Saturday, October 22, 2016

Πώς ήταν η ζωή χωρίς οθόνες;

Η φωτογραφία από το μπλοκ της Άννας Βούλγαρη
http://androslivadia.blogspot.gr/2013/02/blog-post_10.html
Αν και δεν ανήκω ηλικιακά στη γενιά που μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση, όμως, ζώντας σε ένα μικρό χωριό που δεν είχε ρεύμα μέχρι το 1977 που έφυγα κι εγώ για σπουδές στην Αθήνα, έζησα την παιδική μου ηλικία όπως η προηγούμενη γενιά, οπότε είμαι ενδιαφέρουσα περίπτωση προς καταγραφή. Οι συνομήλικοί μου είχαν ήδη μαγευτεί από το νέο φρούτο που εμφανίστηκε μέσα στη Χούντα και άρχισε να αλλάζει ραγδαία και τη ζωή των Ελλήνων. Στο σχολείο συζητούσαν για τα σίριαλ και τις ελληνικές ταινίες που έβλεπαν και δεν θυμάμαι να τους ζηλεύαμε, γιατί ήταν κάτι εντελώς έξω από τη δική μας καθημερινότητα ένας άγνωστος και μακρινός κόσμος.
Εμείς είχαμε το μυαλό στο παιχνίδι. Παίζαμε από το πρωί ως το βράδυ. Μόνο με ελάχιστα παιχνίδια και πολλά υλικά που βρίσκαμε γύρω μας και με τη φαντασία μας γίνονταν κούκλες, κουζινικά, όπλα, εργαλεία.
 Δυο καλάμια, για παράδειγμα, έκαναν ένα μεγάλο λεωφορείο. Ο οδηγός τα κράταγε μπροστά και ο εισπράκτορας πίσω. Πλήρωνες με πετραδάκια, έμπαινες μέσα από την...πίσω πόρτα, ο οδηγός έτρεχε και μαζί του τρέχανε κι οι επιβάτες. Ακόμα και ατυχήματα προκαλούσε ο τρελός οδηγός,με όλους τους επιβάτες να πέφτουν από το αναποδογυρισμένο λεωφορείο. 
Μια φορά πάλι που ένας είδε τηλεόραση κάπου αλλού, ήρθε και μας έδειξε πώς ήταν. Τότε την κάναμε κι αυτήν παιχνίδι: Βρήκαμε ένα ξύλινο πορτάκι στο περιβόλι της γιαγιάς μου, οι μισοί μπαίναμε μέσα και φτιάχναμε εκπομπές, τραγούδια, σκηνές από ταινίες, διαφημίσεις. Οι υπόλοιποι ήταν θεατές και κάθονταν στις πεζούλες απέναντι από το πορτάκι.
Παίζαμε ακόμα και στο δρόμο από το σχολείο στο σπίτι, που από μια ώρα τον κάναμε σε τρεις και νυχτωνόμασταν ,με αποτέλεσμα να έρχονται οι γονείς έξω φρενών να μας μαζέψουν και να μας τιμωρήσουν μετά. Ακόμα και στη διαδρομή προς το σχολείο βρίσκαμε τρόπους να παίζουμε με λιγότερο χασομέρι, φυσικά. Περνούσαμε με τις γαλότσες μέσα από το ποτάμι και κάναμε τα πλοία, υπερωκεάνεια οι ψηλές, καΐκια οι πιο κοντές. Είχαμε και...θρόνους των θεών. Κάτι καθίσματα στα βράχια που τρέχαμε να προλάβουμε τα καλύτερα, του Δία, της Ήρας, της Αθηνάς. Δεν προλάβαινα ποτέ του Δία φυσικά.
Το απίστευτο είναι ότι δεν θυμάμαι να διαβάζουμε. Δεν ξέραμε, σχεδόν τελειώνοντας το δημοτικό τι είναι διάβασμα. Στο σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία, ούτε εφημερίδες ή περιοδικά και τα ελάχιστα που έφταναν στο χωριό ήταν συνήθως περιτυλίγματα παλιά. Μια φορά κάποιος έφερε ένα κόμικ και ήταν το πιο όμορφο πράγμα που έχω διαβάσει ποτέ. Το μόνο που κάναμε ήταν να γράφουμε. Αντιγραφές, ημερολόγια, εκθέσεις, ασκήσεις, όλα τα είχε το πρόγραμμα. Έτσι, μάθαμε να λειτουργούμε...χειρωνακτικά ως μαθητές και ...να κουράζουμε λιγότερο το μυαλό μας. Όταν πήγαμε γυμνάσιο φυσικά τα βρήκαμε σκούρα, τουλάχιστον στην αρχή και αρκετά παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη και δεν συνέχιζαν.
Η καθημερινότητά μας στην προ τηλεόρασης εποχή, εκτός από σχολείο και παιχνίδι είχε και πολλές δουλειές. Βοηθούσαμε στο σπίτι τα κορίτσια, στα χωράφια και στα ζώα τα αγόρια και όλοι μαζί στα χοιροσφάγια, στις ελιές, στον τρύγο, στα αμύγδαλα και στα σύκα.
Δεν ήταν παιδοκεντρική η κοινωνία μας. Δεν μας έβαζε σε ένα θρόνο να μας υπηρετούν όλοι οι άλλοι. Δεν φοβούνταν να μας τιμωρήσουν ή να μας τις βρέξουν αν κάναμε σκανταλιές. Δεν μας έδιναν το πρώτο θεωρείο στις συγκεντρώσεις των μεγάλων. Μας έβαζαν να φάμε στις κουζίνες και όχι στη σάλα με τους μεγάλους. Ούτε μπορούσαμε να συμμετέχουμε στις συζητήσεις τους επί ίσοις όροις. Ξέραμε καλά ότι οι όροι ήταν άνισοι για μας, αλλά καθόλου δεν μας ενοχλούσε αυτό.
Είχαμε το δικό μας κόσμο μέσα στον κόσμο των μεγάλων κι ας ήταν μερικές φορές κάτω από το τραπέζι. Εκεί που στα χοιροσφάγια σκάγαμε τη φούσκα ή παίζαμε με το γάιδαρο- τη μασέλα του χοίρου ή ετοιμάζαμε νυχτερινές εξορμήσεις να πιάσουμε κομπογιάννηδες.
Χωρίς τη μαγική εστία που δημιούργησε η τηλεόραση, κεντρική θέση στη ζωή μας είχε το τραπέζι. Οικογενειακό, συγγενικό, όλων των συγχωριανών, ανάλογα με την περίσταση. Πάνω του μπορούσαν να υπάρχουν τα ελάχιστα, τα βρισκούμενα όπως λέγαμε, ή η αφθονία στα χοιροσφάγια και στις γιορτές, αλλά ποτέ δεν έλειπε η καλή διάθεση και το κέφι. Μπορούσε να γίνει γλέντι με το τίποτα, δυο ελιές, δυο λουκάνικα, ένα λαγήνι κρασί.
Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος μόνος σε έναν καναπέ να κοιτάει τα ντουβάρια. Ή δουλειά θα έκανε ή παρέα και κουβέντα ή θα έβγαινε να πάει για δουλειά ή επίσκεψη.
Υπήρξα μάρτυρας αυτόπτης αυτής της αλλαγής που συντελέστηκε με τον ερχομό της τηλεόρασης.
Στην αρχή, συνεχίζαμε την κοινωνική ζωή όπως ξέραμε. Κάθε μέρα επισκέψεις, βεγγέρες τα βράδια. Όλο και πιο πολύ όμως έμενε ανοιχτή η συσκευή, όλο και πιο συχνά κάποιος έστηνε αυτί να παρακολουθήσει τα νέα ή τη συνέχεια του σίριαλ, όλο και πιο συχνά κάποιος προτιμούσε να μένει απέναντι στη μικρή οθόνη αντί να πάει βεγγέρα. Όλο και λιγόστευαν οι συζητήσεις, οι παρέες, τα παιχνίδια των παιδιών. 
Σιγά σιγά όμως βρέθηκε μια καινούρια ισορροπία, δεν χάθηκε ολωσδιόλου φυσικά η κοινωνική ζωή, ούτε τα παιδιά έπαψαν να παίζουν. Ποτέ όμως δεν θα γυρίσουν οι άνθρωποι στην εποχή που είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλον για να περάσουν τον χρόνο της σχόλης και να διασκεδάσουν. Ποτέ δεν θα αξιωθούμε την αληθινή μοναξιά, για να εκτιμήσουμε τη συνύπαρξη, όσο υπάρχουν και πληθαίνουν οι οθόνες στη ζωή μας.

Saturday, October 15, 2016

Ο χρόνος σταμάτησε στο Πενετιάνο.



 

Ανέβηκα σήμερα στ' Αμονακλιού, στο Πενετιάνο,
καλεσμένη του Ηρακλή Γαύρα, για να δω από κοντά τον οικισμό που χτίζει εδώ και 6 χρόνια, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Δημήτρη Μεθανίτη, που είναι κι ο ιδιοκτήτης του οικισμού.


 

Είχα δει πολλές φωτογραφίες, είχα διαβάσει  περιγραφές και σχόλια, αλλά αυτό που αντίκρισα εκεί πάνω δεν το περίμενα. Μόλις μπήκα στο χώρο, με το πρώτο καλντερίμι που περπάτησα, την πρώτη πέτρινη καμάρα που πέρασα, με κύκλωσε ο χρόνος στοιχειωμένος στην πέτρα, ο χρόνος και η ομορφιά.

Τι έχουν κάνει εδώ πάνω; Αναπαλαίωσαν, ανέστησαν θα έπρεπε να πω, με μεράκι και τέχνη έναν ολόκληρο μεσαιωνικό οικισμό, με κάθε αρχιτεκτονική λεπτομέρεια.


Το πηγαδάκι, η άλωνα, ο φούρνος, τα βόλτα, οι θουρίδες, τα αυλιδάκια, τα δώματα, τα καλντερίμια και οι καμάρες, τα κυπαρίσσια, οι κάπασοι, η στέρνα, το κελί με το πατήρι, το βόλι.




Ούτε ίχνος τσιμέντου, παντού πέτρα, ξύλο και ηφαιστειακά υλικά. Όπως παλιά.



Εσωτερικά η αναπαλαίωση έχει δέσει την παράδοση με τις ανέσεις μιας σύγχρονης κατοικίας (δεν δημοσιεύω για ευνοήτους λόγους φωτογραφίες του εσωτερικού των σπιτιών).


Ευτυχής σύμπτωση η συνάντηση με φοιτητές του Πολυτεχνείου που ήρθαν να αποτυπώσουν τους οικισμούς του νησιού. Εδώ με ξεναγό τον Ηρακλή θα έχουν κι αυτοί την ευκαιρία να ταξιδέψουν στο χρόνο, παίρνοντας ίσως το πιο πολύτιμο μάθημα των σπουδών τους: πώς συνδυάζονται η παράδοση με την σύγχρονη αρχιτεκτονική, η γνώση και η παιδεία του επιστήμονα, με το μεράκι και τη μαστοριά του λαϊκού τεχνίτη, για να μετατρέψουν ένα σωρό από βουλιάστρες (αυτό ήταν το Πενετιάνο πριν από λίγα χρόνια) σε πρότυπο αρχιτεκτονικό έκθεμα.
καλντερίμι με πέτρα και χώμα

παλιά τεχνική με καλάμια για κάλυψη στέγης



























Friday, September 9, 2016

Ρίξε μια βουτιά, κοριτσάκι!

Κολυμπώντας μια μέρα τη συνηθισμένη μου διαδρομή έβλεπα τα παιδιά να βουτάνε από το μόλο και να συναγωνίζονται ποιος θα πέσει πιο ορμητικά και θα σηκώσει πιο πολλούς αφρούς ή ποιος θα πετάξει πρώτος τον άλλο στη θάλασσα. Ένα κοριτσάκι τους παρακολουθούσε με περιέργεια, προχωρούσε έξω έξω, κοίταζε με λαχτάρα τη θάλασσα, αλλά δεν έπεφτε. Κανείς δεν το ενθάρρυνε ούτε πήγε να το σπρώξει. Τα συνομήλικα αγόρια και τα μεγαλύτερα, δεν του έδιναν καμιά σημασία. Σαν να μην ήταν εκεί. Σαν να μην ήταν αυτό παιχνίδι για κορίτσια. Αμέσως σκέφτηκα: μα πού είναι ο μπαμπάς της; Έτσι αυθόρμητα αναζήτησα το πρόσωπο που θα μπορούσε να την ενθαρρύνει να κάνει αυτό που δεν ήταν τόσο ταιριαστό με τη φύση της, να νικήσει τους φόβους της, να παίξει ένα παιχνίδι για αγόρια. Από αυτό το μικρό βηματάκι της στο κενό, από αυτή την κατάδυση στα βαθιά νερά ίσως εξαρτηθεί η μελλοντική της πορεία. Αν θα τολμήσει να δοκιμάσει δύσκολα παιχνίδια. Αν θα περπατήσει έξω από το δρόμο που της έχουν χαράξει και αν θα αναμετρηθεί με τους φόβους της, τις προκαταλήψεις, που την θέλουν προπαντός φρόνιμη και προσεκτική.
Κοριτσάκι, πάρε φόρα και βούτα, μην φοβάσαι. Ένα μικρό βηματάκι στο κενό, μια βουτιά στο δροσερό νεράκι και είσαι στην αρχή του πιο ωραίου παιχνιδιού της ζωής σου: αυτού που σε πάει από το φόβο στη δύναμη. 

Sunday, June 12, 2016

Εμείς,οι Ανδριώτες λοιπόν...

Όπως οι γονείς μπορούν να μαλώνουν τα παιδιά τους και να τους καταλογίζουν τα μύρια όσα, αλλά μόλις πάει ένας άλλος να κάνει το ίδιο, εναντιώνονται και τα υπερασπίζουν σθεναρά, έτσι γίνεται και με τους τόπους. Εμείς οι ντόπιοι μπορούμε να μιλάμε για τα στραβά μας, αλλά μην παίρνετε θάρρος οι υπόλοιποι, δεν θα μας αρέσει να μας μιμείστε. Έχω ακούσει τόσα πολλά για μας τους Ανδριώτες, από τόσο πολλούς, που νομίζω ότι μπορώ λιγάκι, σαν εκείνους τους γονείς που λέγαμε, να μας υπερασπιστώ κι εγώ. Δεν θα αναφερθώ στα θετικά, ας μη βλογάμε τα γένια μας, άλλωστε τα αρνητικά, όπως οι αντιήρωες στο σινεμά, έχουν το ενδιαφέρον.

Το πιο γνωστό ψεγάδι που μας βρίσκουν και το ακούω πολλά χρόνια, από τότε σχεδόν που έφυγα από το νησί μου για σπουδές, είναι ότι είμαστε αφιλόξενοι. Πάντα αναρωτιόμουν  πώς γίνεται να έχεις κοιμηθεί για πολλά καλοκαίρια σε μισό καναπέ για να φιλοξενήσεις ανθρώπους, να έχεις μόνιμα στρωμένο τραπέζι για επισκέπτες, να μοιράζεις τα αγαθά που παράγεις σε γνωστούς και λιγότερο γνωστούς και να είσαι αφιλόξενος; Θυμάμαι στο πατρικό μου να μπαίνουν ακόμα και οι τσιγγάνοι για νερό και γλυκό (άλλο που μετά τα ποτήρια θεωρούνταν εστία μόλυνσης), ξένοι τουρίστες που ξεστράτισαν στα χωριά της..άγονης γραμμής και, ενώ κατά βάθος φοβόμασταν ότι είναι μανιακοί δολοφόνοι και θα βγάλουν όπου να 'ναι το όπλο να μας πυροβολήσουν, δεν ξέραμε τι να τους πρωτοκεράσουμε. Και μετά ήρθαν οι ξένοι εργάτες που η μάνα μου τους φροντίζει σαν να είναι παιδιά της, γιατί "δουλεύουνε σκληρά τα καημένα" και αν εκτιμάμε κάτι εμείς οι Ανδριώτες είναι αυτούς που δουλεύουν σκληρά. Δεν ξέρω τι γίνεται σε κάθε αντριώτικο σπίτι, αλλά, απ' όσο ξέρω το χωριό μου και την περιοχή μου, σίγουρα δεν είμαστε η εξαίρεση! 
Τότε γιατί; Αν δεχθούμε ότι δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, κάτι θα έχει φταίξει για να μας μείνει αυτή η ρετσινιά. Από ποιους άραγε; Προφανώς από τους επισκέπτες, Αθηναίους κυρίως, που έρχονται στο νησί και ασφαλώς μας συγκρίνουν με άλλους κατοίκους νησιών που επισκέπτονται. Σίγουρα οι Ανδριώτες παραδοσιακά δεν έμοιαζαν με κανέναν άλλο νησιώτικο πληθυσμό, γιατί δεν περίμεναν να ζήσουν από τον τουρισμό. Ζούσαν από τη ναυτιλία και τη μετανάστευση και συμπλήρωναν τη διατροφή τους και το εισόδημά τους με την υποτυπώδη γεωργία και κτηνοτροφία. Σε εποχές που στα γειτονικά νησιά αναπτυσσόταν η κουλτούρα του μαζικού τουρισμού, εμείς όχι μόνο δεν ενδιαφερόμασταν, αλλά υποτιμούσαμε κιόλας αυτόν τον τρόπο βιοπορισμού. Εμείς ταξιδεύαμε αναγκαστικά σε όλο τον κόσμο, αφήναμε την οικογένειά μας πίσω και έτσι το ταξίδι έγινε για όλους-ταξιδευτές και Πηνελόπες- κάτι αρνητικό, . "Τι θέλουνε αυτοί και δεν κάθονται σπίτια τους;" Αυτό κατά βάθος είναι το βασανιστικό ερώτημα που δεν άφησε ποτέ τους Ανδριώτες να συντονιστούν απόλυτα με το ρεύμα της τουριστικής αξιοποίησης. Κάτι που το πληρώσαμε ακριβά, αφού δεν μπορέσαμε ούτε τον πληθυσμό μας  να κρατήσουμε ούτε να έχουμε βιώσιμη οικονομία και θέσεις απασχόλησης για τους νέους που θέλουν να ζήσουν εδώ. Αλλάζουν βέβαια πολλά, ευτυχώς, σ' αυτόν τον τομέα τα τελευταία χρόνια, αλλά η νοοτροπία, όπως ξέρουμε, αλλάζει πιο δύσκολα.
Μαζί με τον παραπάνω χαρακτηρισμό, ακούγεται συχνά ότι είμαστε πολύ "κλειστή κοινωνία" και δεν ανοίγουμε ούτε τις πόρτες, ούτε τα στόματα, ούτε τις καρδιές μας εύκολα για τον άλλο. Τον άλλο, όχι μόνο ως επισκέπτη, αλλά και ως προσωρινό κάτοικο, υπάλληλο, ακόμα και συγγενή εξ αγχιστείας που ήρθε από αλλού, ακόμα και για τον ντόπιο που δεν ανήκει στον συγγενικό και φιλικό μας κύκλο ή στους συγχωριανούς μας με τη στενή έννοια. Πολλοί λένε ότι αυτό οφείλεται στο ότι είμαστε ναυτικό νησί και λόγω της απουσίας των ανδρών, η κοινωνία δρώντας προστατευτικά για τις ακέφαλες οικογένειες, έκλεινε τις πόρτες της. Δεν ξέρω, ίσως αυτό να είναι μια εξήγηση, αν υπάρχει για τόσο σύνθετα και βαθιά ζητήματα μια ευλογοφανής και μονοδιάστατη εξήγηση. Πάντως είναι δύσκολο να την βρεις αν είσαι μέσα σ' αυτή την κοινωνία από τον καιρό που γεννήθηκες. Και αν δεν είχα ζήσει για τρία χρόνια σε ένα άλλο, πιο μικρό νησί, δεν θα καταλάβαινα ποτέ αυτή την ιδιαιτερότητα. Πολύ μου άρεσε εκεί αυτή η ανοιχτωσιά των ανθρώπων, η ευκολία με την οποία σου μίλαγαν, σε καλούσαν σπίτι τους, σου έλεγαν τα βάσανά τους, μπαινόβγαιναν σπίτι σου με μια άνεση, άφηναν τα παιδιά τους να έρχονται όποτε θέλουν και δέχονταν όλη την ώρα το δικό σου. Πολύ το ζήλεψα αυτό, μα δεν είμαστε έτσι εμείς. Κρατάμε πολλά κρυμμένα, δεν θέλουμε να μας βρουν ασυγύριστους, να μάθουν ότι δεν έχουμε λεφτά ή ότι είμαστε άρρωστοι ή ότι καυγαδίζουμε μεταξύ μας στο σπίτι. Ακόμα και τώρα μ' αυτή την κρίση, υπάρχει μια εικόνα επίπλαστης ευημερίας, που πολύ απέχει από την πραγματικότητα και πρέπει να φτάσει ο άλλος στην πενία για να τον πάρει χαμπάρι ένας γείτονας να στείλει βοήθεια. Σε όσους λοιπόν μας το καταλογίζουν αυτό, θα έλεγα ότι έχουν δίκιο, αλλά ας μην πυροβολούν, γιατί εμείς το πληρώνουμε πολύ ακριβά αυτό το στοιχείο της ιδιοπροσωπίας μας και δεν είναι ξενοφοβία ή ελιτισμός κάποιου είδους. Κι αν δεν το προσωποποιήσουν και επιμείνουν, θα δουν ότι αν ένα αντριώτικο σπίτι ή μια καρδιά ανοίξουν, είναι για τα καλά και χωρίς υστερόβουλες προθέσεις.

Μας προσάπτουν επίσης πολλές φορές ότι είμαστε υποκριτές, δεν λέμε ποτέ τη γνώμη μας, θέλουμε να τα έχουμε καλά με όλους και ανεχόμαστε πολλά. Έχω τη βεβαιότητα ότι όποιοι τα λένε αυτά δεν έχουν ζήσει ποτέ μέχρι την εποχή που ήρθαν να μείνουν εδώ, σε πόλη μικρότερη των 20.000 κατοίκων. Εδώ είμαστε δεν είμαστε 10.000 όλοι κι όλοι. Και είναι τόσος ο γεωγραφικός και επομένως ο κοινωνικός κατακερματισμός του νησιού ( 3 περιοχές-νησιά, το κάθε νησί έχει ένα σωρό χωριά και πάει λέγοντας) που ο καθένας μας δεν έρχεται σε καθημερινή επαφή με περισσότερους από 100 ανθρώπους, μακάρι και να είναι μαγαζάτορας ή οδηγός λεωφορείου. Αυτούς τους εκατό ανθρώπους λοιπόν, τους συγγενείς, τους συγχωριανούς, τους φίλους του, τους πελάτες του, δεν μπορεί να τους πυροβολεί κάθε λίγο και λιγάκι για κάτι που είπαν ή που έκαναν και δεν του άρεσε ή για κάτι που έμαθε ότι είπαν και έκαναν. Αυτό δεν είναι αντριώτικο χούι είναι η μοίρα κάθε μικρού τόπου που θέλει να διατηρήσει τη συνοχή του, για να επιβιώσει. Κι αν όμως δεχτούμε ότι...το παρακάνουμε σ' αυτό το θέμα, ας δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος. Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς καταφέραμε και δεν διχαστήκαμε όπως άλλοι τόποι, με εμφύλιους και πολιτικά πάθη; Πώς και δεν έχουμε συγγενείς ξεγραμμένους για τα πολιτικά, προδοσίες, και κατατρεγμούς; Προσωπικό παράδειγμα πάλι: μέσα σε μια οικογένεια δεξιά και βασιλικιά, του παππού μου, ήρθε ο "κουκουές" πατέρας μου και όχι μόνο δεν είχε πρόβλημα να τον δεχτούν εξαρχής για γαμπρό τους, αλλά έπεσε και απαγόρευση από τον παππού μου στους γιους του να μιλάνε πολιτικά και να στενοχωράνε τον γαμπρό του. Η στάση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια μου και, όταν το '81 βγήκε το ΠΑΣΟΚ, η μάνα μου μας απαγόρευσε κάθε πανηγυρισμό για να μη στενοχωρέσουμε τους θείους μας. Αυτός ο...μικροαστισμός, όπως τον έβλεπα στα 18, είναι η άλλη όψη της ανεκτικότητας της ανδριώτικης κοινωνίας.

Τελευταίος χαρακτηρισμός που έχω ακούσει είναι ότι είμαστε...σφιχτοχέρηδες. Δεν ξοδεύουμε για πολυτελείς ανάγκες: ταξίδια, εξόδους, πολυτελή αγαθά και διασκεδάσεις. Αληθεύει απόλυτα. Η παράδοση της Άνδρου είναι η γυναικεία διαχείριση του νοικοκυριού. Οι γυναίκες των ναυτικών ή των μεταναστών όφειλαν να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τον ιδρώτα των ανδρών τους και να εξασφαλίσουν την επιβίωση και προκοπή της οικογένειας. Αυτό έχτισε περιουσίες που έγιναν με μόχθο κι όχι με εύκολο χρήμα, κομπίνες και πελατειακές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα, και μας κρατάει ακόμα στην κρίση, όσο μας κρατάει. Μακάρι και οι νεότερες γενιές να διδαχθούν κάτι από τη λιτότητα και την αυτάρκεια των προγόνων μας, αντί να γίνονται θύματα ενός καταναλωτισμού, που εκτός από βλαβερός, πλέον δεν είναι και εφικτός.

Αυτές οι σκέψεις ας είναι μια μικρή συμβολή στην κατάκτηση της αυτογνωσίας μας, γιατί τη χρειαζόμαστε τώρα που αρχίζουμε να βηματίζουμε δειλά προς τα εμπρός με ελπιδοφόρα βήματα (Φεστιβάλ Άνδρου, Τοπικά Προϊόντα, Μονοπάτια κλπ).

Thursday, June 2, 2016

Αρχαία ελληνικά σε άσπρο-μαύρο

Ήρθε πάλι η ώρα του νεοελληνικού εκκρεμούς. Η λογική του άσπρου -μαύρου για άλλη μια φορά υιοθετείται στο θέμα της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας στο γυμνάσιο. Ναι ή όχι; Να την  καταργήσουμε υπέρ της διδασκαλίας της νέας ελληνικής και των αρχαίων κειμένων από μετάφραση; Οι υπερασπιστές του ναι και οι υπερασπιστές του όχι άρχισαν να φτιάχνουν πάλι χαρακώματα. Επιστρατεύονται οι γνωστοί μύθοι περί ανωτερότητας της αρχαίας γλώσσας, περί της μελλοντικής υποβάθμισης του γλωσσικού επιπέδου των μαθητών χωρίς αρχαία ελληνικά, αλλά από την άλλη, ενοχοποιούνται τα αρχαία για όλα τα γλωσσικά προβλήματα των μαθητών, υπαρκτά ή κατά φαντασία.
Επειδή στη χώρα μας δεν συνηθίζεται να προηγείται η εκπαιδευτική έρευνα μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, όπως συμβαίνει στις σοβαρές χώρες του κόσμου, δεν γνωρίζουμε ούτε ποια είναι πραγματικά τα προβλήματα του γλωσσικού επιπέδου των μαθητών ούτε καν αν υπάρχουν. Επίσης δεν γνωρίζουμε αν οι μαθητές μαθαίνουν στο γυμνάσιο έστω ένα μέρος της ύλης των αρχαίων ελληνικών που διδάσκονται, τι δεν μαθαίνουν και γιατί, ποιες μέθοδοι διδασκαλίας εφαρμόζονται και με τι ποσοστά αποτελεσματικότητας.
Επομένως, λίγο πολύ, βασιζόμαστε όλοι στην εμπειρία μας από την τάξη, όσοι μπαίνουμε σε τάξη τουλάχιστον. Οι άλλοι, που συνήθως είναι και αυτοί που αποφασίζουν, ακολουθούν κάθε φορά πολιτικές γραμμές και αντίστοιχα ιδεολογήματα.
Για όποιον προσπαθεί να μην στοιχίζεται πίσω από αυτές τις γραμμές και να μην εγκαταλείπει το σωσίβιο της κοινής λογικής, είναι πολύ δύσκολο να μην επιλέξει τη σιωπή και την εσωστρέφεια ακόμα κι αν ισοδυναμούν με φυγομαχία.
Προτού λοιπόν εγκαταλείψω το πεδίο της μάχης, ας καταθέσω κι εγώ την άποψή μου, προϊόν κυρίως διδακτικής εμπειρίας.
Στο γυμνάσιο  οι μαθητές διδάσκονται αρχαία ελληνική γλώσσα, με καινούρια βιβλία σχετικά (2006), αλλά με εντελώς απαρχαιωμένο αναλυτικό πρόγραμμα και τρόπο διδασκαλίας, που δίνει έμφαση στη Γραμματική και στο Συντακτικό, όπως συνέβαινε πάντα, με κείμενα απαιτητικά, κυρίως αττικής διαλέκτου, ξεκομμένα από το πλαίσιό τους και την εποχή τους, χωρίς ιδιαίτερο νοηματικό ενδιαφέρον για τους μαθητές. Επιπλέον τους φορτώνει με ένα πολύ διεξοδικό και δύσκολο λεξιλόγιο, μη εστιάζοντας στους ζωντανούς δεσμούς των λέξεων της ομιλούμενης γλώσσας με την αρχαία. Αποτέλεσμα; Οι μαθητές σχεδόν στο σύνολό τους διαμορφώνουν αρνητική στάση απέναντι στο μάθημα, σχεδόν κλειδώνουν την μαθησιακή τους ικανότητα ως προς αυτό και μπαίνοντας στο λύκειο, οι περισσότεροι, αγνοούν ακόμα και τα βασικά.
Πολλοί άξιοι φιλόλογοι καινοτομούν, χρησιμοποιούν σύγχρονες μεθόδους, βάζουν μεράκι και αγάπη στη διδασκαλία τους, συχνά ακούνε πολύ καλά λόγια από μαθητές και γονείς, αλλά μεγάλη διαφορά στο γνωστικό δεν προκύπτει. Δυστυχώς όταν η απάντηση είναι: «λύω, λύεις λύει», η ερώτηση δεν μπορεί να είναι σε άλλη κατεύθυνση κι όταν έρθει η ώρα της αποτίμησης της προσπάθειάς του διδάσκοντος, το κριτήριο θα είναι τελικά: το έμαθαν το «λύω» οι μαθητές; Ωραία, τα αγαπήσανε τα αρχαία, δεν τα φοβούνται τα κείμενα, δεν τα θεωρούν κινέζικα, έμαθαν και από πού προέρχονται οι λέξεις που τους τυραννάνε ορθογραφικά και τους άρεσε που τις …απομυθοποίησαν κάπως, αλλά το «λύω» το έμαθαν;
Κι αν δεν το έμαθαν, όσοι τουλάχιστον θέλουν να ακολουθήσουν με αξιώσεις θεωρητική κατεύθυνση, πρέπει να πληρώσουν φροντιστήρια για να το μάθουν, με κάθε άλλο παρά πρωτοποριακές μεθόδους.
Αυτή τη στιγμή λοιπόν με εξαίρεση αρκετούς φιλολόγους, λίγους ρομαντικούς και άλλους τόσους αρχαιολάτρες, δεν θα βρεθεί ψυχή να αγωνιστεί για την διατήρηση των αρχαίων στο γυμνάσιο, γιατί το μάθημα έχει αποτύχει. Δεν αρέσει, δεν μαθαίνει αυτό που υπόσχεται, δεν έχει πείσει για τη χρησιμότητά του και τρώει χρόνο από πιο ενδιαφέρουσες αρχαιογνωστικές ενασχολήσεις.
Φαίνεται ότι η κατάργησή του θα είναι μια σεισάχθεια για μαθητές και γονείς, θα διδάσκουμε περισσότερα μεταφρασμένα κείμενα, θα μείνει περισσότερος χρόνος για τη νέα ελληνική γλώσσα.
Πριν όμως πάρουμε μια απόφαση που θα αλλάξει τόσο ριζικά το αναλυτικό πρόγραμμα στο γυμνάσιο, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας απόφασης, χωρίς να εθελοτυφλούμε.
Τι θα σημαίνει για τις επόμενες γενιές να μην έχουν καμιά επαφή με παλαιότερες μορφές της γλώσσας τους, αφού στο λύκειο θα είναι προαιρετική η διδασκαλία των αρχαίων;
Τι θα μπορεί να καταλάβει ένας μαθητής στο μέλλον από τη λόγια γλώσσα των μεγάλων νεοελλήνων λογοτεχνών (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κάλβος, Καβάφης κλπ);
Τι θα σημαίνουν γι’ αυτόν οι λόγιοι τύποι του διευρυμένου κώδικα της γλώσσας μας; Αυτά τα ελληνικά των σύγχρονων μορφωμένων ανθρώπων που βρίθουν εκφράσεων λόγιας μορφής θα μπορούν να γίνουν κτήμα και των ερχόμενων γενεών;
Πόσο θα μπορεί ένας απόφοιτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης να κατανοήσει εκκλησιαστικά κείμενα που είναι μέρος της ζωής του και της κουλτούρας του, ακόμα κι αν δεν είναι πολύ θρησκευόμενος; Θέλουμε αλήθεια έναν μαθητή του μέλλοντος για τον οποίο να είναι εντελώς ακατανόητο το «Πάτερ ημών»; Αλήθεια, το θέλουμε; 
Έχουμε τελικά το δικαίωμα να αποκόψουμε εντελώς τις ερχόμενες γενιές από μια σχολική παράδοση αιώνων; Γιατί ακόμη και την εποχή που είχαν καταργηθεί τα αρχαία στο γυμνάσιο, στο γενικό λύκειο ήταν υποχρεωτικά. Ίσως για να καταλάβουμε ακριβώς τι πάμε να κάνουμε, πρέπει να ερευνήσουμε τους μαθητές εκείνης της περιόδου που αποφοίτησαν από το γυμνάσιο και δεν πήγαν στο γενικό λύκειο. Να δούμε τι πιστεύουν οι ίδιοι και τι σημαίνει αντικειμενικά η παντελής απουσία αρχαίων ελληνικών από την εκπαίδευση.
Πριν όμως από αυτό μήπως έτσι για αλλαγή σ’ αυτή την έρμη χώρα, πριν κόψουμε το κεφαλάκι που πονάει, να του δώσουμε κανένα φαρμακάκι; Μια αλλαγή εφ’ όλης της ύλης στη διδασκαλία των αρχαίων; Με κείμενα που να έχουν ενδιαφέρον για τους μαθητές και να ξεκινούν αντίστροφα, όχι από τη βαθιά αρχαιότητα όπως τώρα, αλλά από τους Νεοέλληνες λογοτέχνες της λόγιας παράδοσης, για να καταλήξουν στο λύκειο πια στην αττική διάλεκτο, έχοντας εντρυφήσει σε απλούστερες και πιο κοντινές σε μας μορφές της ελληνικής γλώσσας από το βυζάντιο και την ελληνιστική περίοδο; Μήπως θα μπορούσαμε επίσης να επιστρατεύσουμε όλα τα ωραία σενάρια που αναπτύχθηκαν στις διάφορες επιμορφώσεις, να ενημερωθούμε και να αξιοποιήσουμε το πολύ καλό υλικό που υπάρχει στο διαδίκτυο και να το εμπλουτίσουμε; Πρώτα από όλα όμως είναι απόλυτα αναγκαίο να αλλάξει  το αναλυτικό πρόγραμμα και ο τρόπος αξιολόγησης του μαθήματος, με κύριο στόχο να μην ξανακουστεί σε σχολική τάξη το «λύω, λύεις, λύει». Η Γραμματική, το Λεξικό, το Συντακτικό, να δίνονται στον μαθητή ελεύθερα, για να τα αξιοποιήσει όπως θέλει, με στόχο να κατανοήσει τα κείμενα. Ακριβώς όπως κάνει ο οποιοσδήποτε μελετητής της αρχαίας γλώσσας, ακόμα κι αν τη διδάσκει στο πανεπιστήμιο.
Είναι καιρός να ενώσουμε επιτέλους τις δυνάμεις μας οι φιλόλογοι για να δώσουμε πνοή σ’ αυτό το ετοιμοθάνατο μάθημα- ας μην ονομάζεται αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά ιστορία της ελληνικής γλώσσας ή παλαιά ελληνικά- αντί να παραιτούμαστε πρώτοι και καλύτεροι ή να κάνουμε πως δεν βλέπουμε ότι πνέει τα λοίσθια εδώ και χρόνια.
Αν προλαβαίνουμε…


Sunday, February 7, 2016

Η νοσταλγία της σχολικής ποδιάς







Τον τελευταίο καιρό μαζί με τις γρίπες σέρνεται και μια νοσταλγία με την έμφαση στο β΄συνθετικό. Πολύς πόνος για τα παλιά, το πρόσφατο παρελθόν, που συμπίπτει όλως τυχαίως με την πριν από τη δεκαετία του '80 εποχή. Ξεχνάμε εμφύλιους, κατατρεγμούς και χούντες και εξιδανικεύουμε τα πάντα: τα φαγητά, τα σχολεία, τα παιδικά παιχνίδια, τη διασκέδαση, τη μόδα, και τώρα τελευταία και τη σχολική ποδιά. Νοσταλγήσαμε και τη σχολική ποδιά που τάχα μου κάλυπτε τις κοινωνικές ανισότητες με την ομοιομορφία της και μετέδιδε τον σεβασμό και την μαθητική ιδιότητα αφ' εαυτής. Δηλαδή εμείς που φορούσαμε την ποδιά σε όλα τα μαθητικά μας χρόνια, δεν ξέραμε ποιος είναι ο πλούσιος ανάμεσά μας; Ποιος ζει άνετα, ποιος έχει πολύ χαρτζιλίκι, ποιος πάει ταξίδια και φοράει ακριβό παλτό και παπούτσια;  Η ποδιά τα έκρυβε όλα αυτά; Θυμάμαι τον καημό ενός μεγαλύτερου από μένα αγοριού, που θυμόταν τις μπανάνες που έτρωγε η πλούσια συμμαθήτρια, ενώ οι υπόλοιποι δεν τις είχαν καν δοκιμάσει. Κι άλλοι πάλι που τους έχει μείνει αξέχαστη η ιδιαίτερη εύνοια για τα παιδιά των εύπορων οικογενειών από το...δημοκρατικό σχολείο της ποδιάς. Όσο για το σεβασμό, μακάρι να συμπεριφερόμουν ως μαθήτρια όπως οι μαθητές μου όλα αυτά τα χρόνια που διδάσκω, έστω και στο ελάχιστο. Δυστυχώς, ήμασταν σούζα σε όσους φοβόμασταν και υπέφεραν όσοι δεν μας...ενέπνεαν τέτοιο "σεβασμό". Τους σταυρώναμε. Και δεν ήταν απαραίτητα οι κακοί δάσκαλοι, απλώς όταν σε κρατούν συνεχώς με το φόβο, βρίσκεις κάποιο εξιλαστήριο θύμα για να εκτονώσεις την εφηβική αντίδραση.  Θυμάμαι έναν καθηγητή μας που εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, αφού πρώτα τρελάθηκε. Δεν λέω ότι τον τρελάναμε, αλλά σίγουρα βοηθήσαμε κι εμείς να φτάσει στα άκρα με τα γυμνάσια που του κάναμε. Κι όσο πιο πίσω πάμε στο χρόνο, τόσο πιο ακραίες συμπεριφορές μαθητών συναντάμε, από το Δημοτικό ακόμα. Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλάνε για την έλλειψη σεβασμού των νέων σήμερα, μόλις τους πετύχεις σε στιγμή ειλικρίνειας σου διηγούνται σκανταλιές τους στο σχολείο,που δεν τις έχει υποστεί κανένας σημερινός δάσκαλος, ευτυχώς. Αφήνω τελευταία τη σεμνότητα της εμφάνισης, που, τάχα μου, εξασφάλιζε η ποδιά. Τα κουμπιά που ξεχνιόνταν

ξεκούμπωτα, το μήκος της φούστας που αγωνιζόταν να ανηφορίσει -παρά τις δριμύτατες απαγορεύσεις και το...ξήλωμα του στριφώματος (!)- το μοντέρνο και πολύ εφαρμοστό στιλ που λάνσαραν και επώνυμοι σχεδιαστές, μας ξανάδιναν ένα κομμάτι από τη χαμένη μας κοκεταρία, μαζί με ένα αποτελεσματικό όπλο άσκησης ...θηλυκής εξουσίας προς πάσα κατεύθυνση.
Από πολλές πλευρές το ντύσιμο των περισσότερων μαθητριών σήμερα είναι πολύ καταλληλότερο για σχολική χρήση. Μια φόρμα ή ένα τζιν, ένα φούτερ και αθλητικά. Όπως και τότε, τη διαφορά την κάνουν οι μάρκες και η ποιότητα των ρούχων κι όχι το είδος τους. Ας μην αναλωνόμαστε λοιπόν σε μια νοσταλγία για "κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε", για να παραφράσω λίγο και τον ποιητή (Τ. Λειβαδίτη) κι ας θυμηθούμε όσο πιο καθαρά μπορούμε "αυτό που υπήρξε τότε όλη η ζωή μας".

Με τον Μάνο Λοΐζο, το 1979

  Στον Άη Γιώργη στου Φαράλη, είδα το Μάνο Λοΐζο, τον Απρίλιο του 1979. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και είχε έρθει με την παρέα του Γιώργου του Δ...