Saturday, December 23, 2023

Cyber Sex

 

Όταν πρωτομπήκε στο ίντερνετ, εκεί στα μισά της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, σκέφτηκε ότι είχε μια ωραία ευκαιρία να βελτιώσει τα φτωχά αγγλικά της, που τα έμαθε σχεδόν μόνη, αφού όταν ήταν μαθήτρια δεν υπήρχαν φροντιστήρια στον τόπο της και το σχολείο έδινε μόνο τα στοιχειώδη. Έμπαινε λοιπόν σε ξενόγλωσσους διαδικτυακούς τόπους, διάβαζε ό,τι την ενδιέφερε, αλλά η γλώσσα δεν θέλει μόνο διάβασμα. Στην αρχή σχολίαζε στα forum, απαντούσε σε σχόλια, προσπαθούσε να εμπλακεί σε συζητήσεις, που όμως κατέληγαν σε παράλληλους μονόλογους. Τότε είδε μια διαφήμιση για ένα σάιτ αλληλογραφίας. Είχε διεθνή εμβέλεια, πολλές γλώσσες, μεγάλη γκάμα θεμάτων. Διάλεγες τη γλώσσα, τα θέματα, έδινες μερικά βασικά στοιχεία σου και ήσουν μέλος. Δήλωσε αγγλικά, λογοτεχνία, φιλοσοφία, ιστορία και είχε τέτοια ανταπόκριση, που δεν προλάβαινε να απαντάει σε γράμματα. Πολύ γρήγορα περιορίστηκε σε δυο τρεις αλληλογράφους που έδειχναν να συνδυάζουν τρία βασικά πλεονεκτήματα: απλότητα, συντομία και ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο ένας από αυτούς ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας, ζούσε στις ΗΠΑ και από την αρχή δήλωσε λάτρης του Πλάτωνα και φάνηκε να τον γνωρίζει περισσότερο από την ίδια που τον δίδασκε στο Λύκειο. Χρειάστηκε να ανοίξει πανεπιστημιακά συγγράμματα, αξεσκόνιστα για δεκαετίες, πλατωνικούς διαλόγους και λεξικά αγγλικών για προχωρημένους, για να ανταποκριθεί στο επίπεδό του. Ούτε φοιτήτρια δεν είχε ρίξει τόσο διάβασμα και μάλλον αυτό πλήρωνε τώρα. Ντρεπόταν να μην κακοχαρακτηριστεί ως ελληνίδα φιλόλογος και έβαζε τα δυνατά της να τον εντυπωσιάσει. Κάθε φορά όμως με κάθε γράμμα του, ο πήχης ανέβαινε κι άλλο, έμπαιναν και σύγχρονοι φιλόσοφοι στη συζήτηση, για μερικούς μάλιστα είχε μεσάνυχτα. Τουλάχιστον γι’ αυτούς μπορούσε να μην φοβάται να δείξει μια σχετική άγνοια, δεν ήταν και φιλόσοφος η ίδια. Η αλληλογραφία αυτή κράτησε το υψηλό της επίπεδο για αρκετούς μήνες και ελάχιστες φορές μέσα σ’ αυτούς μίλησαν για προσωπικά θέματα. Της είχε πει ότι είχε οικογένεια, ήξερε ότι ήταν παντρεμένη, επίσης, και είχε παιδί. Γνώριζαν τον τόπο κατοικίας ο ένας του άλλου, μόνο που εκείνος έμενε στη Βοστόνη κι εκείνη σ’ ένα μικρό ελληνικό νησί. Ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό η ανισότητα αυτή. Ήταν κι η εποχή αθώα, ήταν και η ίδια λίγο αγαθιάρα, σημασία έχει πως κέρδισε απολύτως την εμπιστοσύνη της και του έδινε πληροφορίες για διακοπές στην Ελλάδα και γιατί όχι στο νησί της. 

Μια μέρα, που περίμενε να της έρθει μια ανάλυση για τον Επίκουρο που ήταν ο αγαπημένος της φιλόσοφος, και ακόνιζε τα δικά της εργαλεία για μια ακόμη ουσιαστική αντιπαράθεση ανάμεσα στον μεταφυσικό ιδεαλισμό του Πλάτωνα και στον γήινο ρεαλισμό του Επίκουρου, που έφερνε τη φιλοσοφία κοντά στον άνθρωπο αντί να τραβολογάει τον άνθρωπο για να τη φτάσει, ήρθε ένα αλλιώτικο γράμμα.

Ξεκίναγε όμορφα και καλά με μια ωραιότατη ανάλυση της επικούρειας αντίληψης για την ευδαιμονία, βάζοντας στο κέντρο της την ηδονή, αλλά πώς το πήγε από πού το έφερε, κατέληξε στην πρότασή του: Για να κατανοηθεί το εύρος της έννοιας, όφειλαν να επιδοθούν σε πρακτική εφαρμογή και ως πιο πρόσφορος τρόπος λόγω απόστασης κλπ προκρινόταν το  cyber sex! Της ήρθε σκοτοδίνη, αν και μόνο το ουσιαστικό αναγνώρισε. Το cyber δεν της έλεγε τίποτα. Ήταν αθώες εποχές, ήταν κι αυτή αγαθιάρα, είπαμε. Ψάχνοντας κατάλαβε πως ήταν ένας σύγχρονος τρόπος σεξουαλικής συνεύρεσης, μόνο που στην εποχή που μεγάλωσε εκείνη κάθε συνεύρεση χωρίς το συν αλλιώς λεγόταν. 

Αυτό που της έμεινε ήταν ότι ο σοβαρός φιλόσοφος της ζητούσε σεξ, έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να έχει προηγηθεί ο παραμικρός υπαινιγμός, χωρίς ποτέ να την έχει κάνει να νιώσει άβολα. Κάθε άλλο. Κέρδιζε όλο και πιο πολύ την εμπιστοσύνη της και ήταν έτοιμη να του προτείνει διακοπές στο νησί, με την οικογένειά του. Φανταζόταν τραπεζώματα, περιηγήσεις σε μουσεία και αξιοθέατα μ’ εκείνην ξεναγό, επάξια πρέσβειρα του ελληνισμού. 

Αν δεν υπήρχε το υπόλοιπο γράμμα με την φιλοσοφική ανάλυση, θα πίστευε ότι κάποιος χάκερ μπήκε στα μέιλ του ή πώς τον απήγαγαν εξωγήινοι στα μισά και έφεραν στη θέση του μια σεξομανή ρέπλικα.

Και τώρα τι κάνουμε; Δύσκολο και για την ίδια να κατανοήσει τώρα τον πανικό εκείνων των ημερών. Σήμερα θα του έστελνε ένα φιλοσοφικό καταχέρισμα και θα γελούσε με την περίπτωσή του. Τότε, καινούρια στο χώρο του διαδικτύου, σαν την Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος που παραμόνευε ο κακός ο λύκος, δεν γνώριζε τα όρια του κινδύνου και πόσο μακριά μπορεί να τρέξει ο λύκος να τη βρει. Κι αυτός ήξερε τη χώρα, το νησί, το επάγγελμά της, το μικρό της όνομα, την οικογενειακή της κατάσταση.

Μπήκε στο σάιτ, έσβησε το προφίλ της, κατάργησε το email της, έφτιαξε καινούριο και μίλησε στους δικούς της. Ευτυχώς την καθησύχασαν όλοι, ως πιο έμπειροι διαδικτυακά από την ίδια, αλλά όχι χωρίς μια κάπως κοροϊδευτική διάθεση, για την αθώα Κοκκινοσκουφίτσα που πίστεψε στο παραμύθι του λύκου που παρίστανε τον φιλόσοφο.

Πέρασε πολύς καιρός πάντως για να νιώσει ασφαλής ακόμα και στο νησί της και πολύ περισσότερο στον διαδικτυακό κόσμο.  Κι αυτό το «μακαρίως ζην» του αγαπημένου της Επίκουρου άργησε πολύ να ξαναγίνει δικό της.


Tuesday, November 28, 2023

Μάνα- παιδί



Ξεκίνησε για το σχολείο κρατώντας την πάνινη παλιότσαντα που είχε για σάκα και , όταν κόντευε να φτάσει, κάπως της ήρθε βαρύ να κλειστεί εκεί μέσα. Είχε μια καλή δασκάλα, που δεν έδερνε πολύ, μόνο ξεψείριαζε τα κεφάλια. Την έτρωγε το κεφάλι της τελευταία κι αν της εύρισκε ψείρες η δασκάλα, η μάνα της θα την κούρευε γουλί και θα της έβαζε πετρέλαιο. Προτιμούσε τη φαγούρα. Ήτανε Μάης, χαρά θεού, κάθισε έξω από ένα κελί μισογκρεμισμένο, άνοιξε την πετσέτα με το κολατσιό της. Λίγο παξιμάδι, λίγες ελιές και δυο ξερά σύκα. Έφαγε με όρεξη και ξάπλωσε στα χόρτα. Μάλλον την πήρε λίγο ο ύπνος, αλλά ξύπνησε από  δυνατές αγορίστικες φωνές. «Ε, τι κάν’ς εδώ, ρε Αραπαντών’;» Την κορόιδευαν μ’ αυτό το παρατσούκλι γιατί ήταν μελαχρινή με σκούρο δέρμα, ενώ οι αδερφές της ήταν ξανθές γαλανομάτες, όπως η μάνα. Εκείνη ήταν το μόνο παιδί που έμοιαξε στον πατέρα. «Το ξέρ΄η μάνα σ΄πως δεν ήρθες στο σχολειό σήμερα; Ε, ρε ξύλο που θα φας! Θα μαυρίσεις κι άλλο!» «Να μη σε νοιάζ’, ρε ζαβό!» Φώναξε και έσπρωξε το μικρότερο αγόρι με δύναμη. Ήταν σβέλτη και δυνατή και γρήγορα βρέθηκε στη μισογκρεμισμένη σκεπή του κελιού. Τα αγόρια συνέχισαν να την κοροϊδεύουν, να βγάζουν τις γλώσσες και να «της κάνουν σαόνια». Τότε κι αυτή σήκωσε το φουστάνι της, μέριασε το βρακί και άρχισε να τους κατουράει. «Να κι εγώ τώρα ρε! Κατουρ΄μένους σας έχω! Και αν με ξανακοροϊδέψ΄τε, τ΄ν άλλη φορά θα σας χέσω!» Μετά έτρεξε πιο πολύ κι απ΄τους λαγούς που κυνηγούσε ο πατέρας της κι αυτά ούτε που τόλμησαν να την ακολουθήσουν.

Αυτή τη μέρα θυμότανε, δυο μήνες αργότερα που ανέβαινε στο Φανό μονάχη, με την ίδια παλιότσαντα του σχολειού γεμάτη με τα λίγα ρούχα της. Ο πατέρας της είχε κανονίσει με τους Ψάλτηδες να την πάρουν στην Αθήνα για υπηρέτρια και σε λίγο θα περνούσαν με το αυτοκίνητο για να πάνε μαζί στο βαπόρι. Ήταν έντεκα χρονώ, δεν πρόλαβε να τελειώσει το δημοτικό, μα δεν την ένοιαζε. Πολλά κορίτσια από το χωριό είχαν φύγει υπηρέτριες και κανείς δεν τις λυπόταν. Χόρταιναν φαΐ , δούλευαν μόνο στο σπίτι κι όχι στα χωράφια και στα ζώα, όπως όσες μένανε στο νησί. Και γύριζαν με το μπαούλο γεμάτο με ωραία ρούχα και παπούτσια, όταν ερχόταν η ώρα της παντρειάς. Μαθαίνανε νοικοκυριό, μαγείρεμα, βάζανε ωραία το τραπέζι, σερβίρανε επιδέξια, μέχρι δέντρο στολίζανε με τσιγαρόχαρτα και κουρελάκια.

Είχε ακούσει όμως πως μερικές τις πειράζανε τ΄αφεντικά, μια μάλιστα είχε σπιτωθεί με κάποιον και τον ανάγκασαν τα αδέρφια της να έρθει στο νησί να τη ζητήσει. Αυτός ήρθε, είδε τη φτώχεια, τα πολλά παιδιά, το σπίτι που είχε τον απόπατο πάνω από τη χοιρόκιλα, έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ.

Αυτή δεν θ’ άφηνε κανέναν να την πειράξει, «θα του’ κανε το κεφάλ΄ να πίν’ οι κότες νερό», αν τολμούσε. Άλλωστε τα αφεντικά της ήταν τίμιοι άνθρωποι, εκείνος είχε ναυτιλιακό γραφείο και η κυρά της ήταν ταμίας στην τράπεζα και ήξεραν τους γονείς της, γι’ αυτό και την έδωσαν.

Χρόνια μετά όμως απορούσε, όταν έγινε κι εκείνη μάνα, πώς μπόρεσαν να αφήσουν έντεκα χρονώ παιδί να φύγει από το σπίτι του. Όταν γύρισε στο νησί και έφτιαξε το γάμο της, η μάνα της κατά το έθιμο, δεν την άφηνε καθόλου μόνη με τον γαμπρό. Μια μέρα που τον συνόδευσε ως την εξώπορτα, πήγε να τη φιλήσει κι εμφανίστηκε φάντης μπαστούνι η μάνα της. Μόλις έμειναν μόνες της φώναξε: «Τι με παραφυλάς; Τώρα σ΄ έπιασε ο πόνος; Τόσα χρόνια που ήμουνα στα ξένα χέρια ποιος με φύλαγε; Τι θες τώρα; Να σου κάνω το εξώγαμο να χαρείς;» Δεν τόλμησε να την παραφυλάξει ξανά. Μα πάντα αναρωτιότανε πώς την εμπιστεύτηκαν σε ξένους ανθρώπους. Κι αυτή η σκέψη την έκανε να νιώθει ακόμα πιο ευγνώμων για τα αφεντικά της, που της φέρθηκαν καλά, την πρόσεχαν, της είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη με τα λεφτά και με όλα. Ποτέ δεν την σήκωναν από το τραπέζι, όταν έτρωγε, ακόμα κι αν ήθελαν κάτι, και με τη βοήθεια της γριάς της μάνας του αφεντικού, κατάφερε να μπαρκάρει τα αδέρφια της και τον ξάδερφό της. Έπαιρνε η γιαγιά συνέχεια τηλέφωνο το γιο της στο ναυτιλιακό γραφείο και τον έτρωγε: «Να τον μπαρκάρεις, παιδί μου, έρχεται και την χασομεράει». Ο ξάδερφος της της είχε δείξει το χωνάκι: «Σήμερα είχα να πάρω στραγάλια, αύριο πώς θα τη βγάλω;» Εκείνη τότε έκοβε ένα κομματάκι από κάθε κεφτέ που είχε πλάσει να φτουρήσουν να του δώσει κάτι να φάει στα κρυφά.

Την πρώτη μέρα που έφτασε στο σπίτι στους Αμπελοκήπους, κουρέλι από το ταξίδι, πρώτη φορά με βαπόρι, κι έπεσε πάνω σε ένα κρεβάτι κατάχλωμη, μια γειτόνισσα είπε στην κυρά της: «Τι το φέρατε αυτό; Μια σταλιά, αδύνατο και χλωμό; Τι δουλειές μπορεί να κάνει; Θα βρείτε το μπελά σας!»

Μα, με το καλό φαΐ, την καθαριότητα και την καλοσύνη των αφεντικών της, πήρε επάνω της , δυνάμωσε και κατάφερνε να φέρνει βόλτα όλο το νοικοκυριό και να φροντίζει τη γριά και το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας, τη Μάρια. Μαζί μεγαλώσανε με τη Μάρια, παίζανε, κάνανε σκανταλιές. Θυμάται τη μέρα που κλείσανε τη γάτα μέσα και, όπως την κυνηγούσανε, έσπασε ένα σωρό πιατικά. «Εσύ με μεγάλωσες. Εσύ ήσουν η μάνα μου». Θα της έλεγε η Μάρια μετά από πολλά χρόνια στο νησί. Δεν κατάφερε να την ξαναβρεί από τότε, έχασε τα ίχνη της. Μα, δεν την ξέχασε. Η κόρη της ένιωθε πάντα πως κάπου είχε μια χαμένη αδερφή που όμως δεν ήθελε να τη γνωρίσει. Σαν να της είχε κλέψει κάτι από τη μάνα της, κάτι που ποτέ δεν θα είχε η ίδια.

 Αυτή τη μάνα-παιδί που μπορούσε να γελάει με μια γάτα που σπάει τα πιάτα.

 

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...