Πηγαίναμε σχολείο στο Γιαλό με τα πόδια από την Αλαμανιά, το χωριό μας. Πέντε έξι παιδιά με τις σάκκες στην πλάτη και τα καλαθάκια με το φαΐ μας στο χέρι. Μια ώρα δρόμος και περισσότερο. Κοντεύαμε να φτάσουμε, ήμασταν λίγο πριν του Σκαρφαλέκου το σπίτι, όταν συναντήσαμε έναν άντρα καβάλα σε μουλάρι που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν γνωστός μας, αλλά δεν θυμάμαι ποιος ήταν. "Πού πάτε; Γυρίστε πίσω. Δεν έχετε σχολείο σήμερα!" Ήταν το πιο καλό νέο που μπορούσε να ακουστεί. Δεν είχαμε σχολείο! Πολύ σπάνια τότε συνέβαινε αυτό. Κάναμε μάθημα και τα Σάββατα και ούτε την Κυριακή δεν γλιτώναμε, ούτε εμείς οι μακρινοί, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Μια μέρα δική μας, έστω κι αν έπρεπε να γυρίσουμε αμέσως πίσω άλλη μια ώρα δρόμο. Ποιος τα υπολόγιζε αυτά μπροστά στη λύτρωση από το ανυπόφορο σχολείο, έστω για μια μέρα.
Πού να ξέραμε τι μαύρη μέρα ήταν αυτή για την πατρίδα μας, πόσοι άνθρωποι θα πλήρωναν ακριβά τη μικρή δική μας χαρά.
Η συνάντησή μας με την ιστορία ήταν ένα από τα πρώτα μεγάλα ψέματα που θα καθόριζαν τη ζωή μας.
Η επανάσταση, που κανείς εκτός από τους χουντικούς δεν την έλεγε έτσι, δεν ξεγέλασε όμως τον πεθερό μου που ξύπνησε τα παιδιά του σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι με το: "ξυπνήστε, έχουμε πόλεμο"!
Η γενιά του ήξερε τι είδους επαναστάσεις είναι αυτές που γίνονται χαράματα από το στρατό.
Θα μάθαινα κι εγώ, μόλις γύριζα σπίτι καταχαρούμενη και άκουγα τον δικό μου πατέρα θυμωμένο να μου λέει: "Χούντα έχουμε μη χαίρεσαι!"