Ξεκίνησε για το σχολείο κρατώντας την πάνινη παλιότσαντα που είχε για σάκα και , όταν κόντευε να φτάσει, κάπως της ήρθε βαρύ να κλειστεί εκεί μέσα. Είχε μια καλή δασκάλα, που δεν έδερνε πολύ, μόνο ξεψείριαζε τα κεφάλια. Την έτρωγε το κεφάλι της τελευταία κι αν της εύρισκε ψείρες η δασκάλα, η μάνα της θα την κούρευε γουλί και θα της έβαζε πετρέλαιο. Προτιμούσε τη φαγούρα. Ήτανε Μάης, χαρά θεού, κάθισε έξω από ένα κελί μισογκρεμισμένο, άνοιξε την πετσέτα με το κολατσιό της. Λίγο παξιμάδι, λίγες ελιές και δυο ξερά σύκα. Έφαγε με όρεξη και ξάπλωσε στα χόρτα. Μάλλον την πήρε λίγο ο ύπνος, αλλά ξύπνησε από δυνατές αγορίστικες φωνές. «Ε, τι κάν’ς εδώ, ρε Αραπαντών’;» Την κορόιδευαν μ’ αυτό το παρατσούκλι γιατί ήταν μελαχρινή με σκούρο δέρμα, ενώ οι αδερφές της ήταν ξανθές γαλανομάτες, όπως η μάνα. Εκείνη ήταν το μόνο παιδί που έμοιαξε στον πατέρα. «Το ξέρ΄η μάνα σ΄πως δεν ήρθες στο σχολειό σήμερα; Ε, ρε ξύλο που θα φας! Θα μαυρίσεις κι άλλο!» «Να μη σε νοιάζ’, ρε ζαβό!» Φώναξε και έσπρωξε το μικρότερο αγόρι με δύναμη. Ήταν σβέλτη και δυνατή και γρήγορα βρέθηκε στη μισογκρεμισμένη σκεπή του κελιού. Τα αγόρια συνέχισαν να την κοροϊδεύουν, να βγάζουν τις γλώσσες και να «της κάνουν σαόνια». Τότε κι αυτή σήκωσε το φουστάνι της, μέριασε το βρακί και άρχισε να τους κατουράει. «Να κι εγώ τώρα ρε! Κατουρ΄μένους σας έχω! Και αν με ξανακοροϊδέψ΄τε, τ΄ν άλλη φορά θα σας χέσω!» Μετά έτρεξε πιο πολύ κι απ΄τους λαγούς που κυνηγούσε ο πατέρας της κι αυτά ούτε που τόλμησαν να την ακολουθήσουν.
Αυτή τη μέρα θυμότανε, δυο μήνες αργότερα που ανέβαινε στο Φανό μονάχη, με την ίδια παλιότσαντα του σχολειού γεμάτη με τα λίγα ρούχα της. Ο πατέρας της είχε κανονίσει με τους Ψάλτηδες να την πάρουν στην Αθήνα για υπηρέτρια και σε λίγο θα περνούσαν με το αυτοκίνητο για να πάνε μαζί στο βαπόρι. Ήταν έντεκα χρονώ, δεν πρόλαβε να τελειώσει το δημοτικό, μα δεν την ένοιαζε. Πολλά κορίτσια από το χωριό είχαν φύγει υπηρέτριες και κανείς δεν τις λυπόταν. Χόρταιναν φαΐ , δούλευαν μόνο στο σπίτι κι όχι στα χωράφια και στα ζώα, όπως όσες μένανε στο νησί. Και γύριζαν με το μπαούλο γεμάτο με ωραία ρούχα και παπούτσια, όταν ερχόταν η ώρα της παντρειάς. Μαθαίνανε νοικοκυριό, μαγείρεμα, βάζανε ωραία το τραπέζι, σερβίρανε επιδέξια, μέχρι δέντρο στολίζανε με τσιγαρόχαρτα και κουρελάκια.
Είχε ακούσει όμως πως μερικές τις πειράζανε τ΄αφεντικά, μια μάλιστα είχε σπιτωθεί με κάποιον και τον ανάγκασαν τα αδέρφια της να έρθει στο νησί να τη ζητήσει. Αυτός ήρθε, είδε τη φτώχεια, τα πολλά παιδιά, το σπίτι που είχε τον απόπατο πάνω από τη χοιρόκιλα, έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Αυτή δεν θ’ άφηνε κανέναν να την πειράξει, «θα του’ κανε το κεφάλ΄ να πίν’ οι κότες νερό», αν τολμούσε. Άλλωστε τα αφεντικά της ήταν τίμιοι άνθρωποι, εκείνος είχε ναυτιλιακό γραφείο και η κυρά της ήταν ταμίας στην τράπεζα και ήξεραν τους γονείς της, γι’ αυτό και την έδωσαν.
Χρόνια μετά όμως απορούσε, όταν έγινε κι εκείνη μάνα, πώς μπόρεσαν να αφήσουν έντεκα χρονώ παιδί να φύγει από το σπίτι του. Όταν γύρισε στο νησί και έφτιαξε το γάμο της, η μάνα της κατά το έθιμο, δεν την άφηνε καθόλου μόνη με τον γαμπρό. Μια μέρα που τον συνόδευσε ως την εξώπορτα, πήγε να τη φιλήσει κι εμφανίστηκε φάντης μπαστούνι η μάνα της. Μόλις έμειναν μόνες της φώναξε: «Τι με παραφυλάς; Τώρα σ΄ έπιασε ο πόνος; Τόσα χρόνια που ήμουνα στα ξένα χέρια ποιος με φύλαγε; Τι θες τώρα; Να σου κάνω το εξώγαμο να χαρείς;» Δεν τόλμησε να την παραφυλάξει ξανά. Μα πάντα αναρωτιότανε πώς την εμπιστεύτηκαν σε ξένους ανθρώπους. Κι αυτή η σκέψη την έκανε να νιώθει ακόμα πιο ευγνώμων για τα αφεντικά της, που της φέρθηκαν καλά, την πρόσεχαν, της είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη με τα λεφτά και με όλα. Ποτέ δεν την σήκωναν από το τραπέζι, όταν έτρωγε, ακόμα κι αν ήθελαν κάτι, και με τη βοήθεια της γριάς της μάνας του αφεντικού, κατάφερε να μπαρκάρει τα αδέρφια της και τον ξάδερφό της. Έπαιρνε η γιαγιά συνέχεια τηλέφωνο το γιο της στο ναυτιλιακό γραφείο και τον έτρωγε: «Να τον μπαρκάρεις, παιδί μου, έρχεται και την χασομεράει». Ο ξάδερφος της της είχε δείξει το χωνάκι: «Σήμερα είχα να πάρω στραγάλια, αύριο πώς θα τη βγάλω;» Εκείνη τότε έκοβε ένα κομματάκι από κάθε κεφτέ που είχε πλάσει να φτουρήσουν να του δώσει κάτι να φάει στα κρυφά.
Την πρώτη μέρα που έφτασε στο σπίτι στους Αμπελοκήπους, κουρέλι από το ταξίδι, πρώτη φορά με βαπόρι, κι έπεσε πάνω σε ένα κρεβάτι κατάχλωμη, μια γειτόνισσα είπε στην κυρά της: «Τι το φέρατε αυτό; Μια σταλιά, αδύνατο και χλωμό; Τι δουλειές μπορεί να κάνει; Θα βρείτε το μπελά σας!»
Μα, με το καλό φαΐ, την καθαριότητα και την καλοσύνη των αφεντικών της, πήρε επάνω της , δυνάμωσε και κατάφερνε να φέρνει βόλτα όλο το νοικοκυριό και να φροντίζει τη γριά και το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας, τη Μάρια. Μαζί μεγαλώσανε με τη Μάρια, παίζανε, κάνανε σκανταλιές. Θυμάται τη μέρα που κλείσανε τη γάτα μέσα και, όπως την κυνηγούσανε, έσπασε ένα σωρό πιατικά. «Εσύ με μεγάλωσες. Εσύ ήσουν η μάνα μου». Θα της έλεγε η Μάρια μετά από πολλά χρόνια στο νησί. Δεν κατάφερε να την ξαναβρεί από τότε, έχασε τα ίχνη της. Μα, δεν την ξέχασε. Η κόρη της ένιωθε πάντα πως κάπου είχε μια χαμένη αδερφή που όμως δεν ήθελε να τη γνωρίσει. Σαν να της είχε κλέψει κάτι από τη μάνα της, κάτι που ποτέ δεν θα είχε η ίδια.
Αυτή τη μάνα-παιδί που μπορούσε να γελάει με μια γάτα που σπάει τα πιάτα.