Όπως οι γονείς μπορούν να μαλώνουν τα παιδιά τους και να τους καταλογίζουν τα μύρια όσα, αλλά μόλις πάει ένας άλλος να κάνει το ίδιο, εναντιώνονται και τα υπερασπίζουν σθεναρά, έτσι γίνεται και με τους τόπους. Εμείς οι ντόπιοι μπορούμε να μιλάμε για τα στραβά μας, αλλά μην παίρνετε θάρρος οι υπόλοιποι, δεν θα μας αρέσει να μας μιμείστε. Έχω ακούσει τόσα πολλά για μας τους Ανδριώτες, από τόσο πολλούς, που νομίζω ότι μπορώ λιγάκι, σαν εκείνους τους γονείς που λέγαμε, να μας υπερασπιστώ κι εγώ. Δεν θα αναφερθώ στα θετικά, ας μη βλογάμε τα γένια μας, άλλωστε τα αρνητικά, όπως οι αντιήρωες στο σινεμά, έχουν το ενδιαφέρον.
Το πιο γνωστό ψεγάδι που μας βρίσκουν και το ακούω πολλά χρόνια, από τότε σχεδόν που έφυγα από το νησί μου για σπουδές, είναι ότι είμαστε αφιλόξενοι. Πάντα αναρωτιόμουν πώς γίνεται να έχεις κοιμηθεί για πολλά καλοκαίρια σε μισό καναπέ για να φιλοξενήσεις ανθρώπους, να έχεις μόνιμα στρωμένο τραπέζι για επισκέπτες, να μοιράζεις τα αγαθά που παράγεις σε γνωστούς και λιγότερο γνωστούς και να είσαι αφιλόξενος; Θυμάμαι στο πατρικό μου να μπαίνουν ακόμα και οι τσιγγάνοι για νερό και γλυκό (άλλο που μετά τα ποτήρια θεωρούνταν εστία μόλυνσης), ξένοι τουρίστες που ξεστράτισαν στα χωριά της..άγονης γραμμής και, ενώ κατά βάθος φοβόμασταν ότι είναι μανιακοί δολοφόνοι και θα βγάλουν όπου να 'ναι το όπλο να μας πυροβολήσουν, δεν ξέραμε τι να τους πρωτοκεράσουμε. Και μετά ήρθαν οι ξένοι εργάτες που η μάνα μου τους φροντίζει σαν να είναι παιδιά της, γιατί "δουλεύουνε σκληρά τα καημένα" και αν εκτιμάμε κάτι εμείς οι Ανδριώτες είναι αυτούς που δουλεύουν σκληρά. Δεν ξέρω τι γίνεται σε κάθε αντριώτικο σπίτι, αλλά, απ' όσο ξέρω το χωριό μου και την περιοχή μου, σίγουρα δεν είμαστε η εξαίρεση!
Τότε γιατί; Αν δεχθούμε ότι δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, κάτι θα έχει φταίξει για να μας μείνει αυτή η ρετσινιά. Από ποιους άραγε; Προφανώς από τους επισκέπτες, Αθηναίους κυρίως, που έρχονται στο νησί και ασφαλώς μας συγκρίνουν με άλλους κατοίκους νησιών που επισκέπτονται. Σίγουρα οι Ανδριώτες παραδοσιακά δεν έμοιαζαν με κανέναν άλλο νησιώτικο πληθυσμό, γιατί δεν περίμεναν να ζήσουν από τον τουρισμό. Ζούσαν από τη ναυτιλία και τη μετανάστευση και συμπλήρωναν τη διατροφή τους και το εισόδημά τους με την υποτυπώδη γεωργία και κτηνοτροφία. Σε εποχές που στα γειτονικά νησιά αναπτυσσόταν η κουλτούρα του μαζικού τουρισμού, εμείς όχι μόνο δεν ενδιαφερόμασταν, αλλά υποτιμούσαμε κιόλας αυτόν τον τρόπο βιοπορισμού. Εμείς ταξιδεύαμε αναγκαστικά σε όλο τον κόσμο, αφήναμε την οικογένειά μας πίσω και έτσι το ταξίδι έγινε για όλους-ταξιδευτές και Πηνελόπες- κάτι αρνητικό, . "Τι θέλουνε αυτοί και δεν κάθονται σπίτια τους;" Αυτό κατά βάθος είναι το βασανιστικό ερώτημα που δεν άφησε ποτέ τους Ανδριώτες να συντονιστούν απόλυτα με το ρεύμα της τουριστικής αξιοποίησης. Κάτι που το πληρώσαμε ακριβά, αφού δεν μπορέσαμε ούτε τον πληθυσμό μας να κρατήσουμε ούτε να έχουμε βιώσιμη οικονομία και θέσεις απασχόλησης για τους νέους που θέλουν να ζήσουν εδώ. Αλλάζουν βέβαια πολλά, ευτυχώς, σ' αυτόν τον τομέα τα τελευταία χρόνια, αλλά η νοοτροπία, όπως ξέρουμε, αλλάζει πιο δύσκολα.
Μαζί με τον παραπάνω χαρακτηρισμό, ακούγεται συχνά ότι είμαστε πολύ "κλειστή κοινωνία" και δεν ανοίγουμε ούτε τις πόρτες, ούτε τα στόματα, ούτε τις καρδιές μας εύκολα για τον άλλο. Τον άλλο, όχι μόνο ως επισκέπτη, αλλά και ως προσωρινό κάτοικο, υπάλληλο, ακόμα και συγγενή εξ αγχιστείας που ήρθε από αλλού, ακόμα και για τον ντόπιο που δεν ανήκει στον συγγενικό και φιλικό μας κύκλο ή στους συγχωριανούς μας με τη στενή έννοια. Πολλοί λένε ότι αυτό οφείλεται στο ότι είμαστε ναυτικό νησί και λόγω της απουσίας των ανδρών, η κοινωνία δρώντας προστατευτικά για τις ακέφαλες οικογένειες, έκλεινε τις πόρτες της. Δεν ξέρω, ίσως αυτό να είναι μια εξήγηση, αν υπάρχει για τόσο σύνθετα και βαθιά ζητήματα μια ευλογοφανής και μονοδιάστατη εξήγηση. Πάντως είναι δύσκολο να την βρεις αν είσαι μέσα σ' αυτή την κοινωνία από τον καιρό που γεννήθηκες. Και αν δεν είχα ζήσει για τρία χρόνια σε ένα άλλο, πιο μικρό νησί, δεν θα καταλάβαινα ποτέ αυτή την ιδιαιτερότητα. Πολύ μου άρεσε εκεί αυτή η ανοιχτωσιά των ανθρώπων, η ευκολία με την οποία σου μίλαγαν, σε καλούσαν σπίτι τους, σου έλεγαν τα βάσανά τους, μπαινόβγαιναν σπίτι σου με μια άνεση, άφηναν τα παιδιά τους να έρχονται όποτε θέλουν και δέχονταν όλη την ώρα το δικό σου. Πολύ το ζήλεψα αυτό, μα δεν είμαστε έτσι εμείς. Κρατάμε πολλά κρυμμένα, δεν θέλουμε να μας βρουν ασυγύριστους, να μάθουν ότι δεν έχουμε λεφτά ή ότι είμαστε άρρωστοι ή ότι καυγαδίζουμε μεταξύ μας στο σπίτι. Ακόμα και τώρα μ' αυτή την κρίση, υπάρχει μια εικόνα επίπλαστης ευημερίας, που πολύ απέχει από την πραγματικότητα και πρέπει να φτάσει ο άλλος στην πενία για να τον πάρει χαμπάρι ένας γείτονας να στείλει βοήθεια. Σε όσους λοιπόν μας το καταλογίζουν αυτό, θα έλεγα ότι έχουν δίκιο, αλλά ας μην πυροβολούν, γιατί εμείς το πληρώνουμε πολύ ακριβά αυτό το στοιχείο της ιδιοπροσωπίας μας και δεν είναι ξενοφοβία ή ελιτισμός κάποιου είδους. Κι αν δεν το προσωποποιήσουν και επιμείνουν, θα δουν ότι αν ένα αντριώτικο σπίτι ή μια καρδιά ανοίξουν, είναι για τα καλά και χωρίς υστερόβουλες προθέσεις.
Μας προσάπτουν επίσης πολλές φορές ότι είμαστε υποκριτές, δεν λέμε ποτέ τη γνώμη μας, θέλουμε να τα έχουμε καλά με όλους και ανεχόμαστε πολλά. Έχω τη βεβαιότητα ότι όποιοι τα λένε αυτά δεν έχουν ζήσει ποτέ μέχρι την εποχή που ήρθαν να μείνουν εδώ, σε πόλη μικρότερη των 20.000 κατοίκων. Εδώ είμαστε δεν είμαστε 10.000 όλοι κι όλοι. Και είναι τόσος ο γεωγραφικός και επομένως ο κοινωνικός κατακερματισμός του νησιού ( 3 περιοχές-νησιά, το κάθε νησί έχει ένα σωρό χωριά και πάει λέγοντας) που ο καθένας μας δεν έρχεται σε καθημερινή επαφή με περισσότερους από 100 ανθρώπους, μακάρι και να είναι μαγαζάτορας ή οδηγός λεωφορείου. Αυτούς τους εκατό ανθρώπους λοιπόν, τους συγγενείς, τους συγχωριανούς, τους φίλους του, τους πελάτες του, δεν μπορεί να τους πυροβολεί κάθε λίγο και λιγάκι για κάτι που είπαν ή που έκαναν και δεν του άρεσε ή για κάτι που έμαθε ότι είπαν και έκαναν. Αυτό δεν είναι αντριώτικο χούι είναι η μοίρα κάθε μικρού τόπου που θέλει να διατηρήσει τη συνοχή του, για να επιβιώσει. Κι αν όμως δεχτούμε ότι...το παρακάνουμε σ' αυτό το θέμα, ας δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς καταφέραμε και δεν διχαστήκαμε όπως άλλοι τόποι, με εμφύλιους και πολιτικά πάθη; Πώς και δεν έχουμε συγγενείς ξεγραμμένους για τα πολιτικά, προδοσίες, και κατατρεγμούς; Προσωπικό παράδειγμα πάλι: μέσα σε μια οικογένεια δεξιά και βασιλικιά, του παππού μου, ήρθε ο "κουκουές" πατέρας μου και όχι μόνο δεν είχε πρόβλημα να τον δεχτούν εξαρχής για γαμπρό τους, αλλά έπεσε και απαγόρευση από τον παππού μου στους γιους του να μιλάνε πολιτικά και να στενοχωράνε τον γαμπρό του. Η στάση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια μου και, όταν το '81 βγήκε το ΠΑΣΟΚ, η μάνα μου μας απαγόρευσε κάθε πανηγυρισμό για να μη στενοχωρέσουμε τους θείους μας. Αυτός ο...μικροαστισμός, όπως τον έβλεπα στα 18, είναι η άλλη όψη της ανεκτικότητας της ανδριώτικης κοινωνίας.
Τελευταίος χαρακτηρισμός που έχω ακούσει είναι ότι είμαστε...σφιχτοχέρηδες. Δεν ξοδεύουμε για πολυτελείς ανάγκες: ταξίδια, εξόδους, πολυτελή αγαθά και διασκεδάσεις. Αληθεύει απόλυτα. Η παράδοση της Άνδρου είναι η γυναικεία διαχείριση του νοικοκυριού. Οι γυναίκες των ναυτικών ή των μεταναστών όφειλαν να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τον ιδρώτα των ανδρών τους και να εξασφαλίσουν την επιβίωση και προκοπή της οικογένειας. Αυτό έχτισε περιουσίες που έγιναν με μόχθο κι όχι με εύκολο χρήμα, κομπίνες και πελατειακές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα, και μας κρατάει ακόμα στην κρίση, όσο μας κρατάει. Μακάρι και οι νεότερες γενιές να διδαχθούν κάτι από τη λιτότητα και την αυτάρκεια των προγόνων μας, αντί να γίνονται θύματα ενός καταναλωτισμού, που εκτός από βλαβερός, πλέον δεν είναι και εφικτός.
Αυτές οι σκέψεις ας είναι μια μικρή συμβολή στην κατάκτηση της αυτογνωσίας μας, γιατί τη χρειαζόμαστε τώρα που αρχίζουμε να βηματίζουμε δειλά προς τα εμπρός με ελπιδοφόρα βήματα (Φεστιβάλ Άνδρου, Τοπικά Προϊόντα, Μονοπάτια κλπ).
Τελευταίος χαρακτηρισμός που έχω ακούσει είναι ότι είμαστε...σφιχτοχέρηδες. Δεν ξοδεύουμε για πολυτελείς ανάγκες: ταξίδια, εξόδους, πολυτελή αγαθά και διασκεδάσεις. Αληθεύει απόλυτα. Η παράδοση της Άνδρου είναι η γυναικεία διαχείριση του νοικοκυριού. Οι γυναίκες των ναυτικών ή των μεταναστών όφειλαν να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τον ιδρώτα των ανδρών τους και να εξασφαλίσουν την επιβίωση και προκοπή της οικογένειας. Αυτό έχτισε περιουσίες που έγιναν με μόχθο κι όχι με εύκολο χρήμα, κομπίνες και πελατειακές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα, και μας κρατάει ακόμα στην κρίση, όσο μας κρατάει. Μακάρι και οι νεότερες γενιές να διδαχθούν κάτι από τη λιτότητα και την αυτάρκεια των προγόνων μας, αντί να γίνονται θύματα ενός καταναλωτισμού, που εκτός από βλαβερός, πλέον δεν είναι και εφικτός.
Αυτές οι σκέψεις ας είναι μια μικρή συμβολή στην κατάκτηση της αυτογνωσίας μας, γιατί τη χρειαζόμαστε τώρα που αρχίζουμε να βηματίζουμε δειλά προς τα εμπρός με ελπιδοφόρα βήματα (Φεστιβάλ Άνδρου, Τοπικά Προϊόντα, Μονοπάτια κλπ).