Τους συναντώ πότε πότε στα πιο απίθανα μέρη. Στον προθάλαμο ενός ιατρείου, περιμένουν υπομονετικά και αμήχανα να ανοίξει η πόρτα και η εικόνα τους δείχνει αταίριαστη εκεί μέσα. Δεν ξέρουν να κάθονται άπραγοι. Τα χέρια τους δυσανασχετούν για αυτή τη σχόλη, λες και θέλουν μόνα τους να πάνε να συνεχίσουν το όργωμα, το πότισμα. Αν μπουν σε μια δημόσια υπηρεσία, είναι σαν να μπαίνουν σε εκκλησιά. Με ευλάβεια ζητάνε κάτι, σχεδόν με έκπληξη δέχονται την εξυπηρέτηση, την ευγένεια. Όταν χρειαστεί να ταξιδέψουν- ακόμα και μέχρι την πρωτεύουσα του νησιού γι' αυτούς είναι ταξίδι- ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος, περπατάνε αλλιώς, κοιτάνε αλλιώς, λες και βρέθηκαν με μια μηχανή του χρόνου στο σήμερα, από το κοντινό και μακρινό χθες των ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Στο νησί μου, υπάρχουν ακόμα ευλογημένοι θύλακες του χρόνου, που κρατάνε όπως κρατάει μια πηγή το νερό της μέσα στην πέτρα, ανθρώπους αυθεντικούς, "φυσικούς", μνημεία ενός πολιτισμού που χάνεται χωρίς επιστροφή. Στέκονται κι αυτοί κόντρα στον άνεμο της εξέλιξης, μαζί με τους περιστεριώνες και τα πυργόσπιτα. Στον ίσκιο τους μπορείς να σταθείς να πάρεις ανάσα από τον ανελέητο καύσωνα της σύγχρονης ερήμου. Σε μαθαίνουν συνέχεια τα βασικά από την αρχή. Το αλφαβητάρι σου. Το νερό. Η γη. Ο καρπός. Η δουλειά. Ο πόνος. Η αποδοχή. Το τέλος.
Τους είδα και σ' αυτές τις φωτογραφίες των Αυστραλών αρχαιολόγων από τις παλιές ανασκαφές στη Ζαγορά. Φαίνεται ήξεραν αυτοί οι αρχαιολόγοι να αποτιμήσουν όλους τους θησαυρούς που έβρισκαν και να τους διασώσουν στο χρόνο.
Αυτή η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Παναγιώτη του Καλογρίδη, του γείτονά μου, που τον είδα σε μια φωτογραφία με την κυρά του στο τραπέζι των αρχαιολόγων και τον θυμάμαι να διηγείται στις βεγγέρες που κάναμε τότε στο χωριό πώς τον βάζανε να σκάβει μ' ένα σκαλιστηράκι και να βρίσκει σταμνάκια. "Μα τι θα τα κάν'νε όλα αυτά τα σταμνιά;"
Πού να 'ξερες, μπάρμπα- Παναγιώτη, ότι αυτά τα σταμνιά μας ποτίζουν ακόμα!
(Και η φωτογραφία από τον Περίγυρο)