Η φωτογραφία από το μπλοκ της Άννας Βούλγαρη http://androslivadia.blogspot.gr/2013/02/blog-post_10.html |
Αν και δεν ανήκω ηλικιακά στη γενιά που μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση, όμως, ζώντας σε ένα μικρό χωριό που δεν είχε ρεύμα μέχρι το 1977 που έφυγα κι εγώ για σπουδές στην Αθήνα, έζησα την παιδική μου ηλικία όπως η προηγούμενη γενιά, οπότε είμαι ενδιαφέρουσα περίπτωση προς καταγραφή. Οι συνομήλικοί μου είχαν ήδη μαγευτεί από το νέο φρούτο που εμφανίστηκε μέσα στη Χούντα και άρχισε να αλλάζει ραγδαία και τη ζωή των Ελλήνων. Στο σχολείο συζητούσαν για τα σίριαλ και τις ελληνικές ταινίες που έβλεπαν και δεν θυμάμαι να τους ζηλεύαμε, γιατί ήταν κάτι εντελώς έξω από τη δική μας καθημερινότητα ένας άγνωστος και μακρινός κόσμος.
Εμείς είχαμε το μυαλό στο παιχνίδι. Παίζαμε από το πρωί ως το βράδυ. Μόνο με ελάχιστα παιχνίδια και πολλά υλικά που βρίσκαμε γύρω μας και με τη φαντασία μας γίνονταν κούκλες, κουζινικά, όπλα, εργαλεία.
Εμείς είχαμε το μυαλό στο παιχνίδι. Παίζαμε από το πρωί ως το βράδυ. Μόνο με ελάχιστα παιχνίδια και πολλά υλικά που βρίσκαμε γύρω μας και με τη φαντασία μας γίνονταν κούκλες, κουζινικά, όπλα, εργαλεία.
Δυο καλάμια, για παράδειγμα, έκαναν ένα μεγάλο λεωφορείο. Ο οδηγός τα κράταγε μπροστά και ο εισπράκτορας πίσω. Πλήρωνες με πετραδάκια, έμπαινες μέσα από την...πίσω πόρτα, ο οδηγός έτρεχε και μαζί του τρέχανε κι οι επιβάτες. Ακόμα και ατυχήματα προκαλούσε ο τρελός οδηγός,με όλους τους επιβάτες να πέφτουν από το αναποδογυρισμένο λεωφορείο.
Μια φορά πάλι που ένας είδε τηλεόραση κάπου αλλού, ήρθε και μας έδειξε πώς ήταν. Τότε την κάναμε κι αυτήν παιχνίδι: Βρήκαμε ένα ξύλινο πορτάκι στο περιβόλι της γιαγιάς μου, οι μισοί μπαίναμε μέσα και φτιάχναμε εκπομπές, τραγούδια, σκηνές από ταινίες, διαφημίσεις. Οι υπόλοιποι ήταν θεατές και κάθονταν στις πεζούλες απέναντι από το πορτάκι.
Παίζαμε ακόμα και στο δρόμο από το σχολείο στο σπίτι, που από μια ώρα τον κάναμε σε τρεις και νυχτωνόμασταν ,με αποτέλεσμα να έρχονται οι γονείς έξω φρενών να μας μαζέψουν και να μας τιμωρήσουν μετά. Ακόμα και στη διαδρομή προς το σχολείο βρίσκαμε τρόπους να παίζουμε με λιγότερο χασομέρι, φυσικά. Περνούσαμε με τις γαλότσες μέσα από το ποτάμι και κάναμε τα πλοία, υπερωκεάνεια οι ψηλές, καΐκια οι πιο κοντές. Είχαμε και...θρόνους των θεών. Κάτι καθίσματα στα βράχια που τρέχαμε να προλάβουμε τα καλύτερα, του Δία, της Ήρας, της Αθηνάς. Δεν προλάβαινα ποτέ του Δία φυσικά.
Το απίστευτο είναι ότι δεν θυμάμαι να διαβάζουμε. Δεν ξέραμε, σχεδόν τελειώνοντας το δημοτικό τι είναι διάβασμα. Στο σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία, ούτε εφημερίδες ή περιοδικά και τα ελάχιστα που έφταναν στο χωριό ήταν συνήθως περιτυλίγματα παλιά. Μια φορά κάποιος έφερε ένα κόμικ και ήταν το πιο όμορφο πράγμα που έχω διαβάσει ποτέ. Το μόνο που κάναμε ήταν να γράφουμε. Αντιγραφές, ημερολόγια, εκθέσεις, ασκήσεις, όλα τα είχε το πρόγραμμα. Έτσι, μάθαμε να λειτουργούμε...χειρωνακτικά ως μαθητές και ...να κουράζουμε λιγότερο το μυαλό μας. Όταν πήγαμε γυμνάσιο φυσικά τα βρήκαμε σκούρα, τουλάχιστον στην αρχή και αρκετά παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη και δεν συνέχιζαν.
Η καθημερινότητά μας στην προ τηλεόρασης εποχή, εκτός από σχολείο και παιχνίδι είχε και πολλές δουλειές. Βοηθούσαμε στο σπίτι τα κορίτσια, στα χωράφια και στα ζώα τα αγόρια και όλοι μαζί στα χοιροσφάγια, στις ελιές, στον τρύγο, στα αμύγδαλα και στα σύκα.
Δεν ήταν παιδοκεντρική η κοινωνία μας. Δεν μας έβαζε σε ένα θρόνο να μας υπηρετούν όλοι οι άλλοι. Δεν φοβούνταν να μας τιμωρήσουν ή να μας τις βρέξουν αν κάναμε σκανταλιές. Δεν μας έδιναν το πρώτο θεωρείο στις συγκεντρώσεις των μεγάλων. Μας έβαζαν να φάμε στις κουζίνες και όχι στη σάλα με τους μεγάλους. Ούτε μπορούσαμε να συμμετέχουμε στις συζητήσεις τους επί ίσοις όροις. Ξέραμε καλά ότι οι όροι ήταν άνισοι για μας, αλλά καθόλου δεν μας ενοχλούσε αυτό.
Είχαμε το δικό μας κόσμο μέσα στον κόσμο των μεγάλων κι ας ήταν μερικές φορές κάτω από το τραπέζι. Εκεί που στα χοιροσφάγια σκάγαμε τη φούσκα ή παίζαμε με το γάιδαρο- τη μασέλα του χοίρου ή ετοιμάζαμε νυχτερινές εξορμήσεις να πιάσουμε κομπογιάννηδες.
Χωρίς τη μαγική εστία που δημιούργησε η τηλεόραση, κεντρική θέση στη ζωή μας είχε το τραπέζι. Οικογενειακό, συγγενικό, όλων των συγχωριανών, ανάλογα με την περίσταση. Πάνω του μπορούσαν να υπάρχουν τα ελάχιστα, τα βρισκούμενα όπως λέγαμε, ή η αφθονία στα χοιροσφάγια και στις γιορτές, αλλά ποτέ δεν έλειπε η καλή διάθεση και το κέφι. Μπορούσε να γίνει γλέντι με το τίποτα, δυο ελιές, δυο λουκάνικα, ένα λαγήνι κρασί.
Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος μόνος σε έναν καναπέ να κοιτάει τα ντουβάρια. Ή δουλειά θα έκανε ή παρέα και κουβέντα ή θα έβγαινε να πάει για δουλειά ή επίσκεψη.
Υπήρξα μάρτυρας αυτόπτης αυτής της αλλαγής που συντελέστηκε με τον ερχομό της τηλεόρασης.
Στην αρχή, συνεχίζαμε την κοινωνική ζωή όπως ξέραμε. Κάθε μέρα επισκέψεις, βεγγέρες τα βράδια. Όλο και πιο πολύ όμως έμενε ανοιχτή η συσκευή, όλο και πιο συχνά κάποιος έστηνε αυτί να παρακολουθήσει τα νέα ή τη συνέχεια του σίριαλ, όλο και πιο συχνά κάποιος προτιμούσε να μένει απέναντι στη μικρή οθόνη αντί να πάει βεγγέρα. Όλο και λιγόστευαν οι συζητήσεις, οι παρέες, τα παιχνίδια των παιδιών.
Παίζαμε ακόμα και στο δρόμο από το σχολείο στο σπίτι, που από μια ώρα τον κάναμε σε τρεις και νυχτωνόμασταν ,με αποτέλεσμα να έρχονται οι γονείς έξω φρενών να μας μαζέψουν και να μας τιμωρήσουν μετά. Ακόμα και στη διαδρομή προς το σχολείο βρίσκαμε τρόπους να παίζουμε με λιγότερο χασομέρι, φυσικά. Περνούσαμε με τις γαλότσες μέσα από το ποτάμι και κάναμε τα πλοία, υπερωκεάνεια οι ψηλές, καΐκια οι πιο κοντές. Είχαμε και...θρόνους των θεών. Κάτι καθίσματα στα βράχια που τρέχαμε να προλάβουμε τα καλύτερα, του Δία, της Ήρας, της Αθηνάς. Δεν προλάβαινα ποτέ του Δία φυσικά.
Το απίστευτο είναι ότι δεν θυμάμαι να διαβάζουμε. Δεν ξέραμε, σχεδόν τελειώνοντας το δημοτικό τι είναι διάβασμα. Στο σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία, ούτε εφημερίδες ή περιοδικά και τα ελάχιστα που έφταναν στο χωριό ήταν συνήθως περιτυλίγματα παλιά. Μια φορά κάποιος έφερε ένα κόμικ και ήταν το πιο όμορφο πράγμα που έχω διαβάσει ποτέ. Το μόνο που κάναμε ήταν να γράφουμε. Αντιγραφές, ημερολόγια, εκθέσεις, ασκήσεις, όλα τα είχε το πρόγραμμα. Έτσι, μάθαμε να λειτουργούμε...χειρωνακτικά ως μαθητές και ...να κουράζουμε λιγότερο το μυαλό μας. Όταν πήγαμε γυμνάσιο φυσικά τα βρήκαμε σκούρα, τουλάχιστον στην αρχή και αρκετά παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη και δεν συνέχιζαν.
Η καθημερινότητά μας στην προ τηλεόρασης εποχή, εκτός από σχολείο και παιχνίδι είχε και πολλές δουλειές. Βοηθούσαμε στο σπίτι τα κορίτσια, στα χωράφια και στα ζώα τα αγόρια και όλοι μαζί στα χοιροσφάγια, στις ελιές, στον τρύγο, στα αμύγδαλα και στα σύκα.
Δεν ήταν παιδοκεντρική η κοινωνία μας. Δεν μας έβαζε σε ένα θρόνο να μας υπηρετούν όλοι οι άλλοι. Δεν φοβούνταν να μας τιμωρήσουν ή να μας τις βρέξουν αν κάναμε σκανταλιές. Δεν μας έδιναν το πρώτο θεωρείο στις συγκεντρώσεις των μεγάλων. Μας έβαζαν να φάμε στις κουζίνες και όχι στη σάλα με τους μεγάλους. Ούτε μπορούσαμε να συμμετέχουμε στις συζητήσεις τους επί ίσοις όροις. Ξέραμε καλά ότι οι όροι ήταν άνισοι για μας, αλλά καθόλου δεν μας ενοχλούσε αυτό.
Είχαμε το δικό μας κόσμο μέσα στον κόσμο των μεγάλων κι ας ήταν μερικές φορές κάτω από το τραπέζι. Εκεί που στα χοιροσφάγια σκάγαμε τη φούσκα ή παίζαμε με το γάιδαρο- τη μασέλα του χοίρου ή ετοιμάζαμε νυχτερινές εξορμήσεις να πιάσουμε κομπογιάννηδες.
Χωρίς τη μαγική εστία που δημιούργησε η τηλεόραση, κεντρική θέση στη ζωή μας είχε το τραπέζι. Οικογενειακό, συγγενικό, όλων των συγχωριανών, ανάλογα με την περίσταση. Πάνω του μπορούσαν να υπάρχουν τα ελάχιστα, τα βρισκούμενα όπως λέγαμε, ή η αφθονία στα χοιροσφάγια και στις γιορτές, αλλά ποτέ δεν έλειπε η καλή διάθεση και το κέφι. Μπορούσε να γίνει γλέντι με το τίποτα, δυο ελιές, δυο λουκάνικα, ένα λαγήνι κρασί.
Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος μόνος σε έναν καναπέ να κοιτάει τα ντουβάρια. Ή δουλειά θα έκανε ή παρέα και κουβέντα ή θα έβγαινε να πάει για δουλειά ή επίσκεψη.
Υπήρξα μάρτυρας αυτόπτης αυτής της αλλαγής που συντελέστηκε με τον ερχομό της τηλεόρασης.
Στην αρχή, συνεχίζαμε την κοινωνική ζωή όπως ξέραμε. Κάθε μέρα επισκέψεις, βεγγέρες τα βράδια. Όλο και πιο πολύ όμως έμενε ανοιχτή η συσκευή, όλο και πιο συχνά κάποιος έστηνε αυτί να παρακολουθήσει τα νέα ή τη συνέχεια του σίριαλ, όλο και πιο συχνά κάποιος προτιμούσε να μένει απέναντι στη μικρή οθόνη αντί να πάει βεγγέρα. Όλο και λιγόστευαν οι συζητήσεις, οι παρέες, τα παιχνίδια των παιδιών.
Σιγά σιγά όμως βρέθηκε μια καινούρια ισορροπία, δεν χάθηκε ολωσδιόλου φυσικά η κοινωνική ζωή, ούτε τα παιδιά έπαψαν να παίζουν. Ποτέ όμως δεν θα γυρίσουν οι άνθρωποι στην εποχή που είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλον για να περάσουν τον χρόνο της σχόλης και να διασκεδάσουν. Ποτέ δεν θα αξιωθούμε την αληθινή μοναξιά, για να εκτιμήσουμε τη συνύπαρξη, όσο υπάρχουν και πληθαίνουν οι οθόνες στη ζωή μας.