προχθές στο καφέ του Μουσείου Γουλανδρή, και είχα την τύχη να ξεφυλλίσω πρώτη κι από το συγγραφέα του.
Σ' αυτό το λεύκωμα περιέχονται φωτογραφίες και πίνακες του συγγραφέα, αλλά και ποιητικά κείμενα μεγάλων λογοτεχνών, αντλημένα από τα διαβάσματά του και ορισμένα δικά του, όλα με κέντρο αναφοράς τον τόπο μας, το νοτιοανατολικό κομμάτι της Άνδρου, την περιοχή του δήμου Κορθίου. Περιέχεται επίσης μια εισαγωγή του Μανώλη Γλέζου, απόλυτα εναρμονισμένη με την ποιητική δύναμη των εικόνων και των ήχων του λευκώματος, που εκπορεύεται από τον ίδιο έρωτα της κυκλαδίτικης γης και της θάλασσας.
Αυτό το βιβλίο είναι και δεν είναι του Γαρύφαλλου που ξέρω, του φίλου, συναδέλφου , που με πολλούς τρόπους συμπορευτήκαμε εδώ και πάνω από 20 χρόνια.
Είναι δικό του, γιατί μόνο αυτός παραμένει ερωτευμένος αγιάτρευτα με τη γενέθλια γη, που όλους τους άλλους ιθαγενείς κατά καιρούς μας απο-γοήτευσε, αν και ποτέ δεν πάψαμε να την αγαπάμε. Σ' αυτό λοιπόν τον υψηλής αισθητικής τόμο-εκδοτικό εγχείρημα απονενοημένο και εξίσου κεραυνοβολημένο από τον ίδιο έρωτα- περιέχεται η "κρεβατοκάμαρα" αυτού του αγιάτρευτου ειδυλλίου. Όλες οι πικάντικες λεπτομέρειες: συναντήσεις κρυφές, σκοτεινές φωλιές, μυστικά περάσματα, καμπύλες, εσοχές, ύψη, βάθη, ρωγμές, ισώματα, γεύσεις, χρώματα, αγγίγματα,ήχοι.
Μα, ζω εγώ σ'αυτό τον τόπο; Μήπως είναι η ματιά του ζωγράφου που περνάει και μετουσιώνει το τοπίο σε ουτοπία ονείρων και ονειροπολήσεων; Μήπως αυτή η Άνδρος των φωτογραφιών ξεπήδησε από την άλλη των πινάκων του, σε μια μυστηριακή ανάποδη αντιγραφή της φύσης από την τέχνη; Δεν γνωρίζω, αλλά θα δανειστώ αυτή την οπτική γωνία στις περιπλανήσεις μου από δω και μπρος στη γενέθλια terra incognita.
Υπάρχει όμως κι ένα στοιχείο του λευκώματος που δεν είναι του Γαρύφαλλου που ξέρω: Τα κείμενά του, πεζά και ποιητικά. Τα ρίχνει μέσα, εδώ κι εκεί, ανυπόγραφα, σαν λεζάντες στους πίνακες, σαν διακοσμητικά αντικείμενα, που μπορείς και να τα προσπεράσεις, προσηλωμένος στις εικόνες που δεσπόζουν. Κι όμως, έτσι και τραβήξουν την προσοχή σου, κλέβουν την παράσταση σαν τους κομπάρσους που περνάνε βουβοί στη σκηνή και με ένα βλέμμα, μια κίνηση, επισκιάζουν τους μεγάλους πρωταγωνιστές.
"Το ποτάμι ορμητικό
πήγαινε προς τη θάλασσα
Μέχρι που κάποιος το πέρασε.
(Από καιρό το προσπαθούσε
με θυσίες, μόχθο και συστολή).
Αυτομάτως το ποτάμι τη θάλασσα ξέχασε
άλλαξε πορεία.
Τώρα εκβάλλει στις πηγές του."
Αυτή η αντιστροφή, η πορεία προς τις πηγές είναι,κατά τη γνώμη μου, το μότο της πολύμορφης αυτής ποιητικής συλλογής, ας γίνει τώρα και δικός μας δρόμος που διψάσαμε στην ξηρασία των καιρών.

ΥΓ: Σ' ευχαριστούμε, Παναγιώτη Αναστασόπουλε, εκδότη και κοινωνέ της ίδιας "λωλάδας" με τον συγγραφέα για το νησί, που μας χάρισες κάτι τόσο όμορφο, για να ημερέψουμε αυτό το άγριο καλοκαίρι.

Wednesday, August 4, 2010

Το Κόρθι πενθεί




Στην πιο λαμπερή στιγμή του καλοκαιριού διάλεξες να φύγεις, ρε Σταύρο. Το μυαλό μας χαμένο στις θάλασσες και στην ξεγνοιασιά αρνείται να δεχτεί ότι χάθηκες έτσι αναπάντεχα. Κοιταζόμαστε και ψάχνουμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου μια διάψευση. Ψέματα είναι. Δεν έγινε. Ομαδική παράκρουση. Ομαδικός εφιάλτης στο Κόρθι. Ζωντάνεψε ο μπαμπούλας της παιδικής μας ηλικίας που τρώει παιδιά στο άνθος της ηλικίας τους. Ο Αυγουστής πρόπερσι, πέρσι ο γιος της Βιολέττας, φέτος εσύ. Πάει πολύ. Πολύ μεγάλος φόρος για ένα τόσο μικρό τόπο. Πολύ μεγάλη απώλεια για μια ολιγάνθρωπη κοινότητα που ο καθένας είναι μέλος της οργανικό και αναπόσπαστο και που η πρόωρη και άδικη απουσία του κόβει κομμάτια από τις ψυχές όλων. Μεγάλα κι αναντικατάστατα.
Η Μαριλένα χθες με ρώταγε συνέχεια γιατί. Σε ζητούσε για να της πεις τι θα κάνει τώρα τα όνειρα που φτιάξατε μαζί. Δεν ήξερα να της πω τίποτα, ρε Σταύρο. Την κοίταζα και έκλαιγα κι εγώ σαν συνομήλική της. Αυτό το γιατί δεν το ξέρω κι εγώ, καλέ μου, κι ας είμαι μεγάλη και καθηγήτρια και μάνα. Ξέρω μόνο πως φέτος χαιρόμουνα που θα έχω την τάξη σου. Πάντα ήθελα να σε έχω μαθητή, από τότε που ήσουνα ένα μικρό πειραχτήρι, μια φατσούλα υπέροχη. Σε έβλεπα στο σχολείο και ήθελα να γελάσω, γιατί πάντα κάτι φαινόσουνα να σκαρώνεις, κάτι αστείο που δεν θα το μάθαινα, αλλά θα το χαιρόμουνα κι εγώ κι ας μην το ήξερες.
Και τώρα τι κάνουμε, ρε μεγάλε;
Πώς θα αντικρίσουμε τη μάνα σου, τον πατέρα σου, τα αδέρφια σου αύριο; Πώς θα σε συνοδέψουμε γαμπρό στα δεκάξι σου; Είναι πολύ νωρίς, ρε φίλε. Βιάστηκες...
Οι φίλοι σου, οι καθηγητές σου θα έρθουμε να σε ξεπροβοδίσουμε, θα προσπαθήσουμε να είμαστε δυνατοί, να σου πούμε το αντίο που σου αξίζει κι αν μπορείς να μας νιώσεις, αν μπορεί η ψυχούλα σου να νιώσει πόσο πόνο και πόση αγάπη παίρνει μαζί της, δώσε μας κουράγιο, στείλε μας δυνατή την ανάμνηση του γέλιου σου, κορόιδεψέ μας που τα έχουμε χάσει, φώναξέ μας: "Άντε ρε σεις, πλάκα σας κάνω, μη ψαρώνετε!"

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...